Η Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση ως δρόμος για την ειρήνη μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας

Image: DutchScenery via iStock

Ποια θα ήταν τα δυνητικά οφέλη για τη Ρωσία, αν η επίθεσή της στην Ουκρανία στεφόταν από επιτυχταν επιτυχία; Ο Γιούργκεν Κλούτε θέτει αυτό το ερώτημα προκειμένου να ρίξει μια άλλη ματιά στα αίτια του πολέμου και, ορμώμενος εξ αυτών, στους πιθανούς τρόπους για έναν ειρηνικό τερματισμό της σύγκρουσης που να διαρκέσει σε βάθος χρόνου,

Στις δημόσιες συζητήσεις γίνονται πολλές εικασίες σχετικά με τις φαντασιώσεις του Βλαντιμίρ Πούτιν για τη Μεγάλη Ρωσία. Δεν θα αρνηθώ ότι αυτές υπάρχουν στο μυαλό του. Αμφιβάλλω, όμως, αν αρκούν για να αρχίσει ένας πόλεμος. Κατά την άποψή μου, πρόκειται μάλλον για τις συνήθεις αφηγήσεις που χρησιμοποιούν οι πολέμαρχοι για να κάνουν τις δραστηριότητές τους ανεκτές σε εκείνους που διακινδυνεύουν την υγεία και τη ζωή τους προς όφελος κάθε πολεμοκάπηλου.

Ήθελε ο Πούτιν κάτι περισσότερο από το να «ανακτήσει» ένα έδαφος που ανήκει στη Ρωσία;

Τι θα κέρδιζε ο Πούτιν αν η εισβολή του στην Ουκρανία πετύχαινε τον στόχο της; Ή, για να το θέσω αλλιώς, μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια απτά και περισσότερο μακροπρόθεσμα συμφέροντα του Πούτιν ή της ρωσικής κυβέρνησης στην Ουκρανία, παράλληλα με τις μεγαλορωσικές φαντασιώσεις;

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι η Ουκρανία, πριν από τη ρωσική εισβολή, ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών στον κόσμο. Επιπλέον, η χώρα εξάγει και άλλα τρόφιμα, όπως σπέρματα ηλίανθου και ηλιέλαιο. Πριν από την εισβολή, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών ήταν η Ρωσία. Ρωσία και Ουκρανία μαζί, πραγματοποιούν περίπου το 28% των παγκόσμιων εξαγωγών σιτηρών.

Οι κύριοι αγοραστές των ρωσικών σιτηρών είναι η Αίγυπτος (περίπου 31 %) και η Τουρκία (περίπου 17 %).   Μικρότερες ποσότητες πηγαίνουν στη Νιγηρία, τη Σενεγάλη, το Σουδάν, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και την Υεμένη. Οι κύριοι αγοραστές των ουκρανικών σιτηρών είναι η Αίγυπτος (22 %) και η Ινδονησία (περίπου 19 %). Αλλά και η Ουκρανία προμηθεύει με σιτηρά την Τουρκία (6,3 %), ενώ εξάγει και μικρότερες ποσότητες στο Ισραήλ, στο Μαρόκο και στην Τυνησία.

Όποιος ελέγχει την Ουκρανία είναι φυσικό να ελέγχει και την ουκρανική γεωργία. Η παγκόσμια σημασία της ουκρανικής παραγωγής σιτηρών έγινε ευρύτερα φανερή πέρυσι, κατά την διάρκεια του προσωρινού μποϊκοτάζ της εξαγωγής σιτηρών από τα ουκρανικά λιμάνια. Με την αρπαγή της ουκρανικής γεωργίας, η Ρωσία θα ενίσχυε σημαντικά το ρόλο της ως ο μεγαλύτερος παραγωγός και εξαγωγέας σιτηρών στον κόσμο. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το προαναφερθέν 28% των παγκόσμιων εξαγωγών αυτών των προϊόντων θα γινόταν μόνο από τη Ρωσία. Να σημειωθεί ότι παγκοσμίως, το σιτάρι θεωρείται το σημαντικότερο από όλα τα βασικά είδη διατροφής. Η Ρωσία δεν θα είχε μόνο αποκτήσει μια πρόσθετη πηγή εισοδήματος, αλλά ως μακράν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας θα είχε τον αποφασιστικό λόγο ως προς το πόση θα ήταν η εξαγόμενη ποσότητα σιτηρών, σε ποιες χώρες θα εξάγονταν και ποια θα ήταν η τιμή τους. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αισθητή αύξηση της ρωσικής πολιτικής επιρροής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πολιτική επιρροή δεν προκύπτει μόνο από την στρατιωτική ισχύ, αλλά (εκτός από τη βιομηχανική παραγωγή και τις επιδόσεις στην επιστήμη και την έρευνα) και από τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής προϊόντων διατροφής.

Πολύ λιγότερο συζητήθηκαν τα κοιτάσματα πρώτων υλών στην Ουκρανία. Αυτό δεν αφορά μόνο τα γνωστά κοιτάσματα άνθρακα στην ουκρανική επαρχία του Ντονμπάς. Όπως ανακαλύφθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια, στο ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας υπάρχουν τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρώπη, γεγονός που καθιστά την Ουκρανία, όπως έγραψε το  n-tv στις 29.09.2022, πιθανή σημαντική ανταγωνίστρια της Ρωσίας στην προμήθεια της Ευρώπης με φυσικό αέριο.

Όμως, υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέροντα κοιτάσματα πρώτων υλών στην Ουκρανία, ορισμένα από τα οποία δεν έχουν ακόμη αξιοποιηθεί αν και έχουν μεγάλη σημασία για την ενεργειακή μετάβαση. Η Washington Post το επισημαίνει αυτό στο άρθρο της με τίτλο: «Στον πόλεμο της Ουκρανίας, γίνεται μάχη για τον ορυκτό και ενεργειακό πλούτο του έθνους». Οι συγγραφείς Άντονι Φαγιόλα και Ντάλτον Μπένετ γράφουν: «Το Κρεμλίνο στερεί από αυτό το έθνος (σημείωση του συντάκτη: από την Ουκρανία) τα δομικά στοιχεία της οικονομίας του – τους φυσικούς του πόρους». Λίγες γραμμές πιο κάτω, οι συγγραφείς αναφέρουν ότι η αξία των αποθεμάτων τιτανίου και σιδηρομεταλλεύματος της Ουκρανίας, των ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων λιθίου και των τεράστιων κοιτασμάτων άνθρακα (από τα μεγαλύτερα στον κόσμο) ανέρχεται σε αρκετά τρισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, από το καλοκαίρι του 2022, η Ρωσία έχει υπό τον έλεγχό της το 63% των αποθεμάτων άνθρακα της Ουκρανίας, το 11% των αποθεμάτων πετρελαίου, το 20% των αποθεμάτων φυσικού αερίου, το 42% των μετάλλων και το 33% των κοιτασμάτων σπάνιων γαιών και άλλων σημαντικών ορυκτών, συμπεριλαμβανομένου του λιθίου. Συνεπώς, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είχε άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ευρώπης. Αυτό επηρεάζει όχι μόνο τον τρέχοντα ενεργειακό εφοδιασμό, αλλά και τη μελλοντική φιλική προς το κλίμα παραγωγή ενέργειας, η οποία βασίζεται σε ορυκτά όπως το λίθιο και άλλα στοιχεία των λεγόμενων σπάνιων γαιών. Επιπλέον, όπως επίσης αναφέρουν οι Φαγιόλα και Μπένετ, εξ αιτίας του πολέμου έχουν σταματήσει τα σχέδια των δυτικών εταιρειών εξόρυξης για την αξιοποίηση αυτών των κοιτασμάτων.

Είναι ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας ένας πόλεμος που σχετίζεται με την ενεργειακή μετάβαση;

Θα μπορούσε το ενδιαφέρον της Ρωσίας να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτούς τους γεωργικούς και ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας να αποτελεί μια σοβαρή αιτία του πολέμου εναντίον της γειτονικής της χώρας; Κατά τη γνώμη μου, ο πυρήνας της απάντησης βρίσκεται αφενός στη δομή της ρωσικής οικονομίας, η οποία βασίζεται στον εξορυκτισμό, δηλαδή στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και ορυκτών πόρων, και αφετέρου στην ενεργειακή μετάβαση που προωθεί η ΕΕ, μια μετάβαση που θα αποσαρθρώσει τη βάση της ρωσικής οικονομίας. Η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ορυκτών καυσίμων στον κόσμο. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα taz τον περασμένο Απρίλιο , ο Ρώσος ειδικός σε θέματα ενέργειας Μιχαήλ Κρουτίτσιν εκτίμησε ότι οι εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσίας καλύπτουν το 60% του συνολικού εισοδήματος της ρωσικής οικονομίας και περίπου το 1/3 του κρατικού προϋπολογισμού, γεγονός που δείχνει πόσο εξαρτημένη είναι αυτή η χώρα από τις συγκεκριμένες εξαγωγές. Επομένως, μια γρήγορη κατάργηση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων σε επίπεδο ΕΕ ή παγκοσμίως θα είχε εκτεταμένες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για τη Ρωσία.

Ο Στέφαν Σουλτς είχε ήδη αναφερθεί στο ζήτημα των γεωπολιτικών και οικονομικών επιπτώσεων που ενδέχεται να έχει η ενεργειακή μετάβαση σε ένα λεπτομερές άρθρο του στο περιοδικό Spiegel, τον Σεπτέμβριο του 2019. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, η ενεργειακή μετάβαση θα αλλάξει ριζικά τις προηγούμενες γεωπολιτικές και παγκόσμιες οικονομικές δομές. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Ρωσία, αλλά για όλες τις χώρες η οικονομία των οποίων βασίζεται κυρίως στην εξαγωγή ορυκτών καυσίμων

Λίγες ημέρες μετά από αυτό το άρθρο, το Spiegel δημοσίευσε συνέντευξη του Κρουτίτσιν, το όνομα του οποίου αναφερόταν επίσης στο άρθρο της DF. Στη συνέντευξη αυτή, ο Ρώσος ειδικός τόνιζε για άλλη μια φορά με μεγαλύτερη σαφήνεια την επικριτική άποψη της ρωσικής κυβέρνησης για την ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ και την πρόθεση του Πούτιν να αναγκάσει την ΕΕ να αναβάλει τη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εκβιάζοντάς την με την απειλή ότι θα σταματήσει τις παραδόσεις σ’ αυτήν φυσικού αερίου.

Εν τω μεταξύ, η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) δήλωσε ότι, σύμφωνα με τελευταίες μελέτες, η απεξάρτηση από τον άνθρακα πρέπει να επιτευχθεί ακόμη ταχύτερα από τότε που είχε προηγουμένως υπολογιστεί ότι πρέπει να συμβεί προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 1,5 βαθμού της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Σύμφωνα μ’ αυτές τις μελέτες, οι εκπομπές CO2 πρέπει το 2030 να έχουν μειωθεί στο μισό.  Αυτή η δυσοίωνη διαπίστωση περιέχεται σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στην αυστριακή εφημερίδα Der Standard στις 08.02.2023 Σύμφωνα με αυτό, κατά τη διάρκεια της τελευταίας μεσοπαγετώδους περιόδου οι παγκόσμιες μέσες θερμοκρασίες κυμαίνονταν «μόνο» μεταξύ 0,5 και 1,5 βαθμών Κελσίου, υψηλότερες από ό,τι την εποχή πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά παρά το γεγονός ότι αυτά τα επίπεδα κλιματικής θέρμανσης ήταν χαμηλότερα από τα σημερινά ολόκληρο το κάλυμμα του πάγου της Αρκτικής έλιωσε εντελώς. Τα πορίσματα των κλιματικών ερευνών συγκλίνουν στην άποψη ότι για να διατηρηθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε ένα επίπεδο ανεκτό για τον άνθρωπο πρέπει να επιταχυνθεί σημαντικά η απαλλαγή της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα.

Αυτό αυξάνει για άλλη μια φορά την πίεση για αλλαγή στην πολιτική των κρατών οι οικονομίες των οποίων βασίζονται ουσιαστικά στην εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων. Τουλάχιστον το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών έχει αντιληφθεί το πρόβλημα και, την περίοδο που αναμενόταν η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, είχε προτείνει στη Ρωσία να συνεργαστεί με τη Γερμανία για την παραγωγή και την προμήθεια υδρογόνου προκειμένου να σωθεί από την οικονομική κατάρρευση και να αποκτήσει νέες προοπτικές για το μέλλον της μετά το τέλος της χρήσης των ορυκτών καυσίμων.

Μια «ειρήνευση μέσω της μεταφοράς πλούτου» φαίνεται μη ρεαλιστική στην περίπτωση της Ρωσίας

Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας μπορεί επίσης να ερμηνευθεί ως πόλεμος για την ενεργειακή μετάβαση. Αυτήν τη θέση την υποστηρίζει εμμέσως ο πολιτικός επιστήμονας Χέρφρινγκ Μύνκλερ. Στο άρθρο του “Von Putin bis Erdoğan: Wie pazifiziert man die Revisionisten? Die Rückkehr der Geopolitik nach Europa” («Από τον Πούτιν στον Ερντογάν: Ερντογάν: Πώς να ειρηνεύσει κανείς τον αναθεωρητισμό. Η επιστροφή της γεωπολιτικής στην Ευρώπη»], που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2023 του περιοδικού Blätter  für  deutsche  und  internationale  Politik, διερευνά το ζήτημα της πολιτικής αντιμετώπισης των αυταρχικών καθεστώτων, ώστε να αποφεύγονται όσο το δυνατόν περισσότερο οι ένοπλες συγκρούσεις. Ο Μύνκλερ αναφέρεται σε τρεις στρατηγικές επίλυσης, η πρώτη από τις οποίες σχετίζεται με το δικό μας πλαίσιο: την ειρήνευση μέσω της μεταφοράς πλούτου. Το σημείο εκκίνησης της ανάλυσής του είναι ότι ολόκληρη η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας είναι μια περιοχή κρίσης. Θεωρεί ότι ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η διάλυση, με το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, της ρωσικής τσαρικής αυτοκρατορίας και της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τον Μύνκλερ, ένας τρόπος για να μειωθούν οι κοινωνικές εντάσεις που προκύπτουν από την απώλεια του παλαιού μεγαλείου, της σημασίας και της ευημερίας κάποιων χωρών και από τη νοσταλγία για τις εξαφανισμένες «χρυσές» εποχές είναι η ενσωμάτωση των διάδοχων κοινωνιών, με τη μεταφορά πλούτου σ’ αυτές και τη συμμετοχή τους στην οικονομική ανάπτυξη, κατά τρόπο που η ευημερία του παρόντος να επισκιάζει τις μνήμες του «ένδοξου παρελθόντος».

Λίγο παρακάτω ο Μύνκλερ εξηγεί το επιχείρημά του: «Η μεταφορά πλούτου συμβάλλει στην οικονομική αλληλεξάρτηση. Έτσι, είναι προφανές ότι για να κάνουμε τη Ρωσία, που σήμερα είναι ο σημαντικότερος φορέας του ιστορικού αναθεωρητισμού, μια ειρηνική χώρα πρέπει να αγοράζουμε τους ενεργειακούς πόρους και τις πρώτες ύλες της, που μπορούν να μεταφέρονται μέσω αγωγών με φθηνότερο και πιο οικολογικά βιώσιμο τρόπο από ό,τι μέσω άλλων οδών μεταφοράς. Ως αντάλλαγμα, πρέπει να δοθούν στη Ρωσία προηγμένες τεχνολογίες, οι οποίες επίσης θα συμβάλουν στη μεταφορά πλούτου προς αυτήν.

Ο βραχυπρόθεσμος μετασχηματισμός της ρωσικής οικονομίας, που απαιτεί η ταχεία κατάργηση της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα σύμφωνα με την πολιτική για το κλίμα, δεν είναι ρεαλιστικός.

Είναι προφανές ότι η ενεργειακή μετάβαση της ΕΕ θα κλονίσει τα θεμέλια της έννοιας τής «ειρήνευσης μέσω της μεταφοράς πλούτου» που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα, την οποία περιγράφει ο Μύνκλερ και η οποία εφαρμόζεται με επιτυχία επί πολλές δεκαετίες. Επιπλέον, η σημερινή Ρωσία δεν διαθέτει μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία που θα μπορούσε να βοηθήσει μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνίας να επωφεληθούν από τη μεταφορά πλούτου. Αντ’ αυτού, τη μεταφορά πλούτου την έχει οικειοποιηθεί μια μικρή οικονομική ελίτ.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, σήμερα η Ρωσία κυριαρχεί στη Ρωσική Ομοσπονδία και χρησιμοποιεί τη στρατιωτική της ισχύ για να διατηρεί υπό τον έλεγχό της τις εστίες συγκρούσεων, ενώ είναι στρατιωτικά ενεργή (τουλάχιστον εμμέσως) τόσο στη Συρία όσο και στην Αφρική. Ο Κρουτίτσιν επισημαίνει ότι περίπου το ένα τρίτο των ρωσικών κρατικών εσόδων προέρχεται από την εξαγωγή ορυκτών καυσίμων. Συνεπώς, η κατάρρευση αυτών των εσόδων εξ αιτίας της ταχείας εξόδου της παγκόσμιας οικονομίας από την παραγωγή ενέργειας που προέρχεται από ορυκτά καύσιμα θα είχε και αυτή αρνητικές συνέπειες για τις πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες της Ρωσίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στο ρωσικό κράτος μπορεί επίσης να κατανοηθεί ως προσπάθεια αντιστάθμισης των απωλειών από τις συνέπειες της ενεργειακής μετάβασης της ΕΕ. Η εξασφάλιση του ελέγχου των ορυκτών πόρων που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση παρέχει αφενός νέες πηγές εσόδων και αφετέρου επιρροή στην υλοποίηση, την οργάνωση ή και την καθυστέρηση της ενεργειακής μετάβασης. Επιπλέον, η Ουκρανία θα μπορούσε επίσης να γίνει, λόγω των ηλιόλουστων περιοχών της, παραγωγός πράσινου υδρογόνου.

Η Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση ως πιθανή προοπτική για διαρκή ειρήνη

Επί του παρόντος, ο ρωσικός πόλεμος κατά της Ουκρανίας ωθεί το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη στο περιθώριο, αν και αυτός ο πόλεμος την αυξάνει ακόμα περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη αύξηση της θερμοκρασίας παραμένει το πιο πιεστικό σημερινό πρόβλημα. Δεν γνωρίζει εθνικά σύνορα. Και θα μπορέσει να σταματήσει μόνο αν καταφέρουμε από κοινού να υπερβούμε τα υφιστάμενα εθνικά σύνορα και τις συγκρούσεις.

Η διαρκής ειρήνη μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά και η ειρήνευση της ευρύτερης περιοχής γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα και μέχρι τη Μέση Ανατολή, απαιτεί μια ελκυστική και ρεαλιστική προοπτική. Μια τέτοια προοπτική θα μπορούσε να είναι η Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση. Αυτή θα περιλαμβάνει περισσότερες χώρες από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά η πολιτική της ολοκλήρωση θα είναι πολύ μικρότερη. Θα άνοιγε την πόρτα σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Νορβηγία, αλλά και στην Ουκρανία και τη Ρωσία, καθώς και, κατ’ αρχάς, στην Τουρκία και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες σήμερα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξαγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Οι χώρες αυτές χρειάζονται επίσης μια οικονομική προοπτική για την περίοδο μετά την ενεργειακή μετάβαση. Θα είχε επίσης νόημα να επεκταθεί σε όλες τις χώρες που συνορεύουν με τη Μεσόγειο. Το θέμα των ενεργειακών συμπράξεων με αφρικανικά κράτη είναι ήδη στην ατζέντα της ΕΕ.

Το κύριο καθήκον και αντικείμενο της ευρωπαϊκής ενεργειακής μετάβασης πρέπει να είναι η υλοποίηση της γενικότερης ενεργειακής μετάβασης με στόχο την αναχαίτιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Μέχρι στιγμής, οι επιστήμονες έχουν επανειλημμένως επισημάνει ότι μια συνθήκη ειρήνης, προκειμένου να διαρκέσει, πρέπει να τίθεται υπό την εγγύηση προστάτιδων δυνάμεων. Αυτό συνήθως γίνεται με στρατιωτικά μέσα, κάτι που συνδέεται όμως με τον κίνδυνο, σε περίπτωση παραβίασης της συνθήκης, οι προστάτιδες δυνάμεις να παρασυρθούν άμεσα σε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας ή ενδεχομένως και εναντίον της Ουκρανίας.

Από την άλλη πλευρά, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας και της Ρωσίας σε μια Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση θα ήταν μια ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα πολιτικό πλαίσιο εγγύησης για την τήρηση της συνθήκης ειρήνης.

Τόσο η Ρωσία όσο και η Ουκρανία διαθέτουν εκείνους τους σημαντικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την τεχνική υλοποίηση μιας ενεργειακής μετάβασης. Συνεπώς, μια Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση θα πρόσφερε και στις δύο χώρες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης που δεν θα βασιζόταν στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

Ποιο είναι το όφελος για τη Ρωσία μιας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης;

Το μόνο ερώτημα που απομένει είναι ποιο μπορεί να είναι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Ρωσίας από μια Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση. Κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια πειστική απάντηση σ’ αυτό: η αντιμετώπιση της τεράστιας μείωσης του μόνιμου στρώματος πάγου της Ρωσίας, το οποίο σιγά-σιγά εξαφανίζεται. Από τη μία πλευρά, αυτή η «απόψυξη» θα απελευθέρωνε τεράστιες ποσότητες αερίων που βλάπτουν το κλίμα και έτσι θα επιταχυνόταν ακόμα περισσότερο η υπερθέρμανση του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, οι υποδομές των περιοχών του μόνιμου πάγου δεν είναι σχεδιασμένες για μη παγωμένα εδάφη.  Αυτό σημαίνει ότι η απόψυξη των εδαφών θα προκαλούσε τεράστιες ζημιές και θα συνεπαγόταν ένα εξαιρετικά υψηλό κόστος για τη Ρωσία. Τα χειρότερα μπορούν, έστω και τώρα, να αποφευχθούν. Αυτό θα ήταν προς το συμφέρον της Ρωσίας, αλλά και της Ουκρανίας, και συνολικά της Ευρώπης. Μετά από ένα χρόνο πολέμου, ούτε η Ρωσία ούτε η Ουκρανία είναι σε θέση να εφαρμόσουν και να χρηματοδοτήσουν την ενεργειακή μετάβαση που είναι απαραίτητη γι’ αυτές τις δύο χώρες. Στο πλαίσιο μιας Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Ένωσης, ωστόσο, και οι δύο χώρες θα είχαν την ευκαιρία να κάνουν κάποια βήματα για την πραγματοποίησή της∙ η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει τους ίδιους πόρους της στο πλαίσιο μιας Ενεργειακής Ένωσης για να χρηματοδοτήσει την ενεργειακή μετάβαση, αντί της παράδοσης όπλων που κάνει σήμερα η οποία βλάπτει το κλίμα. Αλλά και τα κράτη της Μέσης Ανατολής θα είχαν επίσης μια προοπτική ανάπτυξης των οικονομιών τους που δεν θα στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα.

Ο δρόμος για την ειρήνευση στον 21ο αιώνα δεν περνά πλέον από τη μεταφορά πλούτου, αλλά από την κοινή καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη – με άλλα λόγια περνάει μέσα από μια Ενεργειακή Ένωση.

*Αυτό το άρθρο βασίζεται σε ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του συγγραφέα και του Χέλμουτ Σολτς, ευρωβουλευτή του κόμματος Ντι Λίνκε.