Παραγωγή φράουλας στην Ελλάδα: Μια υπόθεση ρατσισμού και εκμετάλλευσης της εργασίας

28 μετανάστες εργαζόμενοι στις εκτάσεις παραγωγής φράουλας στην Μανωλάδα Ηλείας μεταφέρθηκαν σοβαρά τραυματισμένοι στο νοσοκομείο της Βάρδας την Τέταρτη 17 Απριλίου. Προηγουμένως είχαν πυροβοληθεί εν ψυχρώ από τους “επιστάτες” των φραουλόχωραφων επειδή τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για δεδουλευμένα έξι μηνών που τους χρωστούσαν.

Δεν είναι η πρώτη φορά που τέτοια γεγονότα συμβαίνουν στην Μανωλάδα. Το 2008, η Ντίνα Δασκαλοπούλου και ο Μάκης Νοδάρος, οι οποίοι για λογαριασμό της εφημερίδας Ελευθεροτυπίας έκαναν ρεπορτάζ αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών εργατών στις εκτάσεις παραγωγής φράουλας, δέχτηκαν απειλητικά τηλεφωνήματα πριν και μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ τους.
Κι άλλα παρόμοια περιστατικά έχουν καταγραφεί στην περιοχή τα τελευταία χρόνια, ωστόσο το συγκεκριμένο περιστατικό μαζικών πυροβολισμών είναι  μάλλον  το σοβαρότερο που έχει συμβεί ως τώρα. Οι τοπικές αρχές έχουν παραχωρήσει ένα ιδιότυπο καθεστώς ασυλίας τους ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων παραγωγής φράουλας στην Μανωλάδα καθώς δεν έχουν ασκήσει καμία δίωξη ακόμη και παρά το γεγονός ότι έχουν κατατεθεί περισσότερες από 150 μηνύσεις μέχρι σήμερα. 
Μάλιστα, στις περισσότερες από τις ιδιοκτησίες παραγωγής φράουλας στην περιοχή, οι μετανάστες που απασχολούνται σ αυτές στην μεγάλη τους πλειοψηφία πληρούν τα περισσότερα από τα κριτήρια που θα μπορούσαν να τους κατηγοριοποιήσουν ως θύματα τραφικινγκ.
Στεγασμένοι σε άθλια παραπήγματα, υποχρεώνονται να πληρώνουν ακόμη και ενοίκιο στα αφεντικά τους για να τους επιτρέπεται η διαμονή εκεί. Ακόμη λοιπόν κι αν οι ελληνικές τηρήσουν την δέσμευση που ανέλαβαν την επόμενη των επιθέσεων ότι κανένας μετανάστης εργάτης θύμα των συγκεκριμένων επιθέσεων δεν πρόκειται να απελαθεί, οι άνθρωποι αυτοί θα παραμένουν απειλούμενοι όσο υπάρχουν ο ρατσισμός και το ακραία εκμεταλλευτικό καθεστώς της εργασίας των μεταναστών. Και ακόμη και στην περίπτωση που  θα λάβουν όλα τα απαραίτητα έγγραφα για την παραμονή τους στην χώρα θα εξακολουθήσουν να κινδυνεύουν από τις επιθέσεις της Χρυσής Αυγής και από τον αυξανόμενο ρατσισμό που τροφοδοτεί τη δράση ακροδεξιών ομάδων.
Από ειρωνική σύμπτωση τα γεγονότα στην Μανωλάδα συνέβησαν μία ημέρα ακριβώς μετά τη δημοσίευση της Έκθεσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Ελλάδα από τον Επίτροπο του Συμβούλιο της Ευρώπης Νιλς Μουζνιεκς. Μεταξύ άλλων σημείωνε ότι στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί τελευταία αύξηση ρατσιστικών και άλλων εγκλημάτων μίσους. Όπως ανέφερε συγκεκριμένα αυτά τα εγκλήματα «στοχοποιούν κυρίως μετανάστες και αποτελούν μία σοβαρή απειλή για την τήρηση του νομικού πλαισίου και για την δημοκρατία εν γένει».
Οι πυροβολισμοί στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας επανέφεραν με σοκαριστικό τρόπο στην επικαιρότητα τα δεδομένα σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των μεταναστών στην Ελλάδα. Σε πολλές αγροτικές περιοχές σε όλη την Ελλάδα η παραγωγή εξαρτάται από την χαμηλά αμοιβόμενη και ανασφάλιστη εργασία των μεταναστών. Αυτή η κατάσταση έχει ευνοήσει την διαμόρφωση εκτεταμένων δικτύων εκμετάλλευσης και του φαινομένου του τράφικινγκ. Προφανώς η νομιμοποιητική βάση της ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας. Η κοινωνική κρίση που προκλήθηκε από τα αυστηρά μέτρα λιτότητας και από τον κοινωνικό συντηρητισμό που ελλοχεύει στις αυταρχικές πολιτικές συνέβαλαν στην ανάδειξη ενός νέου είδους βιοπολιτικής: μετανάστες, εκδιδόμενες γυναίκες, διεμφυλικά άτομα, τοξικοεξαρτημένοι, ακόμη και άστεγοι ζουν υπό καθεστώς αμφισβήτησης της ανθρώπινης τους υπόστασης. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών σε όλη την Ελλάδα είναι  η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Χαρακτηριστικό είναι ότι ελληνικές αρχές εντόπισαν και συνέλαβαν τους περισσότερους από τους μετανάστες που κρατούνται εκεί – περισσότερους από 90.000 ανθρώπους – με βασικό κριτήριο το χρώμα του δέρματος τους.
Η Μανωλάδα και άλλες Ειδικές οικονομικές ζώνες, όπως επίσης βέβαια και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών αναμφίβολα συνιστούν ένα καθεστώς εξαίρεσης,  ένα τόπο «πέρα από το νόμο». Τα σώματα των μεταναστών και αυτά των «άλλων» επίσης «ανευ σημασίας» χρησιμοποιούνται από τις αρχές για την εφαρμογή πολιτικών που μέχρι σήμερα θεωρούνταν «αδιανόητες». Αμέσως μετά το πρώτο σοκ απέναντι στην ακραιφνή βία ένας νέος τύπος κοινωνικού εθισμού σταδιακά παράγεται. Το μέχρι πρότινος «αδιανόητο» μετατρέπεται σε μία καθημερινή πιθανότητα και τότε μία νέα ερώτηση προκύπτει: « Ποιος είναι ο επόμενος;»