Η αντι-ηγεμονία και η άνοδος ενός νέου ιστορικού πολιτικού μπλοκ

Μια κριτική του ριζοσπαστικού —και πλέον κυρίαρχου— αντιμεταναστευτικού λαϊκισμού στην Ευρώπη, βασισμένη αποκλειστικά στις έννοιες του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, χωρίς να περιλαμβάνεται μια συστημική κριτική του κεφαλαίου είναι παραπλανητική για πολλούς λόγους. Οι αναλυτές και οι σχολιαστές που την επιχειρούν δεν καταφέρνουν να κατανοήσουν ή απλά αγνοούν γιατί η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη δεν έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες·

Μια κριτική του ριζοσπαστικού —και πλέον κυρίαρχου— αντιμεταναστευτικού λαϊκισμού στην Ευρώπη, βασισμένη αποκλειστικά στις έννοιες του φιλελεύθερου ανθρωπισμού, χωρίς να περιλαμβάνεται μια συστημική κριτική του κεφαλαίου είναι παραπλανητική για πολλούς λόγους. Οι αναλυτές και οι σχολιαστές που την επιχειρούν δεν καταφέρνουν να κατανοήσουν ή απλά αγνοούν γιατί η θεσμοθετημένη αλληλεγγύη δεν έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες· γιατί συχνά σε μεγάλες κλίμακες οι κατώτερες τάξεις αρνούνται τη βοήθεια· γιατί η Ανατολική Ευρώπη ξεκίνησε την εθνικιστική «εξέγερση»· και γιατί η μετανάστευση έχει αυξηθεί την εποχή της παγκοσμιοποίησης, ποιες είναι οι θεμελιώδεις αιτίες γι’ αυτό και ποιες οι πολιτικές συνέπειες που αντιμετωπίζουμε.

Αν δεν ενσωματώσουμε τη μετανάστευση στο κοινωνικό της πλαίσιο, οι κριτικές απλά θα επαναλαμβάνουν τα καντιανά ιδανικά του ανθρωπισμού, θα προωθούν την ειρηνική συνύπαρξη και θα απορρίπτουν τους ευρωκεντρισμούς και ρατσισμούς τόσο λεκτικά όσο και ως θεσμοθετημένες πράξεις. Παράλληλα, με μια κριτική που δεν είναι συστημική κριτική, αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε ότι πλέον η μετανάστευση συμβολίζει και αντιπροσωπεύει μερικές από τις κυριότερες αντιφάσεις του νεότερου αυτού κύκλου της παγκοσμιοποίησης (και επομένως την ιστορική δύναμη που θα πιέσει προς το νέο παγκόσμιο καπιταλιστικό πλαίσιο). Με λίγα λόγια μπορούμε πολύ εύκολα να μην αντιληφθούμε την ανάγκη κατανόησης της ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς ως απότοκο της διεύρυνσης στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά αναπτυσσόμενου και αποσταθεροποιούμενου παγκόσμιου καπιταλισμού.

Θα προσπαθήσω να δώσω μερικά καίρια αναλυτικά εργαλεία, για το πώς μπορούμε να κατανοήσουμε αυτές τις εξελίξεις από μια γκραμσιανή, μαρξιστική, ιστορική, δομική πλευρά και γιατί αυτή η μεταβολή ήταν σχεδόν αναπόφευκτη με δεδομένη την αλληλεπίδραση μεταξύ υλικών και ιδεολογικών διεργασιών.

Όσοι απαντούν σε ευρωπαϊκές έρευνες κοινής γνώμης, στην ερώτηση για τις σημαντικότερες πολιτικές ανησυχίες, αναφέρονται στην υπεράσπιση της «ευρωπαϊκής», και όχι των σαφώς ορισμένων εθνικών τους επικρατειών, από τη μετανάστευση. Την άνοιξη του 2018 η πλειοψηφία των ερωτηθέντων θεώρησαν τη μετανάστευση και την τρομοκρατία ως τα βασικά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά γενικά δεν εξέφρασαν την ίδια ανησυχία για τις πατρίδες τους. Σε εθνικό επίπεδο (άθροισμα των ποσοστών σε εθνικό επίπεδο όταν ερωτήθηκαν για το σημαντικότερο εθνικό πρόβλημα) η ανεργία είναι το σημαντικότερο ζήτημα σε όλη την Ευρώπη. Η μετανάστευση έχει κυριαρχήσει ως ανησυχία σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τα τέλη του 2014 (σε μια κοινή πορεία με την τρομοκρατία), ενώ έρχεται δεύτερη ή τρίτη σε εθνικό επίπεδο [1]. Έτσι, η μετανάστευση αποτελεί ένα πρόβλημα που αφορά περισσότερο την «Ευρώπη» και την ΕΕ παρά τα κράτη-μέλη της. Αυτή η ασυνέπεια φανερώνει ότι η ΕΕ και συνολικά η Ευρώπη είναι προβληματισμένη.

Μια δεύτερη παράμετρος που πρέπει να λάβουμε υπόψιν είναι ότι η πλειοψηφία των πολιτών αντιμετωπίζει τη μετανάστευση από «διαφορετικές» περιοχές σαν ένα γενικό, αρνητικό φαινόμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα και, μάλιστα, υπήρξε μια αύξηση στην αρνητική αντιμετώπιση από τη δεκαετία του 1980. Όπως και στη δεκαετία του 2010, ήδη από το 2006 η πλειοψηφία απέρριπτε σταθερά την άποψη ότι οι μετανάστες συνεισφέρουν στη χώρα μετανάστευσής τους ή σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα [2] συμφωνούσαν με την πρόταση να επιτρέπεται η είσοδος λίγων ή καθόλου μεταναστών από φτωχότερες χώρες εκτός «Ευρώπης». Αυτή η αρνητική αντιμετώπιση βρισκόταν σε άνοδο τη δεκαετία του 2000, αλλά σύμφωνα με την ίδια έρευνα το 2002 [3] ήταν μικρότερη από το 50% [4]. Εξετάζοντας διάφορα ιστορικά δεδομένα υπάρχουν μάλλον αρκετά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι κατά τη διάρκεια του τελευταίου κύκλου διεύρυνσης της παγκοσμιοποίησης μέσω ξένων επενδύσεων και διεθνικών οικονομικών διεργασιών, η ανησυχία για τη μετανάστευση όντως αυξήθηκε. Στην αρχή της εποχής της παγκοσμιοποίησης, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μετανάστευση δεν θεωρούνταν καίριο πρόβλημα για την Ευρώπη. Αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι το πρώτο ευρωβαρόμετρο για τη μετανάστευση πραγματοποιήθηκε μόλις το 1988 (οι έρευνες του ευρωβαρομέτρου ξεκίνησαν το 1976). Η μετανάστευση έγινε κύριο ζήτημα αρχικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λόγω ενός κύματος μεταναστών από υπομεσογειακές χώρες και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, και στη συνέχεια κατά τη δεκαετία του 2010 λόγω της «προσφυγικής κρίσης». Αν εξετάσουμε τα δεδομένα των ερευνών θα δούμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λιγότεροι από το ¼ των ερωτηθέντων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της εποχής εκείνης (12 κράτη) φοβούνταν την «ενιαία αγορά» λόγω της μετανάστευσης. Ο ίδιος φόβος έγινε κυρίαρχος σε όλη την ΕΕ μέχρι τη δεκαετία του 2010 όπως αναφέρθηκε παραπάνω [5]. Επομένως, κατά τη διάρκεια της παγκοσμιοποίησης η «Ευρώπη» σαν «πολιτισμένη» περιφέρεια θεωρεί όλο και περισσότερο ότι βρίσκεται σε κίνδυνο από τη μετανάστευση και κυρίως από τις μεταβαλλόμενες κατηγορίες των απολίτιστων μη Ευρωπαίων, συμπεριλαμβανομένων των ανατολικοευρωπαίων μεταναστών [6].

Σε επίπεδο Ευρώπης αλλά και ΕΕ πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές δημογραφικές και μεταναστευτικές διεργασίες που σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, οι οποίες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην εξήγηση των ανωτέρω μεταβολών της κοινής γνώμης και να παρέχουν ένα ιστορικό, δομικό υπόβαθρο για την κατανόηση του πρόσφατου «πανικού». Πρώτον πρέπει να λάβουμε υπόψιν τις επιδόσεις της ηπείρου και της ΕΕ σε ότι αφορά τον πληθυσμό, την οικονομία και τους μεταναστευτικούς δείκτες, να δούμε ποιες αντιφάσεις παρουσιάζονται και πώς μπορούν να ερμηνευθούν στη βάση του δημόσιου διαλόγου ιστορικά και να εξετάσουμε πώς αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους και τι δυναμικές αναδύονται.

Σε ότι αφορά τους παγκόσμιους οικονομικούς και πληθυσμιακούς δείκτες η ευρωπαϊκή ήπειρος και η ΕΕ βρίσκονται σε πτώση από τη δεκαετία του 1960, πτώση που ανέπτυξε μεγαλύτερο ρυθμό μετά το 1990 [7]. Σε ότι αφορά τον πληθυσμό μεταξύ 1990 και 2015 σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έπεσε από το 14% στο 10%, και σε επίπεδο ΕΕ (με τα σημερινά κράτη-μέλη) έπεσε από το 9% στο 7% [8]. Οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης έπεσαν από το 7% στο 4%. Σε οικονομικό επίπεδο σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα [9] το σχετικό οικονομικό βάρος όλης της ηπείρου μαζί με τη Κεντρική Ασία έπεσε από το 40% στο 31%. Η ΕΕ (με τα σημερινά μέλη) έπεσε από το 33% στο 24% παγκοσμίως μεταξύ 1990 και 2014. Στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου παρουσιάστηκε μια ραγδαία πτώση κατά τη διάρκεια της μετάβασης (σε πολλές χώρες έφτασε και το 50% σε απόλυτους όρους το 1990), ακολουθώντας στη συνέχεια διαφορετικά αναπτυξιακά μονοπάτια. Μετά το αρχικό σοκ, η Κεντρική Ευρώπη και η βαλτική περιοχή ακολούθησαν λίγο-πολύ την παγκόσμια μεγέθυνση και επομένως διατήρησαν το οικονομικό τους βάρος στο επίπεδο που έφτασαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (περίπου 1,8%). Για το σύνολο της ηπείρου παρατηρούμε μια συνεχιζόμενη απώλεια δημογραφικής και οικονομικής βαρύτητας σε σχέση με την παγκόσμια ανάπτυξη, ενώ το ποσοστό των μεταναστών (όσων ζουν σε ευρωπαϊκή χώρα, αλλά έχουν γεννηθεί σε άλλη ευρωπαϊκή ή μη ευρωπαϊκή χώρα) αυξήθηκε από το 7% στο 10% μεταξύ 1990 και 2015, αύξηση που ήταν πολύ μεγαλύτερη από την αναλογία μεταναστών και μη μεταναστών παγκοσμίως (με αύξηση κατά 54% σε σύγκριση με την αύξηση 15% παγκοσμίως). Στην ΕΕ (με τα κράτη-μέλη του 2018) αυτή η αναλογία μεταναστών – μη μεταναστών αυξήθηκε από το 6% στο 11% με ρυθμό αύξησης ακόμα μεγαλύτερο (55%). Την ίδια στιγμή, από το 1990 το μεταναστευτικό βάρος της Ευρώπης (συνολική αναλογία μεταναστών με βάση τη χώρα γέννησης που μένουν στην Ευρώπη ανεξαρτήτων λόγου και μορφής μετανάστευσης) ήταν πάντα πολύ υψηλό πάνω ή γύρω από το 30% (που σημαίνει ότι το ένα τρίτο του μεταναστευτικού πληθυσμού παγκοσμίως έζησε στην Ευρώπη), ενώ στην περίπτωση της ΕΕ η ίδια αναλογία αυξήθηκε από το 18% στο 22% μεταξύ 1990 και 2015. Αυτό δείχνει σαφώς ότι οι ευρωπαίοι και οι κάτοικοι της ΕΕ έχουν παρατηρήσει μια απώλεια δημογραφικού και οικονομικού βάρους, ενώ παράλληλα βιώνουν τη σχετική αύξηση της μετανάστευσης καθόλη τη διάρκεια της παγκοσμιοποίησης. Το μειούμενο αλλά σχετικώς υψηλό οικονομικό βάρος σε συνδυασμό με ένα αυξανόμενο και σχετικά υψηλό μεταναστευτικό βάρος της Ευρώπης και σε σχέση με το σχετικά χαμηλό πληθυσμιακό βάρος της φανερώνουν ένα ιστορικό σενάριο στο οποίο μια σχετικά πλούσια αλλά σε πτώση περιφέρεια ανοίγεται οικονομικά και σε σχέση με τη μετανάστευση [10]. Οι μεταβολές αυτές δείχνουν ότι το βάρος της ευρωπαϊκής και ενωσιακής οικονομίας δεν είναι μεγαλύτερο από το μεταναστευτικό της βάρος και επομένως ο σχετικός δείκτης οικονομικών ευκαιριών (οικονομικό βάρος) βρίσκεται χαμηλότερα από την αναλογία των μεταναστών που προέρχονται από χώρες εντός και εκτός της Ευρώπης και της ΕΕ. Αυτή η μεταβολή είναι ένα σημείο τομής. Πιθανώς, η προσφυγική κρίση του 2015-2016 ήταν απλώς ένα ορατό (και έντονα διαμεσολαβούμενο από τα Μέσα Ενημέρωσης) γεγονός, όπου οι αιτούντες άσυλο που έφευγαν μαζικά λόγω πολέμων, στρατιωτικών παρεμβάσεων (από τις ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές νατοϊκές χώρες), και της σε εξέλιξη δραματικής αποσταθεροποίησης Δυτικής Ασίας και Βόρειας Αφρικής, βρέθηκαν εν μέσω τεράστιων αλλαγών στην Ευρώπη. Αυτές οι άτυχες και πολύ διαφορετικές κατηγορίες μεταναστών και προσφύγων με πολύ ισχυρά και σύνθετα κίνητρα λειτούργησαν σαν εύφλεκτο υλικό. Σε αντίθεση με τον μεγάλο αριθμό προσφύγων του 1992 που συμπεριλάμβανε ανθρώπους από τη Γιουγκοσλαβία και την Ανατολική Ευρώπη, οι τωρινοί πρόσφυγες του 2015 και 2016 βρέθηκαν σε μια πολύ διαφορετική Ευρώπη [11].

Μακροπρόθεσμα, οι διαδικασίες της δημογραφικής και οικονομικής πτώσης θα μπορούσαν εύκολα να κατανοηθούν από τους ειδικούς ερμηνεύοντας τις περιόδους δημογραφικής μετάβασης ως ανάγκη ανάκτησης οικονομικού και πληθυσμιακού βάρους ανοίγοντας τα σύνορα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ανάλογες δημόσιες αντιπαραθέσεις μας συντροφεύουν από τη δεκαετία του 1950 όταν ήδη υπήρχε η ιδέα της κάλυψης των αναγκών της αγοράς εργασίας με μεταναστευτικό δυναμικό. Με τη επέλαση της παγκοσμιοποίησης η ιδέα αυτή ισχυροποιήθηκε μαζί με τη διευκόλυνση της εργασιακής κινητικότητας, αλλά και την απαίτηση πληρωμής των κοινωνικών παροχών από τον πληθυσμό. Οι διεθνείς οργανισμοί συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ προωθούσαν διαρκώς ή διαχειρίζονταν την κινητικότητα ώστε να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του κεφαλαίου σε μια εποχή δημογραφικής πτώσης. Το παγκόσμιο κεφάλαιο και οι πολιτικοί θεσμοί που το εκπροσωπούν (όπως ο ΟΑΣΑ) εμφανίστηκαν πρόθυμοι να επιλέξουν το «σωστό» συνδυασμό των παραπάνω πολιτικών μετά από το μαζικό ξεριζωμό ανθρώπων που προκάλεσαν από τη δεκαετία του 1980 στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ή σε μεγάλες περιοχές της Αφρικής. Οι αυξανόμενες ροές ξένων άμεσων επενδύσεων απαιτούσαν δραματικές αλλαγές στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική, οδηγώντας στο κλείσιμο των «ζημιογόνων» εταιρειών, ορυχείων και συνεταιρισμών ξεριζώνοντας έτσι τον τοπικό πληθυσμό [12]. Σε ιδεολογικό επίπεδο δημιουργήθηκε μια ανησυχητική συμμαχία των νεοφιλελεύθερων με όσους προωθούσαν τα ανθρωπιστικά ιδανικά χωρίς ουσιαστική κριτική στο παγκόσμιο κεφάλαιο από τους τελευταίους, οι οποίοι προωθούσαν ακόμα και την επέλαση της παγκοσμιοποίησης και των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών. Αυτό ήταν καίριο για την κατάκτηση ηγεμονικής θέσης από το νεοφιλελεύθερο ιστορικό και πολιτικό μπλοκ από τη δεκαετία του 1980 μέχρι πολύ πρόσφατα.

Οι ίδιες δημογραφικές και οικονομικές διεργασίες μπόρεσαν επίσης να ενισχύσουν το δεξιό δημόσιο λόγο, που ισχυριζόταν ότι αυτές οι εξελίξεις θα οδηγούσαν στο μαρασμό του «ευρωπαϊκού», «λευκού» πολιτισμού που είναι υπεύθυνος για την άνοδο της «Ευρώπης». Αυτός ο δημόσιος λόγος που χρησιμοποιούσε ευθέως ιδεολογήματα που εμφανίστηκαν πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο περί βιολογικής και πολιτισμικής αναγέννησης [13] εξελίχθηκε στον κύριο ανταγωνιστή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και άρχισε να οικοδομεί τη δική του αυταρχική ηγεμονία, βασισμένη στην ανησυχητική συμμαχία των αντιμεταναστευτικών εθνικισμών, προκαλώντας έτσι τα ανθρωπιστικά ιδεώδη που δεν επερωτούσαν ουσιαστικά τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.

Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι και τα δύο ιστορικά μπλοκ είναι πολύ προβληματικά, με το αυταρχικό μπλοκ, μάλιστα, να απορρίπτει τις ιδέες της ανθρωπιστικής προόδου, που είχαν διατηρηθεί μέχρι τότε, χωρίς, όμως, να παρέχονται οι υλικές και θεσμικές προϋποθέσεις για την εμπέδωσή τους. Αν υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο ολοκληρωτικό και φιλελεύθερο μπλοκ είναι ότι βασικά και τα δύο αυτά ιστορικά και πολιτικά μπλοκ θεσμών, πολιτικών και υλικών συνθηκών μετέτρεψαν τους εργαζόμενους, μετανάστες και μη, σε αφηρημένα αντικείμενα, εντυπώνοντας στα σώματά τους τον ανταγωνισμό για ενοίκια και πόρους. Και τα δύο μπλοκ ταιριάζουν στις διαδικασίες του παγκόσμιου καπιταλισμού προωθώντας υπολογισμούς για τη σύνθεση των ανθρώπων που απαιτούνται στην παγκόσμια παραγωγή και βιοπολιτικές ισορροπίες. Το σημαντικό για εμάς δεν είναι η άμεση κριτική τόσο στο φιλελεύθερο όσο και στο αυταρχικό μπλοκ (φυσικά είναι απάνθρωπα όπως ήταν σε κάθε περίοδο του καπιταλισμού), αλλά να δούμε σε τι δυναμικές οδηγούν αυτές οι συγκρούσεις μεταξύ τους.

Ιστορικά το φιλελεύθερο μπλοκ που προωθούσε την αύξηση της μετανάστευσης για να ισορροπήσει την πτώση της Ευρώπης όπως αναλύθηκε πιο πάνω, κατέστη ευάλωτο στην κριτική της ευρωπαϊκής Δεξιάς. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στους αυξανόμενους ρυθμούς μετανάστευσης και την απώλεια του παγκόσμιου ελέγχου, αλλά και στον ξεριζωμό της τοπικής εργατικής τάξης και την απώλεια σταθερών θέσεων εργασίας με κοινωνικές παροχές. Επομένως οι εργαζόμενοι βρέθηκαν στη θέση να ανταγωνίζονται τους «νεοφερμένους» μετανάστες και πρόσφυγες για τις εργασιακές αυτές θέσεις και να απαιτούν από τις κυβερνήσεις να εφαρμόζουν περισσότερες προστατευτικές πολιτικές. Αυτή η απαίτηση ήταν ένας σαφής δρόμος για την ανάπτυξη των εθνικισμών σε αντίθεση με την παγκοσμιοποίηση (στην περίπτωση του Brexit υπήρχε κοινωνικός θυμός εναντίον των ανατολικοευρωπαίων μεταναστών ή στην περίπτωση των πολιτικών που προωθεί η κυβέρνηση της Αυστρίας σχετικά με την περικοπή των κοινωνικών δαπανών για τα παιδιά των μεταναστών από τις φτωχότερες χώρες της ΕΕ, ανεξάρτητα από το επιπλέον κόστος που έχουν αυτές οι οικογένειες σε σχέση με τους ντόπιους εργάτες). Δεν είναι επομένως δύσκολο να καταλάβουμε γιατί προπολεμικά ρητορικά πρότυπα αναβιώνουν από την ακροδεξιά και γιατί οι συντηρητικοί είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν στο νέο αυταρχικό ιστορικό και πολιτικό μπλοκ για να διατηρήσουν την ηγεμονία στην πολιτική και δημόσια σφαίρα ενάντια στα αποκαλούμενα «φιλελεύθερα απολιθώματα». Με την ιστορική και ιδεολογική κληρονομιά της Ευρώπης και τις υπάρχουσες υλικές συνθήκες το ανερχόμενο αυτό μπλοκ χρειαζόταν ελάχιστη δημιουργικότητα για να ξεκινήσει αυτή την τεράστια εκστρατεία εναντίον των μεταναστών και να σχηματίσει ανησυχητικές και ασταθείς συμμαχίες με το νεοφιλελεύθερο μπλοκ. Ήταν εύκολο για την ακροδεξιά να συνδέσει την αποκαλούμενη «προσφυγική κρίση» με τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης που έγιναν ορατές στις μετακινήσεις του εργατικού δυναμικού. Γιατί όμως η επίθεση ξεκίνησε από την Ανατολική Ευρώπη και γιατί αυτή έχει γίνει προπύργιο της ανερχόμενης αντι-ηγεμονίας των εθνικιστών;

Στη βάση της προηγούμενης ανάλυσης μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τους λόγους για τους οποίους η Ανατολική Ευρώπη πιέζει προς μια αυταρχική κατεύθυνση. Η Ανατολική Ευρώπη δεν βίωσε ποτέ φαινόμενα μαζικής μετανάστευσης παρά μόνο με τις άμεσα γειτονικές χώρες, με εξαίρεση λίγα κύματα από τη Λατινική Αμερική και την Νοτιοανατολική Ασία επί Σοβιετικής Ένωσης. Δεν είχαν επομένως εικόνες από μεταναστευτικές ροές με εξαίρεση την άμεση γειτονιά της και την εξιδανικευμένη Δύση (που τώρα οι ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες θέλουν να τιμωρήσουν συμβολικά για τις αντιφάσεις της παγκοσμιοποίησης). Την ίδια στιγμή οι ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες βίωσαν ένα μαζικό ξεριζωμό με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η οποία είχε καλά σχεδιασμένα και οργανωμένα πλάνα εργασιακής μετανάστευσης και εντυπωσιακά επίπεδα εργασιακής σταθερότητας. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διαρκώς άνιση ανάπτυξη σε σχέση με άλλα τμήματα της Ευρώπης μετέτρεψε τις χώρες αυτές σε αποθήκες εργατικού δυναμικού όλων των υπόλοιπων ευρωπαϊκών οικονομιών για την κάλυψη οικιακής εργασίας, υπηρεσιών και εξειδικευμένης εργασίας. Η μεταναστευτική αυτή ροή συνεχίζεται χωρίς καμιά ανταμοιβή για τις ζημιές που προκαλεί. Τα σοκ της μετανάστευσης και των δραματικών οικονομικών αλλαγών μαζί με την τεράστια κληρονομιά των εθνικισμών που αναπτύσσουν τα μικρά έθνη (αν δεν διατηρήσουμε τον πολιτισμό μας και τον πληθυσμό μας θα εξαφανιστούμε) ώθησαν τους πολίτες στα χέρια των ελίτ της ακροδεξιάς για να εκδικηθούν τις τοπικές και παγκόσμιες ελίτ των δεκαετιών του 1990 και 2000. Αυτή η διαδικασία ενισχύθηκε από την απουσία οποιασδήποτε αριστερής κριτικής εντός της Ανατολικής Ευρώπης, και έτσι η ακροδεξιά, έχοντας την υποστήριξη των κατώτερων τάξεων, μπορούσε εύκολα να στοχοποιήσει τους «ανθρώπους του Σόρος» που οργανώνουν την «παράνομη μετανάστευση». Επιπλέον, πραγματοποιήθηκαν μεταβολές στην αγορά των μέσων ενημέρωσης (τα ανερχόμενα μπλοκ είχαν μακροπρόθεσμη στρατηγική ώστε να εξαγοράσουν ή να ελέγξουν τα μέσα που χρησιμοποιώντας συχνά κρατικούς πόρους) και εμφανίστηκαν οι εκστρατείες ψευδών αρνητικών ειδήσεων. Η ακροδεξιά στην Ανατολική Ευρώπη χρησιμοποίησε επιδέξια αυτά τα δηλητηριώδη όπλα, έχοντας την υποστήριξη της αμερικανικής άκρας Δεξιάς. Επιπλέον, η Ρωσία επίσης ενδιαφερόταν για τέτοιες «λαϊκές» εξεγέρσεις εναντίον της ΕΕ, της οποίας οι ελίτ ακολουθούσαν κατά γράμμα τα αμερικανικά ιδεώδη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Η ηγεμονία του φιλελεύθερου πολιτικού και ιστορικού μπλοκ έχει καταφανώς χαθεί και η μετανάστευση έχει γίνει η μηχανή της ιστορίας (κατά τη γκραμσιανή έννοια των «παθητικών επαναστάσεων») για μια νέα φάση του παγκόσμιου καπιταλισμού χωρίς άμεση ή μεγάλη ελπίδα να υπερβούμε το ιεραρχικό και απάνθρωπο αυτό σύστημα που δημιουργεί καινούργια καταπιεστικά ιστορικά και πολιτικά μπλοκ.

 

[1] (Standard Eurobarometer 89 – Spring 2018, European Union, 2018 ec.europa.eu/commfrontoffice/publicopinion/index.cfm/Survey/getSurveyDetail/instruments/STANDARD/surveyKy/2180)

 

[2] ESS Round 3: European Social Survey Round 3 Data (2006). Data file edition 3.6. NSD – Norwegian Centre for Research Data, Norway – Data Archive and distributor of ESS data for ESS ERIC.

 

[3] ESS Round 1: European Social Survey Round 1 Data (2002). Data file edition 6.5. NSD – Norwegian Centre for Research Data, Norway – Data Archive and distributor of ESS data for ESS ERIC.

 

[4] Η ερώτηση της έρευνας ήταν η ίδια αν και συνολικά η έρευνα είχε μια ελαφρώς διαφορετική γεωγραφική σύνθεση.

 

[5] Για παράδειγμα δείτε το Ευρωβαρόμετρο της Άνοιξης του 1995, που κοινοποιεί τα δεδομένα πεδίου του τέλους του 1994.

 

[6] Αυτή η διάκριση έχει μεγάλη ιστορία και έχει ερευνηθεί εκτενώς μεταξύ άλλων από τους Larry Wolff, Edward Said and Maria Todorova. Δεν γνωρίζουμε όμως γιατί βρίσκεται τώρα σε άνοδο και γιατί βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ευρωπαϊκών πολιτικών τη δεκαετία του 2010 καθώς έχει μια παρουσία μεγαλύτερη των 200 χρόνων.

 

[7] Εδώ επαναλαμβάνω την ιδέα του Böröcz να ενσωματώσει το ρόλο του δημογραφικού και οικονομικού βάρους: Böröcz, József. 2009. The European Union and Global Social Change: A Critical Geopolitical Economic Analysis. London: Routledge . Migration weight and its link to economic has been experimented Melegh, Attila. 2017. “Európa a globális migrációban 1990–2015 között az ENSZ és a Világbank statisztikái tükrében.” Demografia 17 (1) Διαθέσιμο διαδικτυακά: http://demografia.hu/kiadvanyokonline/index.php/korfa/issue/view/549

 

[8] United Nations, Department of Economic and Social Affairs, Population Division (2017). World Population Prospects: The 2017 Revision, DVD Edition

 

[9] World Development Indicators, The World Bank, 12 November, 2015, World Development Indicators (WDI) is the primary World Bank database for development data from officially recognized international sources.

 

[10] Για παράδειγμα οι εισαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία το 1960 ήταν 19%, το 1990 26% και μέχρι το 2014 38%, επίπεδα που είναι κατά πολύ μεγαλύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.

 

[11] Cantat, Celine (2016) Rethinking Mobilities: Solidarity and Migrant Struggles Beyond Narratives of Crisis. Intersections. EEJSP 2(4): 11-32. DOI: 10.17356/ieejsp.v2i4.286, intersections.tk.mta.hu

 

[12] Για το ρόλο των ξένων άμεσων επενδύσεων δείτε μεταξύ άλλων επιδραστικών μελετών: Sassen, Saskia. 2006 [1988]. “Foreign Investment: A Neglected Variable.” In The Migration Reader. Exploring Politics and Policies, edited by Anthony M. Messina and Gallya Lahav, 596–608. London: Lynne Rienner Publishers.

 

[13] Bashford, Alison. 2014. Global Population: History, Geopolitics, and Life on Earth. Columbia Studies in International and Global History. New York: Columbia University Press.