Οικοδομώντας ξανά την Αριστερά που χρειαζόμαστε

Όλοι αναμέναμε ότι οι εκλογές της 4ης Μάρτη δεν θα πήγαιναν καλά για την Αριστερά. Κανένας, όμως, δεν περίμενε τέτοιο χτύπημα

Ούτε καν όσοι, όπως εγώ, είχαμε την ευκαιρία να δούμε από πρώτο χέρι, ταξιδεύοντας σε όλα τα πλάτη και μήκη της χώρας, ότι αυτή θα ήταν η δυσκολότερη προεκλογική περίοδος μέχρι τώρα. Διοτι, αυτή τη φορά, ήταν δυσκολότερο, ακόμα και να βρούμε τις λέξεις για να επικοινωνήσουμε με όσους συναντούσαμε  για πρώτη φορά. Και ήταν, επίσης, μεγάλη πρόκληση να πείσουμε και όσους είχαν ήδη κάποιο δεσμό με μας και ήταν ήδη στο πλευρό μας.

Μια κρίση δημοκρατίας

Το λέω αυτό για να εξηγήσω ότι αυτό που συνέβη ήταν το αποτέλεσμα ενός γενικευμένου αποπροσανατολισμού των σημείων αναφοράς που παραδοσιακά χαρακτήριζαν το πολιτικό πλαίσιο της χώρας μας, σε βαθμό σύγχυσης των απόψεων, των προσανατολισμών και των αξιών. Αποδεικνύεται έτσι ότι αυτό που βιώνουμε δεν είναι μια κρίση της Αριστεράς, αλλά εν γένει της δημοκρατίας. Μάλιστα, έχουμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο, γιατί ο πολιτικός και κοινωνικός ιστός που τα μαζικά κόμματα πρόσφεραν στο παρελθόν ως χώροι αναστοχασμού —και επομένως ανάλυσης του παρόντος και συλλογικής οικοδόμησης του μέλλοντος— δεν υπάρχουν πλέον. Χωρίς τα παραπάνω, η ψήφος δεν είναι αρκετή για να επιτρέψουν στη δημοκρατία να ζήσει. Εν τη απουσία τους, η ψήφος μόνη της δημιουργεί μια αγορά ατομικών κραυγών αποδοκιμασίας ή ξαφνικής επιδοκιμασίας.

Έτσι εκατομμύρια πρώην αριστερών ψηφοφόρων ξεγελάστηκαν πιστεύοντας ότι η ανανέωση θα έρθει ψηφίζοντας το Κίνημα των 5 Άστέρων, στέλνοντας παντελώς άγνωστους αντιπροσώπους στο κοινοβούλιο, των οποίων τις ικανότητες και την ηθική ποιότητα κανένας δεν έχει ελέγξει, με δεδομένο ότι αυτοσυστήθηκαν μέσω των βιογραφικών τους σημειωμάτων, στην ιστοσελίδα του σκοτεινού, πραγματικού ηγέτη του κινήματος, κυρίου Καζαλέτζιο. Από τη πρώτη μέρα κιόλας της καινούργιας νομοθετικής περιόδου, η αναξιοπιστία των προγραμματικών τους δεσμεύσεων ήταν εμφανής.

Δεν μιλάω για μια κρίση δημοκρατίας για να αποφύγω την κρίση της Αριστεράς, που είναι σοβαρότερη στην Ιταλία, από οπουδήποτε αλλού. Ούτε το κάνω για να αποφύγω την επιτακτική αυτοκριτική. Το λέω για να τονίσω το γεγονός ότι έχουν ένα πολύ πιο δύσκολο καθήκον μπροστά μας και όχι μόνο στην Ιταλία.

Το Δημοκρατικό Κόμμα και οι εναλλακτικές

Εδώ στην Ιταλία, έχουμε υποφέρει από τα καταστροφικά αποτελέσματα της παρερμηνείας του Δημοκρατικού Κόμματος ως αριστερού, κάτι που συνεχίζεται από τα μέσα ενημέρωσης. Αντίθετα, εδώ και χρόνια το κόμμα αυτό έχει πάρει αποφάσεις που το οδήγησαν σε σύγκρουση με αυτούς που αντιπροσώπευε στο παρελθόν: τους φτωχότερους. Συνέβη με τον εργασιακό νόμο που αφαίρεσε δικαιώματα, κατακτημένα με κοπιώδης αγώνες· με τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος· με την περαιτέρω υποδούλωση των σχολείων στις ανάγκες των επιχειρήσεων· και με ένα συντηρητικότερο φορολογικό σύστημα. Η μετωπική σύγκρουση με την CGIL (την ιταλική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών) δεν έχει προηγούμενο.

Η προσέγγιση της «αστυνόμευσης» από τον υπουργό των Εσωτερικών της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος, με την ελπίδα ότι θα προσελκύσει εύκολες ψήφους, στο τέλος υποδαύλισε το φόβο και τον εγωκεντρισμό, ευνοώντας τη μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά. Και όντως, τελικά ήταν η Λέγκα του Βορρά, ένας ανοιχτά φασιστικός σχηματισμός, που επωφελήθηκε από τις πολυάριθμες ψήφους του βορρά που κάποτε κατέληγαν στην Αριστερά.

Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί η αποδοκιμασία της κυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος δεν έφερε ψήφους σε μια αριστερά που σηματοδότησε κάτι σημαντικά νέο —όπως στην περίπτωση των Ελεύθερων και Ίσων—: την εγκατάλειψη του ΔΚ από μια σημαντική και έμπειρη μερίδα της ηγεσίας της, σχεδόν όλων όσων προέρχονται από το ΚΚΙ, θα μπορούσε να πει κάποιος. Είναι αλήθεια ότι η ηγεσία αυτή είχε στηρίξει κάποιες από τις χειρότερες επιλογές της κυβέρνησης του ΔΚ στο πρόσφατο παρελθόν. Αλλά, το σημαντικότερο ήταν ότι, πέρα από την εμφατική εγκατάλειψη του κόμματος και την προσήλωση σε ένα πρόγραμμα με σκοπό να αντιστραφεί η κύρια ζημιά της κυβέρνησης Ρένστι, το ΔΚ επιτέλους και ηχηρά απονομιμοποιήθηκε ως το «ιστορικό» κόμμα της αριστεράς.

Η Ιταλική Αριστερά ισχυρίστηκε ότι αυτή η απονομιμοποίηση, η έκταση της οποίας ωστόσο δεν μπορούσε να προβλεφθεί, θα ταρακουνούσε την παλιά βάση, η οποία, αν και δεν τοποθετούνταν πια στο παλιο ΚΚΙ, είχε ενηλικιωθεί με αυτό και είναι ακόμα κάτω από την επιρροή της κουλτούρας και των παραδόσεών του.

Κάναμε λάθος. Ήταν ήδη πολύ αργά. Η βάση αυτή, αν και πέρασε από πολλές ψεύτικες μετενσαρκώσεις (Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς, Δημοκρατικοί της Αριστεράς, Δημοκρατικό Κόμμα), παρέμενε πιστό σε αυτό που πολλοί αποκαλούσαν «το κόμμα», τώρα αδυνάτισε. Δεν ήθελε ούτε καν να μιλήσει ή να ακούσει για την αριστερά, οποιουδήποτε είδους. Βρήκε καταφύγιο στην ψήφο διαμαρτυρίας εναντίον όσων είχαν καταλάβει το πολιτικό σκηνικό —ακόμα και από θέση αντιπολίτευσης— τα τελευταία χρόνια.

Είμαι ακόμα πεπεισμένη ότι παρόλες τις αδυναμίες, δεν υπήρχε εναλλακτική στους Ελεύθερους και  Ίσους. Αυτό αποδείχθηκε και απο την προσπάθεια της Κομουνιστικής Επανίδρυσης, που μετά την αποστασιωποίησή της από ένα υποθετικό αλλά πιθανό ενωμένο μέτωπο, συμμάχησε με μια ομάδα κοινωνικών κέντρων, ιδρύοντας την «Εξουσία στο Λαό». Ότι αυτή ήταν η εναλλακτική στους Ελεύθερους και Ίσους επιβεβαιώθηκε από την εκλογική διαδικασία: οι ψήφοι που πήραν ήταν ελαφρώς περισσότεροι από τις μισές της οικτρής εκλογικής εμπειρίας του 2013 με την «Πολιτική Επανάσταση» με επικεφαλής τον Δικαστή Ινγκρόια.

Θα έπρεπε να ξέρουμε ότι πολλαπλασιάζοντας τα ακρωνύμια της Αριστεράς δεν διευκρινίζουμε τη διαφορά μας στην πολίτική. Απλά εκνευρίζουμε το εκλογικό σώμα. Ας ελπίσουμε οτι δεν θα το επαναλάβουμε για πολλοστή φορά στις ερχόμενες ευρωεκλογές —αν και αυτό δεν θα είναι ευκολότερο, με δεδομένο ότι οι διαφορετικές προσλήψεις της ΕΕ έχουν ακόμα μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους.

Ξεκινώντας από το σημείο μηδέν —με αισιοδοξία

Τώρα οφείλουμε να ξεκινήσουμε από το μηδέν, αναλογιζόμενοι τι θα έπρεπε να κάνουμε από κοινού.

Δεν είναι εύκολο, γιατί η αριστερά ήταν ισχυρή, όταν εκπροσωπούσε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα, δίνοντάς τους την δυνατότητα να δημιουργήσουν ρήξεις και να επικοινωνήσουν ένα σχέδιο. Για να ανακτήσουμε αυτή τη δυνατότητας κοινωνικής εκπροσώπησης —που είναι προϋπόθεση για οποιαδήποτε αριστερή ανοικοδόμηση— πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αποσύνθεση του εργατικού δυναμικού είναι πολύ σοβαρότερη από την ανισότητα. Μια ακόμα διαμαρτυρία ή αποκήρυξη —ή οι κουρασμένες και κουραστικές επαναλήψεις παλιών κεϋνσιανών συνταγών— δεν είναι επαρκείς αποκρίσεις. Η επαναλαμβανόμενη επίκληση «να ανακτήσουμε τη σχέση μας με τις περιφέρειες» δεν φτάνει επίσης. Πρέπει να καταλάβουμε τι θέλουμε να κάνουμε με τον πληθυσμό των περιφερειών, αν θέλουμε να τροφοδοτήσουμε την υπάρχουσα συναίνεση ή να οικοδομήσουμε το απαραίτητο, ενεργό υποκείμενο που θα ξαναχτίσει ένα συλλογικό πρωταγωνιστή μεταξύ των διαιρεμένων εργαζομένων που θα δώσει «υλικοτεχνική» ισχύ —σε πείσμα της ατέλειωτης ενοικίασης τους από τις εταιρείες— που μπορεί να εγερθεί μόνο από την ανάκτηση μιας κοινής ταυτότητας.

Για να ξεκινήσουμε πάλι, υπάρχει ανάγκη για ένα κόμμα ικανό να σχεδιάζει ένα πλάνο ικανό για την αναγκαία μεσολάβηση ώστε να ενώσει ατομικότητες κοινωνικά και πολιτισμικά αποκλίνουσες. Εκτός κι αν πρόκειται για ένα σχηματισμό που είναι ξεπερασμένος ή πλέον μη αποδεκτός. Και αν είναι ξεπερασμένος, πρέπει να υπάρξει ένα καινούργιο κόμμα ή είναι πιθανό να ξεκινήσουμε με ότι έχουμε στους Ελεύθερους και Ίσους; Αυτά είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και θα χρειαστούμε χρόνο για να ξεδιαλύνουμε. Βραχυπρόθεσμα, ξέρουμε —τουλάχιστον εμείς από την Ιταλική Αριστερά— ότι η κεντροαριστερά δεν μπορεί να χτίσει κάτι νέο και ότι το ΔΚ, ακόμα και χωρίς τον Ρέντσι, τώρα εκπροσωπεί ένα διαφορετικό κοινωνικό μπλοκ. Ξέρουμε, επίσης, ότι σήμερα δεν υπάρχει άλλη κυβερνητική εναλλακτική. Στη καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσαμε να εγκρίνουμε μεμονωμένες προτάσεις που δυνητικά θα κάνει το Κίνημα των 5 Αστέρων, στην απίθανη περίπτωση που θα υπάρξει μια κυβέρνηση μειοψηφίας από αυτό. Σίγουρα δεν μπορούμε να τους δώσουμε την εμπιστοσύνη μας, μεταξύ άλλων γιατί έχουν ήδη μετεξελιχθεί σε ένα τέλειο κεντρώο κόμμα που συνδυάζει θέσεις εναντίον της φορολογίας με περισσότερες δημόσιες δαπάνες (ίσως αναβιώσουν οι χριστιανοδημοκράτες τελικά!).

Το μόνο που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι για πολύ καιρό πρέπει να καταπιαστούμε με την ανοικοδόμηση, μαζί με άλλους ευρωπαίους, της αριστεράς που είναι απαραίτητη στους καιρούς μας.

Αυτό, όμως, πρέπει να γίνει με αισιοδοξία που πηγάζει από τη γνώση ότι η ανθρωπότητα δεν θα ανεχθεί να ζει τόσο άσχημα και επομένως θα αντιδράσει κάποια στιγμή. Πηγάζει επίσης ιδιαίτερα από όσους έχουν ήδη αντιδράσει και μάλιστα με εντυπωσιακή πυγμή: το γυναικείο κίνημα, το μοναδικό που μεγαλώνει και δείχνει να κερδίζει, παρουσιάζει μια μεγάλη ικανότητα κινητοποίησης. Στην ανάλυση ψήφου, και γενικότερα, στη σημερινή κατάσταση, αυτό δεν αναφέρεται ποτέ. Κι όμως η μαζικότητά του είναι ένα εντυπωσιακό στοιχείο και μια ανεκτίμητη πρώτη ύλη (αν η Αριστερά την αρπάξει).

Μετάφραση από τα αγγλικά: Πέτρος Κοντές