Το πακέτο μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας και η (εύθραυστη) αναγέννηση του κοινωνικού κινήματος με επικεφαλής τα συνδικάτα

Ο λεγόμενος Εργατικός Νόμος, που πέρασε οριστικά από τη γαλλική κυβέρνηση στις 20 Ιουλίου, είναι η πιο σοβαρή επίθεση στον «Κώδικα Εργασίας», που υπονομευόταν εδώ και τριάντα χρόνια. Μια μικρή ιστορική αναδρομή είναι αναγκαία για την καλύτερη κατανόηση του καταστροφικού στόχου αυτού του νόμου, που προώθησε και επέβαλε μια σοσιαλιστική κυβέρνηση – οποία ειρωνεία!

Ο Εργατικός Κώδικας είναι μια συλλογή των ρυθμίσεων που συγκροτούν τη σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών σε εθνικό επίπεδο. Προέκυψε μετά από το σοκ της καταστροφής που έγινε στην πόλη Κουριέρ της Βόρειας Γαλλίας το 1906, όταν έχασαν τη ζωή τους 1099 ανθρακωρύχοι.
Η βασική ιδέα ήταν να προσαρμόσουν την εργασία στους ανθρώπους και όχι τους ανθρώπους στην εργασία. Η αναγνώριση της αρχής 3×8- 8 ώρες εργασία, 8 ώρες αναψυχή και 8 ώρες ύπνος-δεν έγινε για να ευχαριστήσει τα αφεντικά των επιχειρήσεων αλλά τους ίδιους τους ανθρώπους, έτσι ώστε να μπορούν να ζουν από/και με την εργασία τους.
Έτσι, η δήλωση του Προέδρου Ολάντ ότι «χρειάζεται να προσαρμόσουμε την εργατική νομοθεσία στις ‘ανάγκες’ των επιχειρήσεων», είναι μια εννοιολογική αντεπανάσταση. Το ομολόγησε ο ίδιος: «[ο εργατικός νόμος] δεν θα επιδράσει στην απασχόληση πριν περάσουν μήνες. Αυτό που κυρίως θέλει να κάνει είναι να δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό μοντέλο».  Έκανε απολύτως σαφές ότι η ανεργία ήταν ένα πρόσχημα και ότι στόχος ήταν η ρήξη με τον Εργατικό Κώδικα. Πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τον Εργατικό Νόμο όπως ακριβώς είναι: μια νεοφιλελεύθερη αναθεώρηση δεκαετιών αγώνων των συνδικάτων και της αριστεράς για να προστατεύσουν τους εργάτες. Ακόμα και οι εργοδότες εξεπλάγησαν από το περιεχόμενο του Νόμου, που πάει μακρύτερα από κάθε προηγούμενη προσπάθεια να αλλάξει ο Εργατικός Κώδικας.
Είναι χρήσιμο να επαναλαμβάνουμε συνεχώς ότι σε μια επιχείρηση δεν υπάρχει αυτό που λένε ισότητα μεταξύ των δύο συμβαλλομένων μερών: εργοδοτών και εργαζομένων. Η εργατική νομοθεσία είναι-και πρέπει να παραμείνει-καθολική, δηλαδή να αφορά όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, ιδιαιτερότητας και κλάδου. Πρέπει να υπερτερεί συμβάσεων, συμφωνιών, παρεκκλίσεων, εξαιρέσεων και όχι το αντίθετο. Αυτό εξασφαλίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και από διάφορες Βασικές Συμβάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.
Κατά τη διάρκεια της τετράμηνης κινητοποίησης εναντίον του Νόμου, τα συνδικάτα υπενθύμισαν επανειλημμένα ότι ο Εργατικός Κώδικας είναι η ιστορική έκφραση της κοινωνικής ισορροπίας δύναμης. Θα μπορούσαμε ακόμα και να πούμε ότι είναι η κοινωνική δημόσια τάξη και το κράτος δικαίου στο εσωτερικό των επιχειρήσεων.
Από το άρθρο του προοιμίου του Εργατικού Νόμου είναι φανερό ότι ο στόχος είναι να τα αλλάξει όλα. Αναφέρει λοιπόν ότι «οι ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου» μπορούν να υπόκεινται σε περιορισμούς «αν αυτοί δικαιολογούνται από τις ανάγκες καλής διαχείρισης της επιχείρησης». Θέλουν να επιβάλουν στους εργάτες το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που έχουν επιβάλει στη δημόσια σφαίρα.
Επιτρέψτε μου να συνεχίσω με συγκεκριμένα παραδείγματα των βαθιών μετασχηματισμών στους οποίους οδηγεί ο Νόμος. Θα αλλάξει τους κανόνες του εργάσιμου χρόνου δίνοντας στις επιχειρήσεις μεγαλύτερη ευελιξία να υπερβαίνουν το νόμιμο ανώτατο όριο εργάσιμου χρόνου των εργατών. Σήμερα στη Γαλλία, οι προβλεπόμενες από το νόμο τριάντα πέντε ώρες εργασίας την εβδομάδα επιτρέπουν σε εργάτες πλήρους απασχόλησης να εργάζονται υπερωριακά μέχρι δέκα ώρες την ημέρα και σαράντα οκτώ ώρες την εβδομάδα. Η πρόταση της κυβέρνησης μπορεί να αυξήσει το ημερήσιο ωράριο στις δώδεκα ώρες «σε περίπτωση αυξημένης δραστηριότητας ή για λόγους που συνδέονται με την οργάνωση της επιχείρησης».
Ο Εργατικός Νόμος μπορεί, επίσης, να επιτρέψει στο Υπουργείο Εργασίας να αυξήσει προσωρινά το εβδομαδιαίο όριο μέχρι και στις εξήντα ώρες αν το απαιτούν «εξαιρετικές περιστάσεις». Εν τω μεταξύ, η νομοθεσία μπορεί να μειώσει σημαντικά την υπερωριακή αμοιβή στους εργαζόμενους που απασχολούνται περισσότερο από τριάντα πέντε ώρες την εβδομάδα. 
Εξ ίσου σημαντικές είναι οι διατάξεις του νόμου που επιτρέπουν τη μείωση του ορίου για υλικές ζημίες λόγω «άδικης απόλυσης». Στη Γαλλία, οι εργάτες που χάνουν τη δουλειά τους χωρίς «βάσιμη αιτιολόγηση» δικαιούνται να αξιώσουν αποζημίωση με προσφυγή στα εργατοδικεία. Αυτό σημαίνει ότι αν απολυθείς επειδή η επιχείρησή σου δεν βγάζει χρήματα, ο εργοδότης σου πρέπει να σε αποζημιώσει με ποσό ανάλογο με τη διάρκεια της απασχόλησής σου στην επιχείρηση.
Ο Εργατικός Νόμος μπορεί να μειώσει το νόμιμο όριο των ζημιών, έτσι ώστε, για παράδειγμα, η αποζημίωση ενός εργάτη με είκοσι χρόνια υπηρεσίας να αντιστοιχεί σε δώδεκα μήνες εργασίας.
Σύμφωνα με τον Εργατικό Νόμο μπορεί να αλλάξουν οι νόμοι που αφορούν τις απολύσεις, κάνοντας ευκολότερο στις επιχειρήσεις να απολύουν εργαζόμενους για οικονομικούς λόγους. Ο ισχύων γαλλικός νόμος προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που θέλουν να απολύσουν εργαζόμενους χωρίς βάσιμο λόγο πρέπει να δίνουν μια αξιόπιστη αιτιολογία, ενώ με τον Εργατικό Νόμο αρκεί ο ισχυρισμός ότι υπάρχει οικονομική ανάγκη.
Ίσως το πιο επίμαχο σημείο είναι το άρθρο που επιτρέπει στους εργοδότες να διαπραγματεύονται «επιθετικές συμφωνίες» σε επίπεδο επιχείρησης. Αυτές οι συμφωνίες θα επιτρέψουν την μείωση των σημερινών προτύπων για τον καθορισμό των μισθών, το ωράριο και άλλες πλευρές της σύμβασης εργασίας. Στο παρελθόν, οι επιχειρήσεις που ήθελαν να διαπραγματεύονται γι’ αυτά τα ζητήματα στις επιχειρησιακές συμβάσεις έπρεπε να αποδείξουν ότι αυτό ήταν αναγκαίο για να αποτρέψουν την χρεοκοπία ή να αποφύγουν τις απολύσεις.
Σήμερα, οι επιχειρήσεις που θέλουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους ή να εισχωρήσουν σε νέες αγορές θα μπορούν να ζητούν παραχωρήσεις από τους εργάτες τους, ακόμα και αν αυτές παραβιάζουν τους όρους των συλλογικών διαπραγματεύσεων ή των εργατικών νόμων. Επιπλέον, ο νόμος θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις να διαπραγματευτούν συμφωνίες με εκπροσώπους των εργαζομένων, εφόσον αυτοί υποστηρίζονται από το 30% του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης.
Εν γένει, αυτές οι αλλαγές θα είναι πολύ επωφελείς για τους εργοδότες.
Από την πλευρά των επιχειρήσεων, η γαλλική εργατική νομοθεσία είναι γεμάτη με «αυστηρούς» νομικούς περιορισμούς και δαπανηρές ρυθμιστικές απαιτήσεις: από τις ρυθμίσεις για τις απολύσεις και το ωράριο μέχρι τον υψηλό κατώτατο μισθό, οι επιχειρήσεις θεωρούν τον Εργατικό Κώδικα ως αφόρητο βάρος. Ο Εργατικός Νόμος θα είναι ένα μεγάλο βήμα ελάφρυνσης αυτού του βάρους.
Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ο νόμος θα σφαγιάσει τον Κώδικα εργασίας, επιτρέποντας στους εργοδότες να παρακάμπτουν τις νόμιμες ρυθμίσεις μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων. Οι γαλλικές εργατικές οργανώσεις θεωρούν ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα της πρότασης. Όπως σημειώνει ο Φιλίπ Μαρτινέζ, επικεφαλής της CGT (της μεγαλύτερης εργατικής ομοσπονδίας της Γαλλίας) «[ο] λόγος αρχής της αντίθεσής μας σ’ αυτόν τον νόμο είναι ότι επιτρέπει σε κάθε μία επιχείρηση να έχει τον δικό της εργατικό κώδικα».
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα αναστραφεί η «ιεράρχηση των προτύπων» στη γαλλική αγορά εργασίας. Παραδοσιακά, οι εργασιακές ρυθμίσεις άρχιζαν από τον Κώδικα Εργασίας και επεκτείνονταν προς τα κάτω: η εργατική νομοθεσία έθετε το πλαίσιο της σύμβασης εργασίας, που ρυθμιζόταν περαιτέρω με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε κλαδικό επίπεδο.
Τώρα, η ιεράρχηση θα έχει την αντίθετη κατεύθυνση: επιχειρησιακές συμβάσεις, που θα συνάπτονται με εργαζόμενους οι οποίοι θα ανήκουν ή όχι σε κάποιο συνδικάτο, θα είναι το κύριο πεδίο συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η αποκεντρωμένη διαπραγμάτευση θα υπερισχύει των νομικών ρυθμίσεων και των κλαδικών διαπραγματεύσεων. Το νομοσχέδιο λοιπόν θα επιτρέπει μια διαρκή επίθεση στα εργασιακά πρότυπα που καθορίστηκαν από τον Κώδικα Εργασίας.
Γενικά, το νομοσχέδιο δεν διαφέρει από διάφορες εκδοχές που ισχύουν σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης: διευκολύνει τις απολύσεις, συμπεριλαμβανομένων των μαζικών απολύσεων, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι οικονομικό κίνητρο και εξασθενεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την εργατική νομοθεσία προς όφελος των επιχειρησιακών συμβάσεων που καταστρέφουν τα ωράρια και στη συνέχεια τους μισθούς. Όλα αυτά σε ένα φόντο υψηλής ανεργίας, όπου η αναμενόμενη μεγέθυνση οφείλεται κυρίως στην πτώση της τιμής του πετρελαίου και του ευρώ. Ταυτόχρονα, και άλλα θέματα είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης, όπως η ασφάλιση της ανεργίας για την οποία η κυβέρνηση εξετάζει την μείωση, για άλλη μια φορά, των αποζημιώσεων. Και εδώ δεν πρόκειται για κάποια έκπληξη, αφού παρόμοιες μεταρρυθμίσεις ισχύουν και αλλού.
Αν και αρχικά υπήρξε κοινή στάση, γρήγορα το συνδικαλιστικό κίνημα χωρίστηκε στα δύο στο θέμα της δημιουργίας του νέου μοντέλου που ισχύει αρκετά χρόνια τώρα. Τουλάχιστον αυτή η αρχική κοινή στάση είχε ως αποτέλεσμα η συζήτηση μεταξύ των συνδικάτων για τα σύνθετα θέματα του εργατικού νόμου να γίνει γνωστή στους εργαζόμενους και τους νέους ανθρώπους. Η βασική αιτία των διαφορών οφείλεται στο γεγονός ότι το πιο μετριοπαθές τμήμα του συνδικαλιστικού κινήματος (που λέγεται ότι συμβάλει στις μεταρρυθμίσεις) θέλει να μπορούν να υπογράφονται επιχειρησιακές συμβάσεις σε ένα πλαίσιο όπου οι μεγάλες διαφορές συχνά εμποδίζουν τις πλειοψηφίες να συστήνουν ομάδες διαπραγμάτευσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνημα ξεκίνησε από μια χούφτα ακτιβιστών, μακριά από συνδικαλιστικές υποδείξεις, με την έκδοση μιας ανακοίνωσης στο διαδίκτυο. Η έκκληση κατά του νέου Εργατικού Νόμου μάζεψε, σε λίγες ημέρες, πάνω από ένα εκατομμύριο υπογραφές. «Δάνεισε» αξιοπιστία σε εκείνα τα συνδικάτα που αντιτίθενται πολύ σκληρά στο νέο νόμο (CGT, FSU, FO, Solidaires και άλλα), τα οποία με τη σειρά τους είχαν την αίσθηση ότι ο Εργατικός Νόμος είναι ένα θέμα που ξεπερνάει το πεδίο ενδιαφέροντος των συνδικάτων και των εργαζομένων. Γίναμε μάρτυρες της δημιουργίας ενός καθολικού ευρέος μετώπου που περιλάμβανε συνδικάτα, ακτιβιστές του διαδικτύου, ανθρώπους στο περιθώριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος και ακτιβιστές τοπικών οργανώσεων. Με βάση αυτό το σημείο εκκίνησης έγινε δυνατή η κινητοποίηση πολύ σημαντικών ομάδων, ειδικότερα νέων ανθρώπων: σπουδαστές πανεπιστημίων και κολλεγίων, αλλά και νέων επισφαλώς εργαζόμενων, ανέργων νέων εργατών, εργαζόμενων μικρών επιχειρήσεων, μερικοί εκ των οποίων πρωτοπήγαν σε διαδήλωση πριν δέκα χρόνια, κατά τη διάρκεια του κινήματος που οδήγησε στην απόρριψη της σύμβασης πρώτης εργασίας (contrat première embauche), ένα νομοσχέδιο που αφορούσε τις συμβάσεις χαμηλού κόστους για τους νέους. Όλοι αυτοί οι νέοι, που γενικώς δεν επηρεάζονται από τα συνδικάτα, ήρθαν και πύκνωσαν τις γραμμές των διαδηλωτών από τις αρχές Μαρτίου. Ήταν, επίσης, οι ακτιβιστές των διαδηλώσεων που οργανώθηκαν στις «Νύχτες Ορθίων» (Nuit Debout), ένα συνδυασμό καλλιτεχνών που έκαναν περιοδικές εμφανίσεις, ακτιβιστών βάσης, μη επαγγελματικών δημοσιογράφων και του έργου «Ευχαριστώ αφεντικό» (“Merci patron!”), ένα είδος γιορτής σε συνθήκες ταξικού πολέμου.
Τα συνδικάτα που ήταν αντίθετα στον Εργατικό Νόμο διατήρησαν το ενωμένο μέτωπο που δημιούργησαν παρά τους ελιγμούς της κυβέρνησης, έχοντας στόχο την αντίσταση από τους σπουδαστές των πανεπιστημίων και των κολλεγίων.
Έγιναν σημαντικές παραχωρήσεις στους νέους, αλλά ο πυρήνας του εργατικού νόμου παρέμεινε αναλλοίωτος. Τα συνδικάτα συνάντησαν τη λαϊκή πλειοψηφία που δεν ήθελε τον εργατικό νόμο και, ταυτόχρονα, είχαν δυσκολίες να οργανώσουν μια μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων με στόχο την απεργία, ώστε να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στη νέα νομοθεσία. Τα οχυρά των συνδικάτων στον δημόσιο τομέα ήταν εκεί, αλλά η εμπλοκή τους ήταν χαμηλή δεδομένου ότι η μεταρρύθμιση δεν τα επηρέαζε άμεσα. Ένας αριθμός εργαζομένων σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα μετείχαν επίσης στις διαδηλώσεις, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό.
Αντί της ύπαρξης ενός κεντρικού νήματος που θα υφαινόταν στον συνδικαλιστικό χώρο μεταξύ των διαφόρων συνδικάτων ή σε έναν επαγγελματικό κλάδο, που θα έδειχνε τη μονιμότητα του κινήματος με την προσφυγή σε απεργία, υπήρξε μια συνεχής αντίσταση από διάφορα κινήματα.
Ο συνδικαλιστικός χώρος τα ένωσε καλώντας σε κλαδικές απεργίες και οι ημέρες διαδηλώσεων των σπουδαστών πανεπιστημίων και κολλεγίων ήταν ένα πρόσθετο εργαλείο. Ορισμένοι κλάδοι συζητούσαν αν είναι καλό να συνδυάσουν τα δικά τους συμφέροντα (π.χ. τη συλλογική σύμβαση των σιδηροδρομικών) με την ενεργή συμμετοχή τους σ’ αυτό το κίνημα μέσω απεργίας διαρκείας και οι «Νύχτες Ορθίων» βοήθησαν το κίνημα να προσελκύσει την προσοχή στο Παρίσι, αλλά και σε κάποια προάστια και σε έναν αριθμό γειτονικών πόλεων. Οι διαδηλώσεις στις Νύχτες Ορθίων μπορεί να ασχολούνταν με γενικότερα θέματα που αφορούν τη δημοκρατία και την κοινωνική αλλαγή, αλλά γεννήθηκαν από το κίνημα κατά του Εργατικού Νόμου, που τις μετέτρεψαν σε χώρο ανταλλαγής εμπειριών με στόχο την ενθάρρυνση και σε χώρο όπου συνδέονται οι αγώνες. Αυτές οι καταστάσεις, συνδυαζόμενες με τα θεσμικά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης μειοψηφίας, άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νίκης. Σηματοδότησαν επίσης τον ερχομό μιας νέας γενιάς στην πολιτική και κοινωνική σκηνή, μια υπόσχεση για μελλοντική δέσμευση και μια νέα ζωή για το εργατικό κίνημα, αν καταφέρει να αξιοποιήσει τη δύναμη αυτής της νέας γενιάς και να λάβει υπόψη του τα αιτήματά της και το γεγονός ότι σκέφτεται και δρα με ανεξαρτησία.
Ο δια-συνδικαλιστικός συντονισμός έκανε έκκληση για μια νέα διαδήλωση, τον Σεπτέμβριο, μετά τις διακοπές του καλοκαιριού, θεωρώντας ότι ακόμα και αν η κυβέρνηση χρησιμοποιήσει το άρθρο 49-3 του Συντάγματος –που της δίνει το δικαίωμα να ξεπεράσει το Κοινοβούλιο και να εφαρμόσει το νόμο τον Ιούλιο-θα ήταν σημαντικό τα συνδικάτα να συνεχίσουν την κατάληψη δημόσιων χώρων. Είναι πολύ νωρίς να προβλέψουμε αν το κίνημα θα εξαφανιστεί. Αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το συνδικαλιστικό κίνημα υπέστη ένα σοβαρό πλήγμα. Ανεξάρτητα όμως από την προσεχή διαδήλωση -την πρώτη μετά την ψήφιση του Νόμου- τα συνδικάτα αναζωογονήθηκαν Η σχέση που έφτιαξαν με τα κοινωνικά κινήματα όπως οι Νύχτες Ορθίων μπορεί να φέρει καρπούς με τρόπο που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει, ιδίως σε σχέση με την καλύτερη ενσωμάτωση των αιτημάτων των επισφαλώς εργαζομένων, που εκπροσωπήθηκαν πολύ καλά στις γαλλικές πλατείες.
Μετάφραση:Καλλιόπη Αλεξοπούλου