Η αντιφασιστική αντίσταση ως κίνημα για μετασχηματιστική κοινωνική αλλαγή

Το συνέδριο ¡No pasarán! – Contested Memories ασχολήθηκε με τις πολιτικές μνήμης, του αναθεωρητισμού και την αντιφασιστική αντίσταση στην περιοχή των Άλπεων-Αδριατικής. Ο Michael Hollogschwandtner του transform! europe συνομίλησε με τον διοργανωτή του συνεδρίου, Μίρκο Μέσνερ.

Το συνέδριο ¡No pasarán! – Contested Memories πραγματοποιήθηκε στις 14 και 15 Μαΐου 2022 στο χώρο εκδηλώσεων VolXhaus/Ljudski dom στην πόλη Κλάγκενφουτ/Σελόβετς της Αυστρίας. Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Διαπεριφερειακό Φόρουμ της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚEΑ) της Περιφέρειας Άλπεων-Αδριατικής με τη συμμετοχή του transform! europe. Συμμετείχαν ερευνητές, καλλιτέχνες, πολιτικοί και φορείς της κοινωνίας των πολιτών από την περιφέρεια Φριούλι Βενέτσια Τζούλια της Ιταλίας, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Καρινθία/Κορόσκα (Αυστρία), το έργο και οι δράσεις των οποίων εστιάζουν στις πολιτικές μνήμης. 

Michael Hollogschwandtner: Πώς προέκυψε η ιδέα της διοργάνωσης ενός συμποσίου γι’ αυτό το θέμα

Mirko Messner: Όσοι από εμάς συμμετέχουμε στο Διαπεριφερειακό Φόρουμ του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ) έχουμε την ίδια επιθυμία: να αντικρούσουμε την ηγεμονική πολιτική μνήμης στην Περιφέρεια Άλπεων-Αδριατικής προτείνοντας μια προοδευτική εναλλακτική προσέγγιση. Πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο έχουμε πολλές ομοιότητες, αλλά αντιμετωπίζουμε και πολλές αντιφάσεις. Το παρελθόν και το παρόν μας είναι, επίσης, διαφορετικά, όμως παντού το πρόβλημα είναι ο ευρωπαϊκός ιστορικός αναθεωρητισμός. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να πραγματοποιήσουμε κάποιες διεθνείς συναντήσεις στις οποίες να εξετάσουμε διάφορες στρατηγικές αντιμετώπισης αυτής της αναθεωρητικής τάσης. Στόχος μας ήταν επίσης να αναλύσουμε τις αδυναμίες των αριστερών, αντιφασιστικών και αντιναζιστικών πολιτικών μνήμης. Τέλος, ένα άλλο βασικό μας κίνητρο ήταν να αντιμετωπίσουμε το κενό γνώσης που υπάρχει ανάμεσα σε εκείνους που ανήκουν σε μια μεταπολεμική γενιά, όπως η δική μου, και στις νεότερες γενιές. Η πολιτική της εσκεμμένης λήθης είναι εν μέρει υπεύθυνη για τη διεύρυνση αυτού του χάσματος κοινωνικής αμνησίας – μιας αμνησίας που δεν γίνεται πια αποδεκτή.

Στον πυρήνα της, η αντιφασιστική αντίσταση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιθυμία για τον κοινωνικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Οφείλεται αυτό στο γεγονός ότι υπάρχει  άγνοια για την αντιφασιστική αντίσταση;

 

Επειδή υπάρχει έλλειψη γνώσης για την αντιφασιστική αντίσταση;

Ακριβώς. Υπάρχει επίσης άγνοια και για το πώς ο ναζισμός και ο φασισμός κατάφεραν να ριζώσουν και να εξαπλωθούν στις μάζες∙ πώς ένα μείγμα ανταγωνισμών που σχετίζονται με τις κοινωνικές τάξεις, την πολιτική και την κουλτούρα κατάφερε αρχικά να γεννήσει μια τέτοια ιδεολογία. Τα εκπαιδευτικά μας συστήματα δεν βοηθούν καθόλου στη διερεύνηση αυτών των θεμάτων∙ στην πραγματικότητα, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο, διευκολύνουν την πολιτική λήθης. Οι παραδοσιακές αντιφασιστικές οργανώσεις αντιστέκονται όσο καλύτερα μπορούν, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τον εαυτό τους τις κάνει συχνά να φαίνονται παλιομοδίτικες. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να υποτιμήσω το έργο τους – πρέπει να το επαινούμε- αλλά οι δραστηριότητές τους σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το παρελθόν. Επικεντρώνουν την προσοχή τους στα θύματα του ναζιστικού καθεστώτος και τιμούν όσους συμμετείχαν στην αντίσταση, αλλά δίνουν ελάχιστη σημασία στη σύνδεση του παρελθόντος με τους σημερινούς κοινωνικούς αγώνες. Και στην κοινή γνώμη, η αντιφασιστική αντίσταση συχνά περνάει σε δεύτερη μοίρα, μπαίνοντας στο περιθώριο από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, εντασσόμενη στο λόγο (discourse) περί ολοκληρωτισμού και περιοριζόμενη, στην καλύτερη περίπτωση, στα εθνικά σύνορα κάθε χώρας. Όμως για όσους συμμετείχαν ενεργά στην αντιφασιστική αντίσταση, η προοπτική ενός δημοκρατικού κοινωνικού μετασχηματισμού που έχει τις ρίζες του στην αμοιβαία αλληλεγγύη ήταν ένα βασικό στοιχείο της. Πάρτε, για παράδειγμα, τα λόγια του μαχητή της αντίστασης Ελαϊπίζε Κόλενικ: «Μετά τη νίκη μας επί των Ναζί, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην παλιά κοινωνία: θέλουμε μια καλύτερη κοινωνία». Αυτή η επιθυμία ένωνε πολλούς αντιστασιακούς, από τους γιουγκοσλάβους αντάρτες, ο αγώνας των οποίων ήταν συνδεδεμένος με μια σοσιαλιστική προοπτική, μέχρι τον ιταλό κομμουνιστή Αλτιέρο Σπινέλι, που έγραψε το Μανιφέστο του Βεντοτένε, το οποίο υποστήριζε τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Ευρώπης που θα έθετε τις βάσεις για την απελευθέρωση του προλεταριάτου από τον καπιταλισμό. Στον πυρήνα της, η αντιφασιστική αντίσταση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα κοινωνικό και σοσιαλιστικό πρόταγμα ή, για να το πούμε με έναν λιγότερο απλό τρόπο, με την επιθυμία για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Το μανιφέστο του Βεντοτένε, ο αρχικός τίτλος του οποίου  ήταν “Per un’Europa libera e unita. Progetto d’un manifesto” («Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη: Σχέδιο ενός μανιφέστου»), είναι μια πολιτική δήλωση των αντιφασιστών Αλτιέρο Σπινέλι, Ερνέστο Ρόσι και Εουτζένιο Κολόρνι, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του Δεύτερου’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν φυλακισμένοι στο ιταλικό νησί Βεντοτένε . Το Μανιφέστο ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και κυκλοφόρησε στην Ιταλία στο πλαίσιο της αντίστασης κατά του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Το Μανιφέστο καλούσε σε ριζική ρήξη με το παρελθόν της Ευρώπης και είχε στόχο την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής Ευρώπης.

Διαβάστε επίσης το e-book: Judith Dellheim, Luciana Castellina, Gabi Zimmer: ‘Reclaim the Manifesto of Ventotene!‘[Διεκδικήστε το Μανιφέστο του Ventotene!]

Πολλοί από εκείνους που εντάχθηκαν στο αντάρτικο κίνημα το έκαναν ως απάντηση σε μια άμεση απειλή για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα…

Απολύτως! Πάρτε για παράδειγμα την Καρινθία/Κορόσκα. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου 1.000 ενεργοί αντιστασιακοί σ’ αυτήν την περιοχή. Όμως, μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι συμμετείχαν και πολλοί άλλοι που με τη δική τους δράση έκαναν εν πρώτοις εφικτό τον ένοπλο αγώνα. Ήταν οι άνθρωποι που παρείχαν τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα και προσπαθούσαν να καλύψουν όλες τις βασικές απαιτήσεις των ανταρτών. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν κυρίως γυναίκες και έφηβοι και κυρίως καθολικοί. Χωρίς αυτούς δεν θα είχε υπάρξει αντίσταση. Ταυτόχρονα, όσοι οργάνωσαν την αντίσταση στην Καρινθία/Κορόσκα ήταν κυρίως μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος (της Αυστρίας ή της Σλοβενίας). Αυτή η ομάδα των οργανωτών ήταν μικρή σε σύγκριση με τη βάση των υποστηρικτών της ενεργού αντίστασης, οι οποίοι, στην, δεν είχαν την ίδια ιδεολογία με τους κομμουνιστές, αλλά μέσα από την αντίσταση ήρθαν σε επαφή με μια διαφορετική κοσμοθεωρία και μια διαφορετική κοινωνική προοπτική, π.χ. τη γυναικεία χειραφέτηση. Μόνο μέσω της συμμετοχής τους στην αντίσταση πολλοί από αυτούς έγιναν κομμουνιστές και κομμουνίστριες ή εντάχθηκαν στο κομμουνιστικό κόμμα. Η πλειονότητα εντάχθηκε ή υποστήριξε την αντίσταση επειδή επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου –αντιστέκονταν σε μια εκστρατεία εκγερμανισμού τους με τρομοκρατικές μεθόδους – αλλά η ισχυροποίηση του αντιστασιακού κινήματος συνδεόταν άμεσα με τη συγχώνευσή του με μια κοινωνική, ταξική αντίσταση. Αυτήν την ένωση δυνάμεων μπορεί κάποιος να την παρατηρήσει-σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- και σε άλλα ευρωπαϊκά αντιφασιστικά κινήματα, και ο στόχος της πρωτοβουλίας μας είναι να επικεντρωθούμε σ’ αυτήν. Λόγω της επικρατούσας πολιτικής μνήμης στην Ευρώπη, αυτή ακριβώς η κοινωνική/σοσιαλ-επαναστατική ή χειραφετητική πτυχή της αντίστασης τείνει να αποδυναμωθεί ή να ενταχθεί στον λόγο περί ενός καταστροφικού ολοκληρωτισμού, και να περιοριστεί ο απελευθερωτικός αγώνας σε έναν αγώνα μόνο για εθνική ανεξαρτησία.

Τα κοινωνικά στοιχεία της αντιφασιστικής αντίστασης πρέπει να μεταφερθούν στη σημερινή εποχή. Αυτό φαίνεται ότι το κατανοούν ακόμα και κάποιοι αριστεροί δρώντες. Υπάρχουν θετικά παραδείγματα;

 

Το τελευταίο γίνεται ακόμη και από ορισμένους ηθοποιούς της αριστεράς. Υπάρχουν θετικά παραδείγματα;

Πρέπει να τα αναδείξουμε περισσότερο αυτά τα στοιχεία. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους οργανώσαμε αυτό το συνέδριο. Ο Κλάους Σουνεμπέργκερ του Πανεπιστημίου του Κλάγκενφουρτ/Σελόβετς επινόησε έναν ενδιαφέροντα όρο: «χειραφετητική μνήμη». Πρέπει να διευκρινίσουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας νομίζω ότι πρέπει επίσης να θέσουμε ερωτήματα όπως: «Ποιες ήταν οι συνθήκες που επέτρεψαν στον φασισμό να ισχυροποιηθεί;», «Πώς αυτό σχετίζεται με τον ταξικό ανταγωνισμό;», «Πώς οι φασίστες κατάφεραν να παραλύσουν το εργατικό κίνημα και μάλιστα να κερδίσουν κάποια τμήματά του;», «Πώς είναι σήμερα σε θέση να αξιοποιούν την αυταρχική έλξη του νεοφιλελευθερισμού και να βρίσκονται στην κορυφή του νεοφιλελεύθερου κύματος;» και, τέλος, «Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την έλλειψη κατανόησης που δημιουργεί το ηγεμονικό καθεστώς μνήμης;». Αυτά τα εμπόδια μπορούν να αρθούν μόνο όταν οι άνθρωποι καταφέρουν να δουν καθαρά αυτά που συμβαίνουν στους τόπους που ζουν. Και αν στη συνέχεια μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε μια σύνδεση όλων αυτών με τα κοινωνικά στοιχεία της αντίστασης που έχουν μεταφερθεί στη σημερινή εποχή- με τις τρέχουσες κοινωνικές, πολιτιστικές και ιδεολογικές μάχες – θα καταφέρουμε να συμμετάσχουμε σε μια κοινωνικοπολιτική συζήτηση που θα δημιουργήσει νέες δυνάμεις και μια νέα δημιουργικότητα. Οι σύγχρονες κοινωνικές πτυχές της αντιφασιστικής αντίστασης είναι αναμφίβολα ο αγώνας για την προστασία του πλανήτη από τους επικίνδυνους καπιταλιστικούς τρόπους ζωής και παραγωγής που απειλούν τις κοινωνίες μας, το περιβάλλον μας – στην πραγματικότητα, ολόκληρο τον πολιτισμό μας. Αυτή η απειλή συνδέεται με έναν αυξανόμενο νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό που ανοίγει το δρόμο στο νεοφασισμό, ενώ παράλληλα αποδιαρθρώνει την αστική δημοκρατία, με την κυριαρχία τεράστιων εταιρειών που έχουν τις ζωές των ανθρώπων στα χέρια τους, και με την ενίσχυση του ρατσισμού και άλλων μορφών διακρίσεων-όλα αυτά συναντούν την αντίσταση μεγάλων τμημάτων της σημερινής νεολαίας.

Αναφέρατε ότι θέλατε επίσης να εξετάσετε τις αδυναμίες των αριστερών παρεμβάσεων στις πολιτικές μνήμης. Ποιες ακριβώς αδυναμίες έχετε εντοπίσει;

Η μεγαλύτερη αδυναμία, τουλάχιστον στην Αυστρία, είναι ότι οι προσπάθειες που έχουν γίνει για να βελτιωθεί ο αντίκτυπος των αριστερών πολιτικών μνήμης στην κοινωνία είναι ανεπαρκείς. Με άλλα λόγια, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να βγούμε έξω από την περιβόητη αριστερή φούσκα και οι δράσεις μας να έχουν αντίκτυπο σε ευρύτερες κοινωνικές δομές. Για παράδειγμα, αυτό θα μπορούσε να γίνει με την γνωστοποίηση στον κόσμο των μικρότερων πράξεων αντίστασης. Και, όπως ανέφερα προηγουμένως, να συνδέσουμε την αντιφασιστική με την αντικαπιταλιστική κριτικής στον ευρύτερο δυνατό βαθμό. Αυτό το κάνουμε ήδη στις συζητήσεις που αφορούν τόσο τον ακροδεξιό εξτρεμισμό όσο και τον φιλελεύθερο αναθεωρητισμό.

Πώς σας φάνηκε το συνέδριο;

Ήταν συναρπαστικό γιατί αισθάνθηκα ότι ανταποκρινόταν σε μια ανάγκη που είχαν πολλοί από όσους συμμετείχαν σ’ αυτό. Τώρα ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να προσκαλέσουμε τις πολλές τοπικές ομάδες που εμπλέκονται σε πρωτοβουλίες οι οποίες αφορούν τις πολιτικές μνήμης να συνεργαστούν σε ένα κοινό διασυνοριακό σχέδιο της περιοχής των Άλπεων-Αδριατικής, που θα μεταφέρει την αντιφασιστική κληρονομιά της Ευρώπης στο κοινωνικό παρόν. Τα πρώτα ρεαλιστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν ήδη γίνει, και αν όλα πάνε καλά, σύντομα θα δούμε κάποια αποτελέσματα. Έχουμε ήδη μερικούς τίτλους εργασίας, όπως Cammino di liberazione – Wege der Befreiung [Μονοπάτια της απελευθέρωσης].