Σχετικά με την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής: Ο φαύλος κύκλος μεταξύ κυρίαρχων κρατών και τραπεζών!

Λοιπόν όχι, η Σύνοδος Κορυφής του Ιουνίου μεταξύ αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων δεν οδήγησε σε κάποιες ριζικές αλλαγές. Ακόμα και το προβαλλόμενο ως κύριο αποτέλεσμα παραμένει απλώς στα χαρτιά. Πλέον, ένα πακέτο διάσωσης 100 δισ. € για τις ισπανικές τράπεζες μπορεί να μεταφερθεί απευθείας σε αυτές – μέχρι πρόσφατα οι συναλλαγές αυτές μπορούσαν να γίνουν μόνο μέσω του κράτους. Ωστόσο, υπάρχει μια προϋπόθεση για αυτή τη νέα διαδικασία: μέχρι το τέλος του έτους οι 17 εθνικές επιτροπές εποπτείας των τραπεζών πρέπει να σχηματίσουν μια ενιαία ισχυρή διοίκηση υπό την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο δρόμος προς τα κει μπορεί πράγματι να αποδειχτεί μακρύς και δύσκολος.

Έτσι, ο τίτλος ενός σχόλιου των Financial Times αναφέρει με σκεπτικισμό: "Περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις, μετά τη Σύνοδο Κορυφής". Το μόνο θετικό στοιχείο, που μπορεί να αντληθεί από την Σύνοδο Κορυφής, είναι μισή πρόταση στο καταληκτικό της κείμενο, με την οποία επιβεβαιώνεται η επιτακτική ανάγκη «να σπάσει ο φαύλος κύκλος μεταξύ κυρίαρχων κρατών και τραπεζών". Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι σχετικές αποφάσεις ακολουθούν την πεπατημένη, δηλαδή την παροχή δημοσίων πόρων για την διάσωση των τραπεζών.

Η στιγμή της αλήθειας θα μπορούσε να έρθει το αργότερο το επόμενο έτος, όταν τρεις από τις μεγάλες εθνικές οικονομίες της Ευρωζώνης θα πρέπει να αναδιαρθρώσουν ένα σημαντικό μέρος του δημόσιου χρέους τους: Η Γαλλία 300 δισεκατομμύρια ευρώ (ποσό το οποίο ισοδυναμεί με το 17% του Α.Ε.Π. της), η Ισπανία το 20% και η Ιταλία το  27%. Σε περίπτωση που οι αναδιαρθρώσεις αποτύχουν, θα έχει αποδειχθεί ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δεν έχει τα απαραίτητα μέσα για να παρέμβει και να αποτρέψει την περαιτέρω εξάπλωση της κρισιακής μόλυνσης.

Ο Mario Draghi, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σε μια συνέντευξη στα τέλη του Φεβρουαρίου, χαρακτήρισε το ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας ως «ένα μοντέλο που έχει καταργηθεί». Το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, που εγκρίθηκε λίγο αργότερα, μετά την πίεση της Γερμανίδας καγκελάριου, θα εξασφαλίσει ότι το όραμά του θα γίνει πραγματικότητα.

Αυτός ο “φαύλος κύκλος μεταξύ κυρίαρχων κρατών και τραπεζών” δεν θα σπάσει με περισσότερα μέτρα λιτότητας, αλλά απαιτείται μια αλλαγή του πολιτικού παραδείγματος. Η υγεία, η εκπαίδευση και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας πρέπει να απαγκιστρωθούν από την κερδοσκοπία και να παρέχονται δημόσια. Η αναδιοργάνωση του χρηματοοικονομικού τομέα, αρχής γενομένης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι ζωτικής σημασίας. Εάν το ευρώ θέλει να επιβιώσει, η χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών κρατών δεν πρέπει να εξαρτάται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα κράτη πρέπει, επομένως, να είναι σε θέση να χρηματοδοτηθούν απευθείας από την ΕΚΤ, κάτι που θα απαιτούσε αλλαγή του καταστατικού της. Είναι απαράδεκτο οι κύριοι υπαίτιοι αυτής της κρίσης – ιδιωτικές τράπεζες, όπως η PNP-Baribas, η Deutsche Bank, η HSBC, η UBS, η Uni-Credit και η Banco Santander – να είναι και αυτοί που επωφελούνται από τις ενέργειες διάσωσης. Αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θεωρούνται πολύ μεγάλα για να αφεθούν να καταρρεύσουν, είναι πράγματι πολύ μεγάλα, αλλά για αφεθούν να υπάρχουν. Η διάσωσή τους εις βάρος του δημοσίου είναι μια πολυτέλεια, την οποία δεν μπορούμε να αντέξουμε στο μέλλον. Θα πρέπει να διαλυθούν, να λάβουν νέες διαστάσεις και να ενταχθούν στη δημόσια περιουσία. Ο φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι απαραίτητος. Ωστόσο, το βασικό πρόβλημα είναι άλλο, δηλαδή τα υπέρογκα κέρδη, τα οποία παρέχουν την κύρια πηγή της οικονομικής κερδοσκοπίας. Επομένως, η αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου πρέπει να είναι στο επίκεντρο οποιασδήποτε εναλλακτικής στρατηγικής, η οποία σε αντάλλαγμα απαιτεί την αποτελεσματική φορολόγηση των κερδών και της ακίνητης περιουσίας. Μια τέτοια εναλλακτική χρειάζεται δημοκρατία και δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς μια ριζική αλλαγή των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών σχέσεων εξουσίας. Κατά συνέπεια, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θα πρέπει να τεθεί σε μια νέα – και συμβατική – βάση, ως θεμέλιο για τη δημοκρατική επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.