Ποια πρέπει να είναι η στρατηγική της Αριστεράς για την εργασία από το σπίτι;

Η υπεράσπιση ή η απόρριψη της στροφής προς την εργασία από το σπίτι δε συνιστά κατ’ ανάγκη αντιθετικό δίπολο, θα πρέπει όμως να στηρίζεται σε μια συνεκτική θεωρία χειραφετητικής πολιτικής.

Μιας πολιτικής η οποία λαμβάνει υπόψη της το κόστος και τα οφέλη της τηλεργασίας για τους/τις εργαζόμενους/ες ανά τομέα, κοινωνικό στρώμα και εργασιακό αίτημα, υποστηρίζει ο Γιώργος Χαραλάμπους.

Μετά από δυο χρόνια με πανδημία, το κυρίαρχο ρεύμα των σοσιαλδημοκρατών, οι προοδευτικοί, ακόμη και ορισμένοι μαρξιστές και ριζοσπάστες, προτείνουν ότι η εργασία από το σπίτι θα πρέπει να αποτελέσει διεκδίκηση από την πλευρά των εργατών και των υπαλλήλων. Στα επιχειρήματα υπέρ αυτής της μορφής εργασίας, συγκαταλέγεται το ότι είναι φιλική προς το περιβάλλον, ότι παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία κατά τη διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, συνεπάγεται λιγότερο χρόνο μετακίνησης από και προς την εργασία και επιτρέπει την καλύτερη ενσωμάτωση των ατόμων με αναπηρία. Επιπλέον, το ότι θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής μέσα στις πόλεις, η οποία σήμερα υφίσταται μόνο εκτός αυτών. Ταυτόχρονα, θα μειώσει την κυκλοφορία των αυτοκινήτων και τις τιμές των ακινήτων στις μητροπολιτικές περιοχές, καθιστώντας τες προσιτές σε περισσότερους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η πλευρά που τάσσεται υπέρ της εξ αποστάσεως εργασίας, τη διεκδίκησε ως καθολικό θεμελιώδες δικαίωμα για τις περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν θέματα υγείας.

Τα παραπάνω επιχειρήματα δεν στηρίζονται σε μια συνεκτική θεωρία χειραφετητικής πολιτικής -δεν έχει ακόμη προκύψει μια ολοκληρωμένη φιλελεύθερη, μαρξιστική ή σοσιαλδημοκρατική θέση επί του θέματος- αλλά είναι διάσπαρτα στον πολιτικό χώρο και ποικίλλουν ανάλογα με το ιδεολογικό υπόβαθρο του εκφραστή τους. Το πιο σημαντικό είναι ότι όλα διατυπώνονται κυρίως αναφορικά με το μέλλον και όχι αναδρομικά, καθώς οι συζητήσεις για την εργασία από το σπίτι ή από οπουδήποτε είναι ακόμη νέες και εκκρεμεί πολλή έρευνα πριν από τη δημιουργία στέρεων αιτιωδών ισχυρισμών.

Αλλά υπάρχουν και στην Αριστερά φωνές που απορρίπτουν ευθέως τις δυστοπικές προεκτάσεις της οικονομίας της απομακρυσμένης εργασίας και τονίζουν τους παράγοντες που οδηγούν στην αποξένωση, τη διάβρωση του ελεύθερου χρόνου και τον άτακτο και ανθυγιεινό τρόπο ζωής. Ανάμεσα στο μαύρο και το άσπρο αυτών των προϋπαρχουσών στάσεων, πώς πρέπει η Αριστερά να σχεδιάσει μια συνεκτική στρατηγική για το ζήτημα της εργασίας από το σπίτι;

Η εργασία από το σπίτι ως εργασιακό ζήτημα στον καπιταλισμό

Αν αποδώσουμε έστω και ελάχιστη βαρύτητα στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας στο κοινωνιολογικό μας φαντασιακό, τότε ένα βασικό ζήτημα είναι η δυναμική που θα έχει η αντίθεση αυτή στην περίπτωση μιας οικονομίας που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εξ αποστάσεως εργασία. Η συστημική ανισορροπία δυνάμεων που είναι ενδογενής στον καπιταλισμό δύσκολα θα άλλαζε αν καθιερωνόταν η εξ αποστάσεως εργασία, αφού η εκμετάλλευση δεν θα τελείωνε, αλλά θα μετατρεπόταν σε διαφορετικές μεθόδους καπιταλιστικής άντλησης αξίας από την εργασία.

Εφόσον οι καπιταλιστές επιβεβαιώνουν, συνήθως μέσω των δικών τους ερευνητικών δομών, ότι η παραγωγικότητα της εργασίας από το σπίτι ή άλλοι δείκτες κέρδους όπως οι πωλήσεις, δεν μειώνονται, η εξ αποστάσεως εργασία μπορεί να λειτουργεί υπέρ τους. Όταν όμως δεν πείθονται ως προς την παραγωγικότητα και τις πωλήσεις, η στάση τους απέναντι στην εξ αποστάσεως εργασία γίνεται πολύ πιο καχύποπτη. Επειδή κορυφαία ονόματα του επιχειρηματικού τομέα έχουν μιλήσει υπέρ της, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εργασία από το σπίτι έχει βρει συνολική έως ενθουσιώδη ανταπόκριση από τους κορυφαίους εργοδότες της παγκόσμιας οικονομίας, και συνεπώς ικανοποιεί τα καπιταλιστικά συμφέροντα.

Πρόκειται για μια αρνητική πλαισίωση του ζητήματος, η οποία υποτίθεται ότι εξηγεί την πλευρά του αντι​πάλου, αν και χωρίς να ασχοληθεί με τη διαλεκτική των εργασιακών σχέσεων, προτάσσoντας απλά τη σχεδόν ταυτολογική ιδέα ότι οι καπιταλιστές δεν θα υποχωρήσουν εύκολα αν θιγούν τα συμφέροντά τους, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει στρατηγική θέση. Άλλωστε, ο ενθουσιασμός των καπιταλιστών πρέπει να αξιολογηθεί στη διαδικασία λήψης μιας απόφασης υπέρ ή κατά της εξ αποστάσεως εργασίας. Υπάρχουν άγνωστοι παράγοντες, σφάλματα κρίσης και ακούσιες συνέπειες, που περιορίζουν τον ψυχρό ορθολογισμό που βασίζεται μόνο στα κέρδη ή τις απώλειες της παραγωγικότητας, όπου και πάλι, η έρευνα, ή δεν έχει προχωρήσει πολύ, ή δεν συμπεραίνει ότι προκύπτουν έστω και οριακά κέρδη για όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις.

Υπάρχει επίσης, σαφώς, ένας τεράστιος κίνδυνος όσον αφορά την ικανότητα κινητοποίησης. Μεταξύ των εξατομικευμένων εργαζομένων που θα είναι πίσω από επιτηρούμενες οθόνες, η κοινωνικοποίηση θα εξασθενίσει, με αρνητικές συνέπειες στη δυνατότητα των εργαζομένων να επικοινωνούν μεταξύ τους και να κινητοποιούνται, και, πριν από αυτό, στην τάση τους να διαμορφώνουν πολιτική στάση με ταξική συνείδηση. Επειδή η λαϊκή κοινωνικοποίηση και η κοινωνικοποίηση μέσω του επαγγέλματος θα είναι εξατομικευμένες, το ίδιο θα ισχύσει και για τις διαμαρτυρίες.

Αν η συλλογική εμπειρία των εργαζομένων οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι έχουν κοινά συμφέροντα και κοινές ιδέες, τότε η εξατομίκευση των εργαζομένων μπορεί μόνο να τους απομακρύνει από το πνεύμα της συλλογικότητας. Το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται και με την αποδυνάμωση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ εργασίας, ανάπαυσης και αναψυχής, με επακόλουθες συνέπειες για την υγεία και την κοινότητα, που θα επηρεάσουν ενδεχομένως τα ψυχοκοινωνικά θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας.

Ωστόσο, παρόλο που το καθεστώς της τηλεργασίας βλάπτει το συλλογικό πνεύμα του συνδικαλισμού και της κλαδικής δράσης ή της δράσης στον χώρο εργασίας, δεν το ανατρέπει, με την έννοια ότι οι συλλογικοί αγώνες δεν είναι εφικτοί και η ταξική συνείδηση δεν μπορεί να διαμορφωθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όπως φάνηκε πρόσφατα, για παράδειγμα, από τις επιτυχημένες κινητοποιήσεις των διανομέων στην Ελλάδα, η «οικονομία της πλατφόρμας» (gig economy) και η εξ αποστάσεως εργασία δεν αποτελούν απαραίτητα ανυπέρβλητα εμπόδια για τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις.

Οι τελευταίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις ευκαιρίες και τους περιορισμούς που ενέχουν οι συγκεκριμένες οικονομίες πλατφόρμας. Ενώ οι διανομείς στην Ελλάδα κέρδισαν μόνιμες συμβάσεις, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Κύπρος, αυτό είναι επί του παρόντος πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, επειδή οι περισσότεροι διανομείς είναι μετανάστες με καθεστώς προσωρινής παραμονής και χωρίς συνδικαλιστική υποστήριξη. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, εν τω μεταξύ, χρειάστηκαν αρκετές δικαστικές μάχες τις οποίες κέρδισε το συνδικάτο GMB, ώστε η Uber να το αναγνωρίσει για πρώτη φορά και να εφαρμόσει αμοιβές ίσες ή και ανώτερες του κατώτατου μισθού, επιδόματα αδείας και συνταξιοδοτικά προγράμματα για τους εργαζόμενους.

Η εργασία ανά τομέα και γεωγραφική περιοχή

Kαθώς η διάρθρωση των πολιτικών ευκαιριών στις διάφορες χώρες καθορίζει την εργασιακή πρόοδο, χρειαζόμαστε τομεακές αναλύσεις για να εκτιμήσουμε το κόστος και τα οφέλη που αποκομίζουν οι εργαζόμενοι ανά τομέα ή ανά τομεακή κατηγορία. Η εκμετάλλευση έχει τομεακή διάσταση. Προκύπτει από συγκεκριμένες ρυθμίσεις που δεν αλλάζουν αυτό που είναι, αλλά μεταφράζονται σε διαφορετικές ευκαιρίες και περιορισμούς για την καταπολέμηση συγκεκριμένων ζητημάτων.Υπάρχουν τομείς στους οποίους τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα δεν επαρκούν ή δεν θα μπορούσαν ποτέ να επαρκούν, δεδομένης της φύσης της απαιτούμενης εργασίας ή των νόμων της φύσης. Σκεφτείτε τη βαριά βιομηχανία και τη γεωργία από τη μια πλευρά, έναντι του τομέα των υπηρεσιών. Σκεφτείτε στη βιομηχανία υπηρεσιών, το λιανικό εμπόριο, τον τουρισμό και την κομμωτική από τη μια πλευρά και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες από την άλλη. Σκεφτείτε στη δευτερογενή βιομηχανία, τους αυτοματοποιημένους τομείς και τους μη αυτοματοποιημένους, όπως στην αγορά κεντημάτων ή ορισμένων προϊόντων διατροφής. Σκεφτείτε τις διαφορές στην ίδια βιομηχανία, μεταξύ του Παγκόσμιου Βορρά και του Παγκόσμιου Νότου.Με άλλα λόγια, υπάρχουν διαφορετικές δυνατότητες για εργασία από το σπίτι ανάμεσα στα επαγγελματικά στρώματα. Η μεσαία και η εργατική τάξη είναι δομικά κατακερματισμένες, μεταξύ άλλων επειδή έχουν διαφορετικές δυνατότητες εργασίας από το σπίτι. Οι κλαδικές και οι τομεακές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους εργαζόμενους από το σπίτι και εκείνους που δεν εργάζονται από το σπίτι είναι μεγαλύτερες ή μικρότερες ανάλογα με το επάγγελμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα συνδικάτα είναι ισχυρότερα, σε άλλες περιπτώσεις η εξ αποστάσεως εργασία είναι ένα μη θέμα ή ένα νέο θέμα που αναδύθηκε με την πανδημία του Covid-19, ή ακόμη, ένα μακροχρόνιο θέμα. Αυτό προϋποθέτει τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής που θα αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση, ανάλογα με τη βαρύτητα, τον αντίκτυπο και τη φύση της εργασίας από το σπίτι, στην τοπική και την παγκόσμια οικονομία.

Συνοπτικά, η συζήτηση για την εργασία από το σπίτι αφορά κυρίως τα "άσπρα κολλάρα" και αποκλείει πολλούς τομείς ζωτικής σημασίας για την πραγματική οικονομία, όπως η φροντίδα, η παραγωγή ενέργειας, οι κατασκευές και ο εφοδιασμός. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολύ λιγότεροι εργαζόμενοι από την εργατική τάξη δούλευαν από το σπίτι, σε σύγκριση με τη μεσαία τάξη και άλλες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη ότι τις δυο τελευταίες δεκαετίες η Ανατολική Ασία αποτελεί όλο και πιο πολύ το προπύργιο της παγκόσμιας βιομηχανικής δυνατότητας και δραστηριότητας, η συζήτηση για την εξ αποστάσεως εργασία φαίνεται να είναι μόνο δυτικοκεντρική.

Σε πολλούς κλάδους, όχι μόνο στον Παγκόσμιο Νότο, η εργασία από το σπίτι μόλις και μετά βίας αγγίζει την επιφάνεια των δικαιωμάτων των εργαζομένων, καθώς είτε βρίσκεται χαμηλά στην ίδια την ατζέντα των εργαζομένων, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, συνδέεται με ευρύτερα ζητήματα ευελιξίας της εργασίας, με τις διαδικασίες πρόσληψης και απόλυσης, με την επισφάλεια, τη συνδυασμένη και άνιση ανάπτυξη, τα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας και άλλα. Σκεφτείτε ένα ήδη καθιερωμένο εργασιακό αίτημα στην οικονομία της πλατφόρμας (gig), το δικαίωμα πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα όπως οι αμοιβές και οι συνθήκες εργασίας, και το δικαίωμα σύγκρισής τους με άλλους συναδέλφους, μέσω αγωγών, εφαρμογών και τραπεζών δεδομένων. Μια άλλη διεκδίκηση στην οικονομία της πλατφόρμας (που πρόσφατα κέρδισαν οι διανομείς στην Ελλάδα) αφορά το καθεστώς του μισθωτού σε αντίθεση με εκείνο του αυτοαπασχολούμενου και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματα εκπροσώπησης και συλλογικής διαπραγμάτευσης, την υπαγωγή στον εθνικό μισθό διαβίωσης, σε διαφορετικό φορολογικό καθεστώς και στο επίδομα αδείας.

Η εργασία από το σπίτι ως συγκεκριμένο λαϊκό αίτημα

Ακριβώς επειδή η εργασία από το σπίτι εντάσσεται στις ευρύτερες διαμάχες με αντικείμενο την εργασία, και επειδή σε αυτά τα σταυροδρόμια γεννιούνται οι αντιδράσεις, η αντίσταση στη γενικευμένη τάση για εργασία από το σπίτι, όταν αυτή υποβαθμίζει περαιτέρω τη θέση των εργαζομένων σε όλους τους τομείς και κλάδους και απορρυθμίζει τους αγώνες των εργαζομένων, είναι εξίσου αναγκαία με την οικοδόμηση ενός μετώπου για τα δικαιώματα της εξ αποστάσεως εργασίας. Υπάρχει, άλλωστε, και η ηχηρή πραγματικότητα, η πτυχή του εδώ και τώρα.

Πρώτον, υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που απαιτούν σαφώς μεγαλύτερη ευελιξία στο πρόγραμμά τους. Πολλοί άνθρωποι θα ωφελούνταν από μια γεωγραφική ευελιξία, μένοντας στον τόπο της προτίμησής τους, μετακινούμενοι λιγότερο, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα για μεταφορές, οργανώνοντας τις οικογενειακές τους υποθέσεις πιο ελεύθερα. Αυτό δεν πρέπει να απορριφθεί ως «λανθασμένη συνείδηση», ως μια περίπτωση εργαζομένων που βαδίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους. Κανένας οπαδός της στρατηγικής δεν μπορεί να νομιμοποιεί τις λαϊκές ανάγκες, εκτός από τη μάζα των ανθρώπων που τις βιώνουν. Ως εκ τούτου, αντί να εξάγει επαγωγικά τι είναι καλό για τους εργαζόμενους, η Αριστερά πρέπει να υπερασπιστεί την εργασία από το σπίτι όταν το απαιτούν οι εργαζόμενοι, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ονομασίες της καταπίεσης και τις ευκαιρίες στις πραγματικές συνθήκες των διακριτών κοινωνικών και επαγγελματικών στρωμάτων, ώστε να κατανοήσει τι διαμορφώνει τις ίδιες τις επιθυμίες των εργαζομένων.

Δεύτερον, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων εργάζονταν από το σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μια κρίσιμη μάζα εργατών και υπαλλήλων που, στον εργασιακό τους χρόνο, δουλεύουν σε σχεδόν παντελώς ανεξέλεγκτες συνθήκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, επιβαρύνονται και με την ευθύνη να παρέχουν και να συντηρούν τις προμήθειες και τις υποδομές του χώρου εργασίας τους. Η εξ αποστάσεως εργασία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με ανύπαρκτες ρυθμίσεις και η εμπειρία της ανάληψης εργασιακών καθηκόντων από το σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας το αποκάλυψε αυτό με πολύ ωμό τρόπο. Σύμφωνα με τη ΔΟΕ, μόνο δέκα από τα κράτη μέλη της έχουν επικυρώσει μέχρι στιγμής τη Σύμβαση αριθ. 177 (που υφίσταται από το 1996), η οποία παρέχει ένα ρυθμιστικό πλαίσιο, έστω και μόνο στη βάση της ισότητας μεταξύ των εργαζομένων στο σπίτι και των άλλων, την πιο φιλική προς το κεφάλαιο μορφή πίεσης υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Για τους ριζοσπάστες, η πιο αποτελεσματική ρύθμιση της εξ αποστάσεως εργασίας θα πρέπει να σχεδιαστεί κατόπιν μιας προσεκτικής ανάλυσης των συνεπειών και των τρόπων με τους οποίους η εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο μπορεί να εκδηλωθεί στο πλαίσιο αυτής της νέας ρύθμισης και των τρόπων με τους οποίους η δύναμη των εργαζομένων μπορεί να την μετριάσει. Ένα θεμελιώδες ερώτημα, επομένως, αφορά τους τρόπους με τους οποίους η ανεπίλυτη εκμετάλλευση που ενυπάρχει στην καπιταλιστική απασχόληση θα μεταφερθεί από το γραφείο στο σπίτι, παίρνοντας την ίδια ή κάποια διαφορετική μορφή.

Ήδη έχει ανοίξει ένα πολιτικό μέτωπο στις σχέσεις εργασίας-κεφαλαίου και ο δρόμος προς τα εμπρός είναι να υποστηριχθούν δυναμικά μια σειρά από σχετικούς στόχους: η ένταξη των συνδικάτων και η διαβούλευση με αυτά σε κάθε νομοθετική ρύθμιση για την εργασία στο σπίτι και την εξ αποστάσεως εργασία, η επέκταση της νομικής προστασίας για τους εξ αποστάσεως εργαζόμενους, η εξάλειψη των φιλικών προς το κεφάλαιο κενών στις συμβάσεις μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, η υποστήριξη του «δικαιώματος στην ‘αποσύνδεση’», η γενίκευση των γραπτών συμβάσεων και η απαίτηση για συλλογικές συμβάσεις, η παροχή πρόσβασης στην κοινωνική ασφάλιση, η κατάκτηση δικαιωμάτων αναφορικά με την ευελιξία της εργασίας εντός και εκτός της εξ αποστάσεως εργασίας, ο περιορισμός των χαρακτηριστικών που οι εταιρείες που ειδικεύονται στην τηλεδιάσκεψη μπορούν να επιλέγουν για να ενσωματώνουν στα προϊόντα τους. Ο κατάλογος είναι ήδη αρκετά μακρύς για να δείξει ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι εργοδότες των επιχειρήσεων αποκομίζουν κέρδη από τους εργαζόμενους που εργάζονται στο σπίτι είναι ακριβώς η απουσία ρύθμισης.

Τέλος, ένα παράδειγμα μετατόπισης της παραγωγής προς το σπίτι και την εξ αποστάσεως εργασία μπορεί να συνάδει με μια στρατηγική αποανάπτυξης, στο βαθμό που η αύξηση της παραγωγής από το σπίτι εξετάζεται σε συνδυασμό με τη συνολική αύξηση του ελεύθερου χρόνου και οδηγεί σε οικονομική δραστηριότητα πιο φιλική προς το περιβάλλον, σε σύγκριση με το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Και πάλι, όμως, η εξ αποστάσεως εργασία δεν μπορεί από μόνη της να συμβάλει στην προστασία του περιβάλλοντος. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί σε πιο συνθετικά οικολογικά σχήματα που λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη όλο το φάσμα των κοινωνικοοικονομικών δεδομένων. Όπως και ως προς τη θέση που θα έχει η εργασία από το σπίτι στην ατζέντα των εργασιακών αιτημάτων και δράσεων, η υπεράσπιση μιας οικολογικής οικονομίας μέσω της εργασίας από το σπίτι θα πρέπει να λάβει υπόψη της τις υπάρχουσες διαφοροποιήσεις στον κόσμο της εργασίας.

Εν κατακλείδι

Το να είμαστε υπέρ ή κατά της στροφής προς την εργασία από το σπίτι δεν είναι ένα αυστηρά αντιθετικό, αλλά κυρίως διαλεκτικό δίπολο και, ως εκ τούτου, δεν αρκεί μια προσέγγιση της εξ αποστάσεως εργασίας από τους ριζοσπάστες με ένα ναι ή όχι. Χρειάζεται να δοθεί έμφαση στην εξ αποστάσεως εργασία σε συγκεκριμένους κλάδους, τομείς και αγορές, ώστε οι εργαζόμενοι που επωφελούνται από αυτήν, ή που αντιστέκονται σε αυτήν, ή που επιθυμούν να εργάζονται τις μισές ημέρες από το σπίτι, ή αντιμετωπίζουν παρενέργειες, ή χάνουν τη δουλειά τους εξαιτίας της, να μπορούν να διατυπώνουν και να υπερασπίζονται τις διεκδικήσεις τους αναλόγως. Χρειάζεται επίσης μια περιβαλλοντοποίηση της εργασίας, δηλαδή να αποτιμηθεί το οικολογικό δυναμικό, όπου υπάρχει, πιο εμπεριστατωμένα, και να μπορέσει να αξιοποιηθεί στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και, προφανώς, να εκτιμηθούν τα όρια και οι προκλήσεις του απέναντι στα καθιερωμένα, τα αναδυόμενα και τα εναλλακτικά πλαίσια κοινωνικής ανάπτυξης.