Η πιο αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη ηττήθηκε από έναν δεξιό συνασπισμό

Η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση συνασπισμού της Νορβηγίας, της οποίας η πολιτική πλατφόρμα, όταν πήρε την εξουσία το 2005, θεωρήθηκε η πιο προοδευτική στην Ευρώπη, βίωσε πικρή ήττα στις βουλευτικές εκλογές της χώρας στις 9 Σεπτεμβρίου. Ένας συνασπισμός τεσσάρων κεντροδεξιών και δεξιών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου ενός δεξιού λαϊκιστικού κόμματος, εξασφάλισε ισχυρή πλειοψηφία και πλέον διαπραγματεύεται το πολιτικό πλαίσιο της νέας κυβέρνησης.

Οι εξελίξεις αυτές πραγματοποιήθηκαν σε μια στιγμή που τα έσοδα από το πετρέλαιο εισρέουν στα δημόσια ταμεία, η οικονομική κρίση περνάει σχεδόν απαρατήρητη, το ποσοστό ανεργίας καταγράφει χαμηλό ρεκόρ, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται σταδιακά εδώ και αρκετό καιρό και το μεγαλύτερο μέρος του κράτους πρόνοιας παραμένει ανέπαφο. Με λίγα λόγια, η Νορβηγία, με την αφθονία πόρων πετρελαίου και φυσικού αερίου της και μια ιστορία δημοκρατίας και κοινωνικής ισότητας, συνιστά μια τυχερή παγκόσμια εξαίρεση. Πώς μπόρεσε λοιπόν μια κοκκινοπράσινη κυβέρνηση να χάσει τις εκλογές μέσα σε τέτοιες συνθήκες;

Τι συνέβη;

Ας θυμηθούμε πρώτα τι συνέβη. Η ηττημένη κυβέρνηση στηριζόταν από τρία πολιτικά κόμματα (σε παρένθεση τα ποσοστά τους στις πρόσφατες εκλογές και η διαφορά από το 2009): το Εργατικό Κόμμα (30,8%, -4,5), το Σοσιαλιστικό Αριστερό κόμμα (4,1%, -2,1)και το Κεντρώο Κόμμα (με δυνάμεις κυρίως στον αγροτικό κόσμο) (5,5%, -0,7). Η συμμαχική αυτή κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαδρομή της το 2005 και συνέχισε μετά τις εκλογές του 2009. Η αντιπολίτευση, από την άλλη πλευρά, αποτελούνταν (εκ δεξιών προς το κέντρο) από το Προοδευτικό Κόμμα (16,3%, -6,6), το Συντηρητικό Κόμμα (26,8%, +9,6), το Φιλελεύθερο Κόμμα (5,2%, +1,4) και τους Χριστιανοδημοκράτες (5,6%, -0,0).

Νικητής των εκλογών του Σεπτεμβρίου ήταν λοιπόν το Συντηρητικό Κόμμα, που για τακτικούς λόγους είχε αμβλύνει τη ρητορική του, ιδίως απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπως είχαν επιτυχώς κάνει και οι Σουηδοί Συντηρητικοί στις δικές τους εκλογές πριν από λίγο καιρό, χωρίς όμως να αμβλύνουν και την πολιτική τους μετά τη νίκη τους. Η κατάσταση πλέον στη νορβηγική Βουλή έχει ως εξής: τα τέσσερα κεντροδεξιά κόμματα έχουν 96 βουλευτές, η κοκκινοπράσινη συμμαχία 72, ενώ στη βουλή μπήκε και το Πράσινο Κόμμα με έναν βουλευτή. Το Κόκκινο Κόμμα δεν κατάφερε να κερδίσει έδρα.

Παρότι υπάρχουν ισχυρές αντιφάσεις στο εσωτερικό του κεντροδεξιού συνασπισμού – ιδίως ανάμεσα στο Προοδευτικό Κόμμα από τη μια πλευρά και στους Χριστιανοδημοκράτες και το Φιλελεύθερο Κόμμα από την άλλη. Ωστόσο, και τα τέσσερα αυτά κόμματα έχουν δεσμευτεί προεκλογικά ότι θα συνεργαστούν, επομένως σίγουρα θα σχηματίσουν κυβέρνηση.

Το υπόβαθρο

Για να κατανοήσουμε τι συνέβη στις φετινές εκλογές είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το υπόβαθρο της απερχόμενης κοκκινοπράσινης κυβέρνησης. Πρέπει να γυρίσουμε στην περίοδο 2000-2001, όταν το Εργατικό Κόμμα, με πρωθυπουργό τον Γιενς Στόλτενμπεργκ, ηγείτο μιας κυβέρνησης μειοψηφίας. Αυτή η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα εκτενές πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης, καθώς και άλλες πολιτικές του λεγόμενου «τρίτου δρόμου» εμπνευσμένες από τον Τόνι Μπλερ, οι οποίες την έκαναν αντιδημοφιλή στους παραδοσιακούς της ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα ήταν οι καταστροφικές εκλογές του 2001, κατά τις οποίες το Εργατικό Κόμμα κέρδισε μόνο το 24% των ψήφων, ποσοστό χαμηλότερο όλων των βουλευτικών εκλογών από το 1924, και σχηματίστηκε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση.

Η νέα αυτή κατάσταση έδωσε την ευκαιρία σε μεγάλα τμήματα του συνδικαλιστικού κινήματος και σε άλλες προοδευτικές δυνάμεις να παρέμβουν. Σχηματίστηκε ένας ευρύς συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων, ιδίως του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο υπό την πίεση πολλών τοπικών συνδικάτων έπαιξε έναν περισσότερο ενεργό και προοδευτικό πολιτικό ρόλο. Εν συντομία, αυτές οι δυνάμεις έσπρωξαν το Εργατικό Κόμμα προς τα αριστερά και, για πρώτη φορά στην ιστορία του, σε έναν συνασπισμό με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα και το Κεντρώο Κόμμα. Υπό την πίεση των ίδιων δυνάμεων τα τρία αυτά κόμματα έκαναν, το 2005, μια προεκλογική εκστρατεία βασισμένη σε μια πλατφόρμα κατά των ιδιωτικοποιήσεων, κέρδισαν τις εκλογές και σχημάτισαν κυβέρνηση με βάση το πιο προοδευτικό πολιτικό πρόγραμμα στην Ευρώπη (παρόλο που ο πολιτικός ανταγωνισμός στη Νορβηγία δεν είναι πολύ σκληρός).

Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα βασικά στοιχεία που συνέβαλαν σε αυτή την επιτυχία:

1. Εστίαση σε εναλλακτικές αναλύσεις – ένα σύστημα κριτικής θέασης των τρεχουσών εξελίξεων.

2. Οικοδόμηση νέων, ευρειών και μη παραδοσιακών συμμαχιών.

3. Ανάπτυξη απτών εναλλακτικών προτάσεων στις ιδιωτικοποιήσεις και στην υποταγή στην αγορά.

4. Μετατροπή των συνδικάτων σε πιο ανεξάρτητους πολιτικούς φορείς.

Μεταξύ άλλων, η Νορβηγική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (LO), για πρώτη φορά στην ιστορία της, παρακίνησε το λαό να ψηφίσει «ένα από τα κοκκινοπράσινα κόμματα» και όχι μόνο το Εργατικό Κόμμα, όπως ήταν ο κανόνας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όλα αυτά συνέβαλαν στην πόλωση της εκλογικής εκστρατείας μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, κάτι που έθεσε στο λαό πιο ξεκάθαρες εναλλακτικές επιλογές και βοήθησε στην κινητοποίησή του υπέρ μιας προοδευτικής αλλαγή.

Η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση του 2005 ξεκίνησε εφαρμόζοντας προοδευτικές πολιτικές. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου και τη μείωση της πίεσης από το κίνημα η κυβέρνηση άρχισε να επιστρέφει στις πολιτικές θέσεις του παγκόσμια κυρίαρχου ρεύματος, σε αντίθεση με τον νέο δρόμο που είχε υποσχεθεί. Παρότι μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος ανεξαρτητοποιήθηκε σε κάποιο βαθμό πολιτικά από το Εργατικό Κόμμα, άλλα τμήματά του παρέμειναν αφοσιωμένα σ’ αυτό με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εναντιωθούν στη «δική τους» κυβέρνηση και να της ασκήσουν πίεση όταν οι προνοιακές παροχές εξασθένιζαν ή προσανατολίζονταν προς την αγορά. Το συνδικαλιστικό κίνημα απέτυχε, με άλλα λόγια, να αλλάξει σε αντιπολίτευση προς το Εργατικό Κόμμα, κάτι που συνέβαλε πιθανότατα στην ήττα της κοκκινοπράσινης κυβέρνησης στις τελευταίες εκλογές, καθιστώντας το συνυπεύθυνο.

Οι ρίζες της δυσαρέσκειας

Γιατί, λοιπόν, όλο και περισσότεροι κοκκινοπράσινοι ψηφοφόροι δυσαρεστούνταν με τη «δική τους» κυβέρνηση; Αιτία δεν ήταν κυρίως οι μισθοί, το εισόδημα ή οι υλικές συνθήκες ζωής (εκτός από τις τιμές των ενοικίων, που εκτοξεύτηκαν, δυσκολεύοντας όλο και περισσότερο τους νέους να αποκτήσουν σπίτι), αλλά πρωτίστως οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας (όχι όμως καθ’ ολοκληρία, αφού υπήρξαν σίγουρα αντίθετες τάσεις). Αυτοί που μοχθούν και κοπιάζουν περισσότερο δεν αισθάνθηκαν ότι εκπροσωπούνταν από κάποιον στο εσωτερικό της κοκκινοπράσινης συμμαχίας. Ακριβώς το αντίθετο, μάλλον, καθώς παρά την πίεση των συνδικάτων δεν προωθήθηκαν σημαντικά μέτρα κατά του κοινωνικού ντάμπινγκ.

Η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με πολιτικές εμπνευσμένες από τη Νέα Δημόσια Διοίκηση προκάλεσε αυξανόμενη απογοήτευση και δυσαρέσκεια, με προεξάρχουσα μια αντιδημοφιλή μεταρρύθμιση της νοσοκομειακής περίθαλψης. Δημιουργήθηκε μια κουλτούρα καχυποψίας ως αποτέλεσμα του μοντέλου της διοίκησης βάσει στόχων, που εφαρμόστηκε, το οποίο συνοδεύτηκε από αυξημένο έλεγχο από τα πάνω, όλο και πιο λεπτομερείς αναφορές, συγκέντρωση της εξουσίας με ταυτόχρονη αποκέντρωση της ευθύνης, μικρότερη επιρροή και έλεγχο κάθε υπαλλήλου στην εργασία του και αυξημένες απαιτήσεις για αφοσίωση στη διοίκηση.

Σε μεγάλα τμήματα τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα ο αυξημένος ανταγωνισμός, ο κατακερματισμός των επιχειρήσεων, οι υπεργολαβίες και η αυξανόμενη επιρροή πιο επιθετικών επενδυτών συνέβαλαν στην αύξηση της έντασης της εργασίας σε επίπεδο σχεδόν αφόρητο για πολλούς εργαζόμενους. Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα ισχυρή εκεί που τα συνδικάτα είναι αδύναμα, καθώς και όπου οι εργοδότες, μέσω υπεργολαβιών, ανάθεσης έργων μέσω της υποβολής ανταγωνιστικών προσφορών και αυξανόμενης χρήση εργαζομένων με καθεστώς προσωρινής απασχόλησης, μπόρεσαν όχι μόνο να αποδυναμώσουν τα συνδικάτα, αλλά ακόμα και να απαλλαγούν από αυτά. Η αυξανόμενη αποκτήνωση της εργασίας δημιουργεί μια αίσθηση αδυναμίας, παραίτησης και ένα συναίσθημα ότι είσαι άχρηστος. Η επιθετικότητα και η δυσαρέσκεια που προέκυψαν από όλα αυτά στράφηκαν ευλόγως εναντίον των πολιτικών που ήταν στην εξουσία.

Τέλος, η εφαρμογή πολιτικής που συναρτούσε την παροχή προνοιακών επιδομάτων με την ανάληψη εκ μέρους των ανέργων οποιασδήποτε προσφερόμενης θέσης εργασίας (μια πολιτική που αφορά ιδίως τους πιο αδύναμους της αγοράς εργασίας) δεν εκλήφθηκε ως βοήθεια και υποστήριξη από ένα γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας, αλλά ως κατασταλτική και πειθαρχική τιμωρία. Ένα σημαντικό μέρος της ιδεολογίας πάνω στην οποία στηρίζεται η προαναφερθείσα προνοιακή πολιτική επαναφέρει τον αστικό ηθικισμό του τέλους του 19ου αιώνα, όταν τα κοινωνικά προβλήματα, η ανεργία και ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας θεωρούνταν ατομικά προβλήματα και η εργασιακή ηθική του ατόμου αποτελούσε το βασικό πρόβλημα.

Με την πάροδο του χρόνου η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση γνόταν επίσης όλο και πιο ασαφής σχετικά με την πολιτική της για τις ιδιωτικοποιήσεις και στην πράξη προώθησε μια εκτενή εμπορευματοποίηση των παιδικών σταθμών. Παράλληλα προχώρησε στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, αποδυναμώνοντάς το και εξατομικεύοντάς το, αποκλείοντας κάποιες χαμηλόμισθες ομάδες του πληθυσμού από την πρόωρη συνταξιοδότηση και μειώνοντας τις μελλοντικές συντάξεις των νεώτερων εργαζόμενων. Τόσο στην αλιεία όσο και στη γεωργία η κυβέρνηση ακολούθησε πολιτικές που συνέβαλαν στην εισαγωγή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας σε δύο τομείς οι οποίοι στο παρελθόν ήταν αυστηρά ρυθμιζόμενοι και συλλογικά οργανωμένοι μέσω ενώσεων παραγωγών.

Σε αντίθεση με προηγούμενες προεκλογικές εκστρατείες, αυτή τη φορά η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση δεν πρότεινε ούτε μία νέα προοδευτική μεταρρύθμιση που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τους υποστηρικτές της και να δημιουργήσει την αναγκαία υποστήριξη και τον ενθουσιασμό για μια νέα νίκη. Μεγάλο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος χρησιμοποίησε μάλιστα το εξαιρετικά αμυντικό σύνθημα «Η δεξιά εναλλακτική λύση είναι χειρότερη». Προσθέστε σε αυτό το γεγονός ότι η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση αναμείχθηκε σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους (Αφγανιστάν, Λιβύη) και ενίσχυσε τη συνεργασία της με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα –μια συνεργασία την οποία η κυβέρνηση με τις προγραμματικές της δηλώσεις το 2005 είχε υποσχεθεί να περιορίσει–, και μπορείτε να δείτε καθαρά το μοτίβο μιας κυβέρνησης που βήμα βήμα απομακρυνόταν από την προοδευτική πλατφόρμα της και σταδιακά γλιστρούσε προς κυρίαρχες, μετριοπαθείς νεοφιλελεύθερες θέσεις. Αυτός είναι ο λόγος που έχασε τις εκλογές, ή, για να το πούμε με άλλα λόγια, η κοκκινοπράσινη κυβέρνηση έπεσε θύμα του εαυτού της.

 

Ο χαρακτήρας του Προοδευτικού Κόμματος

Πολλοί σχολιαστές εκτός Νορβηγίας εξέφρασαν την έκπληξή τους για το γεγονός ότι το πρώην κόμμα του τρομοκράτη Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, το Προοδευτικό Κόμμα της Προόδου, θα μετέχει στη νέα κυβέρνηση, δυο χρόνια μόνο μετά τη μαζική δολοφονία από τον Μπρέιβικ 69 νέων σοσιαλδημοκρατών. Αν και ο Μπρέιβικ είχε υπάρξει μέλος της Νεολαίας του, το Προοδευτικό Κόμμα δεν κατηγορήθηκε εντός της χώρας για τις απόψεις και τις πράξεις του. Η ακραία ιδεολογία που εξέφρασε ο Μπρέιβικ με το μανιφέστο του, και κυρίως μέσω των φρικτών του πράξεων, ήταν αποτέλεσμα της σχέσης που ανέπτυξε με άλλα δίκτυα και πρόσωπα αφού έφυγε από το Προοδευτικό Κόμμα, το οποίο επέκρινε ως υπερβολικά φιλελεύθερο.

Το Προοδευτικό Κόμμα είναι ένα τυπικό δεξιό λαϊκιστικό κόμμα, αλλά σε σύγκριση με πολλά άλλα της ίδιας κατηγορίας θεωρείται από πολλούς μετριοπαθές (αν και όχι χωρίς αμφισβήτηση). Είναι οικονομικά νεοφιλελεύθερο και κατά του συνδικαλισμού. Στην ιστορική του διαδρομή έχει εκδιώξει ορισμένα μέλη του που εξέφραζαν ανοιχτά ρατσιστικές απόψεις, αλλά από την άλλη έχει χαϊδέψει περισσότερο ή λιγότερο έμμεσα τα αυτιά ξενοφοβικών τμημάτων του εκλογικού σώματος κατά τη διάρκεια των προεκλογικών του εκστρατειών και έχει προστατέψει κάποια ακραία αντιμετανασταστευτικά στοιχεία. Έχει πολλά όμοια χαρακτηριστικά με το δανέζικο Λαϊκό Κόμμα και προωθεί αρκετές πολιτικές των Σουηδών Δημοκρατών, αν και το ίδιο το Κόμμα της Προόδου δεν θεωρεί αυτά τα δύο κόμματα αδελφές οργανώσεις του.

Εν πάση περιπτώσει, η ενδεχόμενη συμμετοχή του στη νέα δεξιά κυβέρνηση της Νορβηγίας θα αποτελέσει μια πολιτική επανάσταση για αυτό τον τύπο των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, που πιθανότατα θα χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο για την προώθηση παρόμοιων κομμάτων σε άλλες χώρες.

Εκλογές διαμαρτυρίας

Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει αυξανόμενο αίτημα για περισσότερο δεξιές πολιτικές στη Νορβηγία. Το αποτέλεσμα των εκλογών αποτελεί περισσότερο έκφραση απογοήτευσης, δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας για την απερχόμενη κυβέρνηση. Όμως, οι πολιτικές αλλαγές είναι σπάνια ορθολογικές. Το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα (το Προοδευτικό Κόμμα) ήξερε πάντα να εκμεταλλεύεται τέτοιες δυσαρέσκειες. Στις φετινές εκλογές το Συντηρητικό Κόμμα ελίχθηκε επίσης με τρόπο που επωφελήθηκε από την απόρριψη της κοκκινοπράσινης συμμαχίας. Έριξε τους τόνους της δικής του πολιτικής ρητορικής και προσπάθησε περισσότερο να προβληθεί ως μια ασφαλής εναλλακτική λύση με γνήσιο ενδιαφέρον για τα καθημερινά προβλήματα των ανθρώπων.

Η πραγματικότητα είναι φυσικά διαφορετική. Στις περισσότερες περιοχές όπου ο κόσμος είναι δυσαρεστημένος με τους κοκκινοπράσινους, η νέα δεξιά κυβέρνηση θα είναι ακόμα χειρότερη. Θα αυξηθούν οι ιδιωτικοποιήσεις και θα εμπορευματοποιηθούν οι υπηρεσίες πρόνοιας, θα γίνουν περισσότερες επιθέσεις στις συλλογικές συμβάσεις και στην εργασιακή νομοθεσία, καθώς και περικοπές στον προϋπολογισμό προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι μειώσεις φόρων. Η κρατική ιδιοκτησία θα μειωθεί και το ξένο κεφάλαιο πιθανότατα θα αυξήσει την παρουσία του σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας. Επιπλέον, μπορούμε επίσης να αναμένουμε ότι οι εργοδότες θα γίνουν πιο επιθετικοί και θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.

Με δεδομένο το εξαιρετικά ευνοϊκό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό στη Νορβηγία, τα μεγάλα έσοδα από το πετρέλαιο και μια ασφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, είναι εύκολο να θεωρήσουμε ότι η εκλογική ήττα της κοκκινοπράσινης συμμαχίας θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί· όχι τόσο διοχετεύοντας τα χρήματα από το πετρέλαιο σε άλλους τομείς που είχαν ανάγκη, αλλά κυρίως με τον εκδημοκρατισμό του δημόσιου τομέα αντί της εμπορευματοποίησής του, με τη ρύθμιση των χρηματαγορών μετά την οικονομική κρίση αντί αποκλειστικά της φροντίδας να σωθούν οι τράπεζες, με την αύξηση της φορολογίας των πλουσίων αντί της περιστολής του κρατικού προϋπολογισμού, με την εφαρμογή μιας κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής κ.λπ. Όμως, φάνηκε ότι αυτή δεν ήταν η πολιτική που προτιμούσε το κυρίαρχο Εργατικό Κόμμα, και το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα δεν ήταν ικανό να αλλάξει τη συγκεκριμένη πολιτική πορεία.

Εν προκειμένω, τα πράγματα στη Νορβηγία ακολουθούν το μοντέλο που έχουμε δει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες πολιτικά κόμματα στα αριστερά των Σοσιαλδημοκρατών συμμετείχαν μαζί τους σε κυβερνήσεις. Όλες αυτές οι εμπειρίες –στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Νορβηγία και με αυξανόμενη ταχύτητα στη Δανία– υπήρξαν ανεξαιρέτως καταστροφικές, τα πιο αριστερά κόμματα αυτών των συμμαχιών υπήρξαν και τα περισσότερο χαμένα.

Η συμμετοχή σε μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ως ο μικρότερος εταίρος, σε μια περίοδο κατά την οποία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά, οι χρηματοπιστωτικές αγορές απορυθμίζονται και ο νεοφιλελευθερισμός συνταγματοποιείται ως το οικονομικό μοντέλο της Ευρώπης ή τουλάχιστον της ΕΕ (η Νορβηγία είναι επίσημα εκτός ΕΕ, αλλά μέρος της ενιαίας αγοράς), είναι προφανές ότι οδηγεί σε αδιέξοδο. Αυτό που μας εκπλήσσει είναι ότι κανένα από τα αριστερά κόμματα στην Ευρώπη δεν αναλύει αυτή την κατάσταση και δεν μαθαίνει από αυτήν. Φαίνεται ότι το Die Linke στη Γερμανία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ολλανδία και το Αριστερό Κόμμα στη Σουηδία εξακολουθούν να έχουν στόχο να εισχωρήσουν στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις των χωρών τους.

Στη Νορβηγία πρέπει να αναλάβουμε εκ νέου το έργο που κάναμε πριν τις εκλογές του 2005, να οικοδομήσουμε δηλαδή ευρείες κοινωνικές συμμαχίες, να συντάξουμε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα, να αγωνιστούμε για ένα πιο ανεξάρτητο προοδευτικό συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο να μπορεί να αναλάβει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ευθύνη και να ασκήσουμε αυξανόμενη πίεση στα πολιτικά κόμματα μέσα στο εργατικό κίνημα. Χρειαζόμαστε μια πραγματική κοινωνική κινητοποίηση για να επιτύχουμε πραγματικές αλλαγές.

 

Εικόνα: Εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο νορβηγικό κοινοβούλιο

Υπόμνημα:

SV – Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα

A – Εργατικό Κόμμα

MDG – Πράσινο Κόμμα

FRP – Προοδευτικό Κόμμα

H – Συντηρητικό Κόμμα

V – Φιλελεύθερο Κόμμα

KRF – Χριστιανοδημοκράτες

SP – Κεντρώο Κόμμα

Πηγή: http://www.valgresultat.no/bs7g.html