Το πολιτικό πρόγραμμα του Μακρόν σε κίνδυνο: μεταξύ της εγχώριας αντίστασης και της ευρωπαϊκής απροθυμίας

Να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους του, και κυρίως τη Γερμανία, ότι η Γαλλία θα εφαρμόσει διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο ένα νέο ντηλ για την Ευρώπη που θα περιλαμβάνει: περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, την εισαγωγή ευρωομολόγων και την ενίσχυση του κοινού προϋπολογισμού. Αυτή είναι η στρατηγική που προωθεί ο Μακρόν από την πρώτη ημέρα της προεδρία

Προσπάθησε να πουλήσει ένα νέο χαρμάνι νεοφιλελευθερισμού που να συνδυάζει τη δημοσιονομική σταθερότητα με την ανάπτυξη, στη βάση της υπόθεσης ότι, ναι, είναι εφικτό να ικανοποιηθούν και τα αιτήματα των εργοδοτών για μεγαλύτερη ελαστικότητα και οι προσδοκίες των εργαζομένων για μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη ταυτόχρονα. Αλλά, τι προκύπτει από τη στιγμή που, αφενός τα διατάγματα με τα οποία προωθεί τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας προκαλούν την ισχυρή αντίδραση της αντιπολίτευσης, ενώ ταυτόχρονα κανείς στην Ευρώπη δεν φαίνεται να υιοθετεί τη σεμνή του πρόταση για αλλαγή πορείας της ΕΕ; Όχι και πολλά πράγματα, ή μάλλον, η παλαιά γνωστή πολιτική της λιτότητας. 

Η εγχώρια αντίσταση

Τα προεδρικά διατάγματα του Μακρόν για την εργασία αποτελούν σοβαρό πλήγμα  στην προστασία των εργαζομένων και το προοίμιο μιας πρωτοφανούς εποχής νόμιμης εργασιακής αστάθειας. Ποτέ πριν τα εργατικά συνδικάτα δεν υπέστησαν τόσο βίαιη επίθεση, μια και πρόκειται να χάσουν σημαντικό μέρος από τη δύναμή τους στο σώμα εκπροσώπησης των εργαζομένων -το οποίο θα μεταρρυθμιστεί προσεχώς-, ενώ στις εταιρίες που απασχολούν κάτω από πενήντα εργαζομένους οι συμβάσεις θα μπορούν να υπογράφονται χωρίς τη μεσολάβηση των συνδικάτων. Οι απολύσεις θα γίνουν τραγικά ευκολότερες μέσα από μια σειρά μέτρων, ενώ ταυτόχρονα, η γενίκευση της εργασιακής επισφάλειας θα αυξηθεί με την υπερίσχυση των συμβάσεων έργου και την υποβάθμιση των περισσότερων εργασιακών οφελών που συνόδευαν μέχρι σήμερα τις συμβάσεις χρόνου. Και όλα αυτά, προκειμένου να αρθεί ο περιβόητος «φόβος της απόλυσης» που εμποδίζει τους εργοδότες να δημιουργούν θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα αυτών των πολιτικών αμφισβητείται από έναν αυξανόμενο αριθμό οικονομολόγων. Ο κοινωνικός διάλογος όπως τον ξέραμε, θα αποτελέσει αρχαιολογία, γιατί τα διατάγματα προωθούν στο μέγιστο τις συμβάσεις σε επίπεδο επιχείρησης: οι συμβάσεις αυτές θα υπερισχύουν έναντι όσων υπάγονται στο εθνικό εργασιακό δίκαιο.        

Ο κατάλογος των αλλαγών είναι μακρύς, και δεν μπορούμε να τον παρουσιάσουμε εκτενώς στο παρόν άρθρο. Αλλά το περιεχόμενό του δεν είναι ο μόνος λόγος που έκανε χιλιάδες εργαζόμενους σε όλη τη χώρα να βγουν στους δρόμους στις 12 Σεπτεμβρίου. Ο τρόπος που επιβάλλονται, κυρίως μέσω προεδρικών διαταγμάτων, ρίχνει λάδι στη φωτιά. Η Βουλή αρκείται σε ένα σχεδόν συμβολικό ρόλο, ο οποίος, σε σχέση με το μέγεθος της μεταρρύθμισης, δείχνει την απαξίωση της για τη δημοκρατία και το συμβιβασμό της με τα πιο αυταρχικά στοιχεία του γαλλικού προεδρικού συστήματος. Πολύ ειρωνικό για έναν πρόεδρο που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία του λέγοντας ότι θα προωθήσει τη δημοκρατία… Την παραμονή της ημέρας εθνικής δράσης, αναφερόμενος στα διατάγματά του και την κινητοποίηση εναντίον τους, ο Πρόεδρος Μακρόν είπε ότι θα επιδείξει την απαραίτητη αποφασιστικότητα και δεν θα ενδώσει στην τεμπελιά (sic), τον κυνισμό ή τα άκρα. Δυστυχώς γι’ αυτόν, 400.000 «τεμπέληδες» ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των αριστερών συνδικάτων (CGT, SUD-Solidaires και FSU) και βγήκαν να διαδηλώσουν σε όλη τη χώρα. Σε αντίθεση με το συνδικαλιστικό κίνημα του περασμένου χρόνου ενάντια στον αποκαλούμενο Εργατικό Νόμο, η ηγεσία των δυο ηγετικών μετριοπαθών συνδικάτων (CFDT και FO), δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα για κινητοποιήσεις.         

Η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος δεν απέτρεψε την επιτυχία της πρώτης κινητοποίησης κατά των προεδρικών διαταγμάτων για τα εργασιακά. Σήμερα, 21η Σεπτεμβρίου, είναι ημέρα απεργίας και διαδηλώσεων. Η Ανυπότακτη Γαλλία απηύθυνε κάλεσμα για μια «πορεία ενάντια στο κοινωνικό πραξικόπημα» για το Σάββατο, 23 Σεπτεμβρίου, στο Παρίσι. Η ηγεσία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα συμμετέχει σε αυτήν. Είναι πολλές οι διαιρέσεις, τόσο εντός του εργατικού κινήματος, όσο και στην πολιτική αριστερά. Αλλά και τα διακυβεύματα είναι εξίσου πολλά. Η κοινή γνώμη δεν θέλει να δώσει στον Μακρόν λευκή επιταγή για τη διάλυση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ας ελπίσουμε ότι ο πολλαπλασιασμός των πρωτοβουλιών κατά των προεδρικών διαταγμάτων θα δυναμώσει, και δεν θα τεμαχίσει, την αριστερή αντιπολίτευση και ότι οι παραπάνω δυνάμεις θα κατέβουν, τελικά, μαζί στους δρόμους.     

Η ευρωπαϊκή απροθυμία

Οι διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, με επίκεντρο την αποκέντρωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης προς το επίπεδο της επιχείρησης, είναι στον πυρήνα της στρατηγικής του Μακρόν να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων εταίρων, κυρίως της γερμανικής κυβέρνησης. Τότε και μόνο τότε, θα μπορέσουν να ξεκινήσουν σοβαρές συζητήσεις για –κάποια- «επανίδρυση της Ευρώπης», σύμφωνα με το αφήγημα. Με τον όρο «επανίδρυση» ο Μακρόν, στην πραγματικότητα εννοεί κάτι πολύ πιο ταπεινό. Κοντολογίς, την καθιέρωση ενός πολύ ταπεινού κοινού προϋπολογισμού (1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης) και ενός υπουργού οικονομικών της ΕΕ, την εισαγωγή ευρωομολόγων υπό τον συνήθη όρο της εφαρμογής περαιτέρω διαρθρωτικών αλλαγών και τη συνέχιση της λογικής του αποκαλούμενου Σχεδίου Γιούνκερ για την αντιμετώπιση της έλλειψης επενδύσεων στην ΕΕ. Στην ουσία, τίποτε το επαναστατικό… 

Αλλά, ακόμη και αυτή η πρόταση ήσσονος αλλαγής της πορείας της ΕΕ συναντά την ευγενική άρνηση της γερμανικής κυβέρνησης. Η καγκελάριος Μέρκελ προτίμησε να μην απορρίψει ευθέως τις προτάσεις του Γάλλου Προέδρου. Αντ’ αυτής, άφησε τον άκαμπτο υπουργό οικονομικών της κυβέρνησής της, κ. Σόιμπλε, να κάνει τη δουλειά. Αν η γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα με την πιθανότητα ύπαρξης ενός υπουργού οικονομικών της ΕΕ, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στην υλοποίηση του προγράμματός της να μετατρέψει τον Ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθερότητας σε ένα καθαρά ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο, το οποίο θα έχει ως λειτουργία του την προώθηση των επενδύσεων στην Ευρώπη με ακόμη σκληρότερους όρους που θα αποφασίζονται από το Γιούρογκρουπ, εντός του οποίου η Γερμανία παίζει πρωταρχικό ρόλο, για να το πούμε ήπια. Ακόμη και ο πιο σοβαρός –παρότι αβλαβής- αντίπαλος της Μέρκελ στις επερχόμενες εκλογές, ο σοσιαλδημοκράτης Μάρτιν Σουλτς, απέρριψε δημοσίως τα Ευρωομόλογα…     

Θα σκεφτόταν κάποιος ότι ο Μακρόν μπορεί να υπολογίζει στη στήριξη του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Αλλά ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε πολύ σαφές την προηγούμενη εβδομάδα, στη διάρκεια της ομιλίας του για την κατάσταση στην ΕΕ, ότι οι προτεραιότητές του για την ΕΕ είναι άλλες: αντί για έναν υπουργό οικονομικών της ΕΕ, ο κ. Γιούνκερ τάσσεται υπέρ ενός ισχυρότερου προεδρείου της ΕΕ μέσω της συγχώνευσης των προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Γιούρογκρουπ. Αντί για έναν κοινό προϋπολογισμό για την Ευρωζώνη, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ τάσσεται υπέρ της εισαγωγής ενός εργαλείου που θα εγγυάται ότι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ θα υιοθετήσουν το νόμισμα του ευρώ.  

Μέσα σε λίγους μόνο μήνες, ο Μακρόν κατάφερε να σπαταλήσει σχεδόν όλο το πολιτικό του κεφάλαιο. Η στρατηγική του ισόρροπου νεοφιλελευθερισμού (διαρθρωτικές αλλαγές με αντάλλαγμα μια αναπτυξιακή πολιτική) που επέλεξε βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού. Το μόνο ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι ο ρυθμός της κατάρρευσης και αυτό θα το καθορίσει η δυναμική του κινήματος, αλλά και η δυνατότητα των προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που το συγκροτούν να ενωθούν.

Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου