Πώς να πάμε πέρα από το πορτογαλικό κυβερνητικό «μαραφέτι»;

Η συμφωνία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των αριστερών κομμάτων, που υπογράφτηκε μετά τις εκλογές του 2015, δεν είναι μόνο χωρίς προηγούμενο στην Πορτογαλική Δημοκρατία αλλά προέκυψε και από κάποιες σπάνιες συνθήκες.

Μια νέα λέξη προέκυψε στον ευρωπαϊκό πολιτικό διάλογο: geringonça, το «μαραφέτι».Αυτός ο πορτογαλικός πολιτικός όρος αναφέρεται στην τρέχουσα κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος (κεντροαριστερά) που στηρίζεται στο κοινοβούλιο από τα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Το όνομα «μαραφέτι» επινοήθηκε από τους συντηρητικούς επικριτές της κυβέρνησης, αλλά χρησιμοποιείται επίσης από τους υποστηρικτές της.

Η δεξιά και η κυβέρνηση της τρόικας (2011-2015)

Μεταξύ του 2012 και του 2013, η Πορτογαλία έζησε μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις, τις μεγαλύτερες από την επαναστατική περίοδο 1974/75. Μισό εκατομμύριο άνθρωποι στους δρόμους μιας χώρας 10 εκατομμυρίων είναι ένας μεγάλος αριθμός. Ο στόχος αυτών των διαδηλώσεων ήταν η καταδίκη της πολιτικής της λιτότητας της δεξιάς κυβέρνησης PSD/CDS και της τρόικας  Ευρωπαϊκής Επιτροπής-Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας-Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Όμως, το λαϊκό κύμα έπληξε και ένα άλλο θεσμικό εμπόδιο. Η πολιτική κρίση του καλοκαιριού του 2013,όταν ο μικρότερος εταίρος (CDS) του δεξιού συνασπισμού απείλησε να φύγει, δεν κατάφερε να ρίξει την κυβέρνηση. Ο Καβάκο Σίλβα-πρόεδρος, τότε, της Δημοκρατίας-κατάφερε να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ των κομμάτων της δεξιάς κυβέρνησης (PSD/CDS) και του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης (του Σοσιαλιστικού Κόμματος) η οποία εξασφάλισε τη συνέχιση της θητείας της κυβέρνησης Πάσος Κοέλιο μέχρι το 2015.  

Έτσι, οι λαϊκές διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν και τα συνδικάτα, ηττήθηκαν από αυτή τη θεσμική αντοχή, η οποία εμπόδισε την πτώση της κυβέρνησης PSD/CDS. Η συνέχεια αυτής της εξέλιξης ήταν να επιβληθεί μια άγρια κοινωνική ειρήνη που πήγαινε μαζί με την φτωχοποίηση και την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίσαμε μια μεταναστευτική πλημμύρα που μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη του καιρού των αγώνων για την εθνική απελευθέρωση των λαών που ζούσαν κάτω από την πορτογαλική αποικιακή εξουσία (1961-75).

ΗκυβέρνησητουΣοσιαλιστικούΚόμματος (από το 2015)

Τον Οκτώβριο του 2015 ήρθε η στιγμή που εκφράστηκε η διαμαρτυρία και η επιθυμία για αλλαγή, στις κάλπες. Σχεδόν ένα εκατομμύριο ψηφοφόρων επέλεξε τις πιο αριστερές δυνάμεις: το Μπλόκο της Αριστεράς με ποσοστό10,19% και την εκλογική συμμαχία μεταξύ του Κομμουνιστικού Κόμματος και των Πρασίνων (PCP-PEV) με 8,25%. Όμως, παρά τα χρόνια της σκληρής λιτότητας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (που έλαβε ποσοστό 32,31%) δεν κατάφερε να κερδίσει περισσότερες ψήφους από την δεξιά συμμαχία PSD/CDS (36,86%). Η επιθυμία να εμποδιστεί η συνέχιση της διακυβέρνησης της χώρας από τα δεξιά κόμματα και ο τερματισμός των πολιτικών λιτότητας ήταν το βασικό κίνητρο υπογραφής της συμφωνίας που εξασφάλισε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στήριξε την κυβέρνηση μειοψηφίας με πρωθυπουργό τον Αντόνιο Κόστα.

Μεταξύ των διάφορων μέτρων ανάκαμψης του εισοδήματος των εργαζομένων και των συνταξιούχων, το σχέδιο μιας σταδιακής αύξησης του κατώτατου μισθού μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας το2019, η οποία θα οδηγήσει σε μια πραγματική αλλαγή της ζωής περισσότερων από 650 χιλιάδων εργαζομένων. Ο στόχος είναι να φτάσει τα 600 ευρώ, μια υπόσχεση που είχε δοθεί εδώ και πολύ καιρό. Ο πορτογαλικός κατώτατος μισθός πάγωσε μεταξύ του 2011 και του 2014 στα 485 ευρώ και έφτασε τα 505 ευρώ τον τελευταίο χρόνο της δεξιάς κυβέρνησης. Η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που υποστηρίχθηκε από τα κόμματα που βρίσκονται στα αριστερά του, αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 530 ευρώ το 2016 και σε 557 ευρώ το 2017. Αυτό ήταν ένα από τα αιτήματα της συμφωνίας που κατέληξε στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αν και δειλά, η πίεση να αυξηθούν και οι άλλοι μισθοί συνεχίζεται, συμβάλλοντας στην αντιμετώπιση της υποτίμησής τους  που έγινε τα προηγούμενα χρόνια.

Καλά οικονομικά αποτελέσματα (2016)

Η μείωση των φόρων στην κατανάλωση, η απόσυρση των επιβαρύνσεων στη δημόσια διοίκηση και η μικρή αύξηση στις συντάξεις βοήθησαν, επίσης, στη δημιουργία μιας θετικής ατμόσφαιρας της πορτογαλικής οικονομίας. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο11,1%, το χαμηλότερο στα τελευταία πέντε χρόνια (το υψηλότερο ποσοστό ήταν 16,2% το 2013). Το δημόσιο έλλειμμα το 2016, λίγο πάνω από το 2% του ΑΕΠ, ήταν το χαμηλότερο των τελευταίων  40 ετών. Αυτό υπονομεύει το δόγμα που βασίζεται στην αρχή ότι οι πολιτικές λιτότητας είναι οι μόνες που μπορούν να εξασφαλίσουν ένα χαμηλό έλλειμμα του προϋπολογισμού.

Τα όρια του οικονομικού προγράμματος

Η μείωση του ελλείμματος από την κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος διέψευσε και ένα άλλο δόγμα. Ένα χαμηλό δημόσιο έλλειμμα δεν εξασφαλίζει την διατήρηση των επιτοκίων δανεισμού μιας χώρας από τις αγορές σε χαμηλό επίπεδο. Τα επιτόκια δανεισμού για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους συνέχισαν να αυξάνονται εξαιτίας της απόφασης της ΕΚΤ να μειώσει ή και να σταματήσει την παροχή εγγυήσεων για τα δημόσια κρατικά ομόλογα.

Στην πραγματικότητα, ο «κανόνας του 3%» στο δημόσιο έλλειμμα έχει στόχο να υποβάλει την οικονομία σε αυθαίρετους περιορισμούς που δεν έχουν κάποια πραγματική επίδραση ή σημασία στο ζήτημα των αναμενόμενων θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων για την πορτογαλική κοινωνία, ιδιαίτερα για τους εργαζόμενους. Το λεγόμενο Δημοσιονομικό Σύμφωνο και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τα οποία παραβαίνουν συχνά η Γερμανία και η Γαλλία, δεν είναι παρά ένας κορσές που εμποδίζει τις δημόσιες επενδύσεις και μια δικαιολογία για μεταρρυθμίσεις που οδηγούν αναπόφευκτα σε εργασιακή ανασφάλεια και καταστρέφουν τη δημόσια περιουσία και τις δημόσιες επιχειρήσεις.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος προβλέπει ένα πρωτογενές πλεόνασμα της δημόσιας διοίκησης περίπου 5 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2017. Με άλλα λόγια, από την κανονική απόδοση της δημόσιας διοίκησης με τα προβλεπόμενα έσοδα και τις προβλεπόμενες δαπάνες, έχουν «περισσέψει» 5 δισεκατομμύρια ευρώ που θα μπορούσαν να ενισχύσουν, για παράδειγμα, την υγεία ή την παιδεία. Όμως, το λογιστικό αποτέλεσμα ανατρέπεται αν έχεις να πληρώνεις, κάθε χρόνο, περισσότερο από 8 δισεκατομμύρια ευρώ για τους τόκους του δημόσιου χρέους.

Πώς να πάμε πέρα από το πορτογαλικό «μαραφέτι»;

Παρά τους περιορισμούς αυτούς, αυτό που αισθάνονται οι άνθρωποι είναι κάποια ανακούφιση. Τα μέτρα λιτότητας σταμάτησαν όπως και η μανία των ιδιωτικοποιήσεων της προηγούμενης κυβέρνησης. Και τα μικρά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα φαίνεται ότι εξασφαλίζουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη συνέχιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που στηρίζει την κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Είναι εξαιρετικά ειρωνικό για την ιστορία της πορτογαλικής δημοκρατίας το γεγονός ότι έχει πραγματοποιηθεί μια κοινοβουλευτική συμφωνία μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των αριστερών κομμάτων, ακριβώς την στιγμή που το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρουσίασε το πιο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ακόμα και από αυτό των εκλογών του 2015. Πιο ειρωνικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους λίγους μήνες, οι Σοσιαλιστές επωφελούνται από την «αριστερή» στροφή που αναγκάστηκαν να κάνουν, λόγω της εκλογικής αύξησης του Μπλόκου της Αριστεράς και της συμμαχίας ΚΚΠ και Πράσινων το 2015.

Ο τετραγωνισμός του κύκλου από τον πρωθυπουργό Αντόνιο Κόστα-με την ταυτόχρονη υπακοή σε Βρυξέλλες/Βερολίνο και στις συμφωνίες που υπέγραψε με τις αριστερές δυνάμεις-μπορεί σταδιακά να επιτύχει στην κοινοβουλευτική περίοδο μέχρι το 2019. Όμως, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κανόνων, το περιθώριο να ανακτηθεί το εργατικό εισόδημα και να εφαρμοστούν κοινωνικές πολιτικές είναι μικρότερο. Οι ανάγκες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί να το κάνουν μικρότερο. Ταυτόχρονα είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι ο Βιέρα ντα Σίλβα, ο σημερινός υπουργός εργασίας, φέρει το βάρος των μέτρων επισφαλούς εργασίας και λιτότητας. Ο Βιέρα ντα Σίλβα υπήρξε υπουργός εργασίας (2005-2009) και οικονομίας (2009-2011) στις κυβερνήσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος με επικεφαλής τον Ζοζέ Σόκρατες. Έτσι, δεν είναι πιθανόν και ουδείς πιστεύει ότι ο συγγραφέας του τρέχοντος Εργατικού Κώδικα πρόκειται να βάλει εμπόδια στην εργασιακή ανασφάλεια και στην επίθεση στις συλλογικές συντάξεις που έγιναν από αυτόν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (2009-2011), η οποία άνοιξε τον δρόμο στις πολιτικές λιτότητας.

Δεν βλέπουμε έναν τρόπο εφαρμογής μιας πραγματικά φιλικής πολιτικής για αυτούς που εργάζονται και ενίσχυσης της πορτογαλικής δημοκρατίας. Η εφαρμογή αυτών των πολιτικών απαιτεί την άρνηση της υπαρκτής Ευρώπης. Αυτό δεν αφορά την παραμονή στην ΕΕ ή στην ευρωζώνη ή την έξοδο από αυτές. Και οι δύο αυτές εναλλακτικές δεν μπορούν να ανοίξουν από μόνες τους τον δρόμο για την ανάπτυξη. Αυτό που έχει σημασία είναι τι θέλει ο κόσμος να κάνει σε σχέση με τα πολιτικά και οικονομικά εργαλεία. Η ανυπακοή δεν είναι ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο. Παράδειγμα, από την ακριβώς αντίθετη οπτική γωνία, η συντηρητική κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον η οποία κατάφερε να κερδίσει κάποιες διευκολύνσεις από την ΕΕ προκειμένου να εφαρμόσει πολιτικές που θα εμπόδιζαν την προσέλκυση ξένων εργατών. Αυτό ήταν κατάπτυστο και, επιπλέον, δεν εμπόδισε το Brexit. Έτσι, αν η Πορτογαλία εφαρμόσει προοδευτικές πολιτικές η ΕΕ δεν θα πρέπει να υποχωρήσει; Η Πορτογαλία, βέβαια, δεν είναι μια μεγάλη πολιτική ή οικονομική δύναμη όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά οι κανόνες της δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβαθμίζεται σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα. Γνωρίζουμε ότι οι δημοκρατίες κινδυνεύουν, συμπιέζονται μεταξύ διαφόρων τύπων λιτότητας (κεντροαριστερής ή δεξιάς) και σ’ αυτό οφείλεται η άνοδος του αντιδραστικού κύματος που εκφράζει η Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία και ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Η δύναμη της δημοκρατίας πρέπει να κινητοποιηθεί από έναν εναλλακτικό δρόμο που να υποστηρίζει τα δίκαια των εργαζομένων. Η Πορτογαλία χρειάζεται μια κοινωνική πλειοψηφία, αντίθετη στα εμπόδια που μπορεί να υπάρξουν στον αγώνα που επιδιώκει το τέλος του κύκλου της φτωχοποίησης.