Το ΝΑΤΟ και η Κατασκευή του Εχθρού

H Μάργκα Φερέ, Συμπρόεδρος του transform europe!, σχολιάζει τη στρατιωτικοποίηση της Δύσης από το ΝΑΤΟ και αναλύει την ιδεολογική της βάση. Σε αυτό το πλαίσιο, ερευνά την κατασκευή του «άλλου» ως εχθρού και την αντίληψη της φυλετικής υπεροχής, που πρέπει να καταπολεμηθούν και τα δύο.

Τώρα που το ΝΑΤΟ επιθυμεί να επαναπροσδιοριστεί κάτω από τον ευφημισμό του Παγκόσμιου ΝΑΤΟ, δεν κρύβει σχεδόν καθόλου την πρόθεσή του να ενισχύσει για άλλη μια φορά τα όρια (τείχη) του πολιτικού του μπλοκ, μέσω ενός σεναρίου που βλέπει τον «άλλο» ως αντίπαλο, ως «εχθρό», προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή του και, πάνω απ’ όλα, τις τεράστιες αμυντικές του δαπάνες που έχουν αποβεί ακριβότερες από την ίδια του την ύπαρξη.

Διαβάζοντας τις τελευταίες Στρατηγικές Οδηγίες για την Εθνική Ασφάλεια του προέδρου Τζο Μπάιντεν  (2021), μπορούμε εύκολα να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι προσπαθούν απεγνωσμένα να επιστρέψουν σε αυτό που θυμούνται ως τις ΗΠΑ του «πριν», του στρατηλάτη ενός «Pax Imperator» που καθόριζε τις τύχες του δυτικού ημισφαιρίου μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έφτασε στο πικ του στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Το πρόσφατα ανανεωμένο ΝΑΤΟ αναπολεί με μελαγχολία αυτό το παρελθόν. 

Μετά την πτώση του Τείχους, το ΝΑΤΟ δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης, επομένως, ήταν και συνεχίζει να είναι σαφές ότι η ύπαρξή του ως στρατιωτικού οργανισμού οφείλει να έχει ερείσματα. Έτσι, παρουσιάζεται ως φορέας μιας ισχυρής άμυνας εναντίον… ενός εχθρού, μιας απειλής. Ο πραγματικός και ιδεολογικός αντίπαλος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ο κομμουνισμός. Μετά το τέλος αυτού του κεφαλαίου, ποιος θα είναι ο εχθρός; Ποιος είναι ο απέναντι ώστε να χρειάζεται να εξοπλιζόμαστε από τα νύχια ως την κορφή; Ποιος θα μπορούσε να είναι ο αντίπαλος που θα ένωνε τη Δύση υπό την αιγίδα του Πενταγώνου; Η δημιουργία ενός εχθρού, η αποανθρωποποίησή του, η υπερβολή και η δίωξή του είναι τα κοινά χαρακτηριστικά μιας πολεμοχαρούς σκέψης που, ας μην το ξεχνάμε ποτέ, στοχεύει σε μια πολιτική κυριαρχίας που είναι εγγενώς αντιδραστική. 

Δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ σε παρακμή ως η κυρίαρχη αυτοκρατορία, αλλά και η ίδια η ιδέα των ΗΠΑ ως του πιο ισχυρού έθνους στον κόσμο. Σε αυτό το άρθρο, δεν θα αναλύσω τις υλικές αιτίες που οδηγούν στη στρατιωτικοποίηση της Δύσης και τη νέα στρατηγική της Ατλαντικής Συμμαχίας, αλλά κυρίως τις δυο υπερ-δομικές ιδέες που χρησιμοποιούνται για να την αιτιολογήσουν πολιτισμικά και ιδεολογικά: την κατασκευή του «Άλλου» που πρέπει να ηττηθεί, και τη ρατσιστική υπεροχή για να το επιτύχει.

Μια σύντομη ιστορία του «Άλλου»

Είναι γνωστό ότι ο εχθρός κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ο κομμουνισμός, με τη Δύση να αναπτύσσει έναν αντικομμουνιστικό ιδεολογικό μηχανισμό που περιλάμβανε, από τις πολιτικές διώξεις του μακαρθισμού μέχρι τις μυριάδες κινηματογραφικές ταινίες που κατασκεύασαν ένα συλλογικό φαντασιωσικό κακό το οποίο συνδέθηκε με την ΕΣΣΔ, προκειμένου να αιτιολογηθεί η κούρσα των εξοπλισμών.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, καθιερώθηκαν δύο στρατιωτικά δόγματα τα οποία πρέπει να ξαναθυμίσουμε γιατί, κατά κάποιον τρόπο, παραμένουν αρκετά επίκαιρα και σήμερα:

Το δόγμα της αμοιβαίας καταστροφής (MAD) καθιέρωνε την αντίληψη ότι, με δεδομένα τα πυρηνικά τους οπλοστάσια, οποιοδήποτε από τα αντιμαχόμενα μέρη διαθέτει πυρηνικά όπλα, μπορεί να οδηγήσει σε έναν αμοιβαίο αφανισμό. Αν και μπορεί να μας φαίνεται αρκετά παράλογο, αυτό είναι το ακρογωνιαίο δόγμα χάρη στο οποίο ασκείται η αποτρεπτική πολιτική των εξοπλισμών.

Ο Πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ προχώρησε ένα βήμα παραπέρα το 1954, όταν πρότεινε το δόγμα των μαζικών αντιποίνων, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια από τον εχθρό θα απαντηθεί πολύ πιο δυναμικά ή, με άλλα λόγια, δυσανάλογα. Θεωρήθηκε ότι στόχος ήταν η αποτροπή, με βάση το επιχείρημα ότι ο εχθρός θα παρέλυε από φόβο αν δεχόταν σκληρότερα χτυπήματα. 

Και ενώ τα δύο αυτά στρατιωτικά δόγματα μπορεί να φαίνονται αρκετά μεσαιωνικά, συνεχίζουν να συνιστούν το βασικό επιχείρημα του ΝΑΤΟ, όχι πλέον για την αιτιολόγηση της ύπαρξής του, αλλά κυρίως για την αύξηση των παράλογων δαπανών του σε εξοπλισμούς και την άρνησή του να αποπυρηνικοποιήσει το οπλοστάσιό του. 

Μετά την πτώση του Τείχους, η Κυβέρνηση Κλίντον καθιέρωσε έναν οδικό χάρτη με κριτήριο τα Κόκκινα Κράτη, κολλώντας την ετικέτα του εχθρού σε έναν κατάλογο χωρών που οι ΗΠΑ θεωρούσαν απειλή, ο οποίος συμπεριέλαβε πρώτα τη Βόρεια Κορέα, το Ιράκ, το Ιράν και τη Λιβύη. Με την πάροδο του χρόνου, προστέθηκαν και άλλες χώρες, παρότι ποτέ δεν καθορίστηκαν διαφανή κριτήρια και δεν ήταν ποτέ σαφές γιατί ορισμένα κράτη συνιστούσαν εχθρό, ενώ άλλα όχι. Υπήρχε πάντα η καχυποψία ότι η κατηγορία του Κόκκινου Κράτους αποτελούσε την τέλεια δικαιολογία για την εκτόξευση αντιβαλλιστικών πυραύλων κατά μη πυρηνικών απειλών και τη διατήρηση του γεωστρατηγικού ελέγχου της ενέργειας, κάτι που προφανώς δεν ειπώθηκε ποτέ ρητά. 

Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου άνοιξαν την πόρτα σε έναν νέο ορισμό του «Άλλου» ο οποίος επικεντρωνόταν στον Άξονα του Κακού που καθιέρωσε ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους το 2002. Ο όρος αυτός ενέχει μια αναφορά στο παρελθόν, στις χώρες του Άξονα του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου και στην «αυτοκρατορία του κακού» της εποχής του Ρίγκαν, όρο που χρησιμοποίησε ο προκάτοχός του για την ΕΣΣΔ. Ο νέος άξονας του κακού (οι άλλοι, αυτοί που πρέπει να καταστραφούν) περιλάμβανε το Ιράν, το Ιράκ και τη Βόρεια Κορέα. Ο εχθρός ήταν «τα κράτη που ευνοούν την τρομοκρατία» και ο τρομοκράτης έγινε ο νέος αντίπαλος που έπρεπε να ηττηθεί, γεγονός που άνοιξε την πόρτα σε διάφορες εισβολές και σε μια άνευ προηγουμένου κατάργηση δικαιωμάτων και ελευθεριών σε καιρό ειρήνης. 

Το δόγμα διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τις μέρες μας, όταν ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε ένα νέο δόγμα, με έναν άλλο εχθρό που πρέπει να καταπολεμηθεί: τα αυταρχικά κράτη εναντίον των δημοκρατικών κρατών. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της στρατηγικής του ατζέντας που δεν προσπαθεί καν να κρύψει ότι η πρόταση στοχεύει σε έναν πόλεμο εναντίον της Κίνας. Προκειμένου να το επιτύχει, η πρόταση επιχειρεί να παρουσιάσει τις εχθροπραξίες ως έναν πόλεμο της φιλελεύθερης δημοκρατίας εναντίον των υπολοίπων. Η Σύνοδος Κορυφής για τη Δημοκρατία που διοργάνωσε ο Μπάιντεν ήταν ένα φιάσκο, αλλά αποτελούσε μια προσπάθεια των ΗΠΑ να προσδιορίσουν δυο αντίπαλα μπλοκ σε έναν κόσμο όπου η Κίνα είναι ο εχθρός που πρέπει να ηττηθεί, με το πρόσχημα ότι είναι -αυτό που στο κείμενό του αποκαλεί πολλές φορές- «αυταρχικό κράτος», μια ετικέτα που η Κίνα μοιράζεται μόνο με τη Ρωσία. 

Ακόμη πιο διφορούμενο, αλλά εξίσου αποτελεσματικό, είναι το δόγμα «Δύση εναντίον Ανατολής» που κατασκευάζει ένα φανταστικό εχθρό ο οποίος πρέπει να ηττηθεί, με μπόλικες αποικιοκρατικές και ρατσιστικές προεκτάσεις που είναι αρκετά δύσκολο να αγνοηθούν.