Οι πληθωριστικές πιέσεις: άνοδος των τιμών, στρατιωτικοποίηση και αυταρχισμός

H Γκαμπριέλε Μίχαλιτς εξετάζει τις εξελίξεις στην Αυστρία, προκειμένου να εξηγήσει πώς ο νεοφιλελευθερισμός εξακολουθεί να επηρεάζει τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας, στρώνοντας παράλληλα το έδαφος στον αυταρχισμό.

Ο πόλεμος και ο πληθωρισμός ρίχνουν τη σκοτεινή σκιά τους πάνω από την Ευρώπη. Το αφήγημα που πουλάνε οι πολιτικοί και τα ΜΜΕ περί ενός πολέμου που διεξάγουν οι «δημοκρατίες» κατά των «εχθρών» τους –για τον οποίο πρέπει, ασφαλώς, να πληρώσουμε– διαψεύδει το γεγονός ότι ο αυξανόμενος αυταρχισμός είναι φαινόμενο και των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ακόμη και στην υποτιθέμενη ελεύθερη Δύση, ο πληθωρισμός και οι συγκρούσεις ενισχύουν τις αυταρχικές τάσεις: προωθώντας την κοινωνική πόλωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό, επιταχύνουν την απώλεια της δημοκρατίας, ενώ ο δυϊσμός φίλος/εχθρός και η έννοια της σκληρής αρρενωπότητας αρχίζουν να εισβάλουν στην κυβερνητική πολιτική.

Τα διδάγματα από το παρελθόν: ο υπερπληθωρισμός

Το 2022, η Αυστρία σημείωσε ρεκόρ στον μέσο ετήσιο πληθωρισμό, με ποσοστό 8,6% -που για τελευταία φορά είχε σημειωθεί το 1974, στη διάρκεια της κρίσης των τιμών του πετρελαίου-. Καθώς ο πληθωρισμός ήταν κάτω του 4%, από το 1992 και μετά, ορισμένοι επικαλούνται το αιώνιο φάντασμα που κάποτε στοίχειωνε το έθνος: τον υπερπληθωρισμό. Κάποιες πρόσφατες δημοσιεύσεις για τον υπερπληθωρισμό της Αυστρίας και της Γερμανίας τη δεκαετία του 1920 (που κορυφώθηκε το 1922 και το 1923 αντίστοιχα) προειδοποιούν ότι οι ανοδικές αυξήσεις των τιμών μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτικό ριζοσπαστισμό· εξάλλου, ο υπερπληθωρισμός ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την απόπειρα πραξικοπήματος από τον Χίτλερ, τον Νοέμβριο του 1923.

Παρόλο που η συγκεκριμένη υπερπληθωριστική περίοδος και οι καταστροφικές κοινωνικές και πολιτικές της επιπτώσεις είναι ριζωμένες στη συλλογική μας μνήμη, είναι παραπλανητικό να κάνουμε την ιστορική αναγωγή. Τότε, η Αυστρία αντιμετώπιζε μηνιαίο πληθωρισμό της τάξης του 130%. Στη Γερμανία, το αντίστοιχο ποσοστό ανερχόταν σε περίπου 30.000%. Τους τελευταίους έξι μήνες του 1923, η τιμή του αυγού αυξήθηκε, από μερικές εκατοντάδες σε αρκετά δισεκατομμύρια μάρκα. Στο αποκορύφωμα του πληθωρισμού, οι τιμές στη Γερμανία αυξάνονταν πολλαπλά σε μία μόνο ημέρα. Η χρηματοδότηση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η μαζική εκτύπωση χαρτονομισμάτων για την κάλυψη των πολεμικών αποζημιώσεων και η καταστροφική οικονομική κατάσταση των νεοσύστατων εθνικών κρατών στον απόηχο της στρατιωτικής ήττας, επιτάχυναν την υποτίμηση του νομίσματος.

Αλλά, ακόμη και αν τα γεγονότα είναι σήμερα πολύ διαφορετικά από τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1920, ο αντίκτυπος της αύξησης των τιμών στις κοινωνίες μας, στο πολιτικό μας κλίμα και στις δημοκρατίες μας, εξακολουθεί να είναι βαθιά ανησυχητικός. Η φτώχεια, η ανισότητα και ο κοινωνικός αποκλεισμός αυξάνονται· τα διευρυνόμενα κοινωνικά ρήγματα διαβρώνουν περαιτέρω τα θεμέλια των δημοκρατιών μας που έχουν ήδη κλονιστεί από τις δεκαετίες του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού.

Οι τιμές και τα κέρδη

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι ακόλουθες κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας θεωρούνται δύο από τους κύριους ενόχους για τον πληθωρισμό, καθώς διόγκωσαν τις τιμές της ενέργειας που είναι σε διαρκή αύξηση από το 2020. Άλλοι παράγοντες που αναφέρονται συχνά είναι ο Covid-19 (οι καταναλωτές αποταμίευαν στη διάρκεια των επαναλαμβανόμενων lockdown, γεγονός που οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης μετά την άρση των περιορισμών) και τα ζητήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και τα χαμηλά επιτόκια και τα φθηνά δάνεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός που παρατηρούμε αποτελεί –τουλάχιστον εν μέρει– μια «διαδικασία πλουτισμού», καθώς οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν αυξήσεις στις τιμές τους σημαντικά υψηλότερες από τις πραγματικές αυξήσεις του κόστους τους. Για παράδειγμα, οι τιμές του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, στην παραγωγή των οποίων η ενέργεια αντιπροσωπεύει λιγότερο από 5% του συνολικού κόστους, αυξήθηκαν έως και 50%. Παράλληλα με τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα, οι τιμές των ακινήτων και τα ενοίκια οδηγούν, εδώ και καιρό, την κούρσα του πληθωρισμού, επιφέροντας αυξήσεις στις τιμές των βασικών αγαθών: «στη στέγη, την ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο, τα καύσιμα και τα τρόφιμα. Τομείς στους οποίους η άντληση υψηλότερων κερδών μέσω αυξήσεων είναι πολύ εύκολη, δεδομένου ότι οι καταναλωτές δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτά». Επομένως, ο πληθωρισμός οξύνει και την ταξική πάλη, αλλά με λίγους νικητές και πολλούς ηττημένους.

Τα άνισα κατανεμημένα μέτρα στήριξης

Καθώς το κόστος της ενέργειας και των τροφίμων αυξάνεται ταχύτερα, ο πληθωρισμός πλήττει λιγότερο τα υψηλά εισοδήματα, σε σύγκριση με τα χαμηλότερα. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός για το χαμηλότερο 20% των εισοδημάτων τον Oκτώβριο του 2022 ήταν 11,8%, ενώ για το υψηλότερο 20% μόλις 10,7%. Προσπαθώντας να μειώσουν το χάσμα στο κόστος ζωής, οι πολιτικοί επιλέγουν την κατάργηση των ενεργειακών φόρων και τα επιδόματα, ώστε να απαλύνουν την αύξηση των τιμών, ιδίως για τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία λαμβάνουν και εφάπαξ χορηγήσεις. Παρότι τα παραπάνω μέτρα παρέχουν μια στήριξη ζωτικής σημασίας που, γενικά, ωφελεί περισσότερο τις χαμηλές εισοδηματικές ομάδες, γεννιέται το ερώτημα εάν η στήριξη του κόστους ζωής των υψηλότερων εισοδημάτων είναι κοινωνικά απαραίτητη ή αν έχει καν νόημα, από οικονομική άποψη.

Ωστόσο, υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στην κρατική στήριξη των νοικοκυριών και σε εκείνη των επιχειρήσεων. Στην Αυστρία, η στήριξη των επιχειρήσεων είναι αναμφίβολα το μόνο σημαντικό μέτρο της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του πληθωρισμού: για το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχουν προβλεφθεί 7 δισεκατομμύρια ευρώ –ενώ, επί της ουσίας, δεν υπάρχει ανώτατο όριο-. Το κράτος ουσιαστικά προσφέρει επιδοτήσεις έως και 4 εκατομμύρια ευρώ σε όλες τις εταιρείες χωρίς να απαιτεί κανένα αντάλλαγμα (οι επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται καν να αποδείξουν ζημίες). Σε ορισμένες περιπτώσεις, το ποσό αυτό μπορεί να ανέλθει σε 150 εκατομμύρια ευρώ. Όπως αποδείχθηκε αρκετές φορές στη διάρκεια της πανδημίας, ο σχεδιασμός αυτών των μέτρων στήριξης συχνά οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπληρωμές και, ως εκ τούτου, τα μέτρα στήριξης του πληθωρισμού μετατρέπονται απλώς σε κρατικά επιδοτούμενα εταιρικά κέρδη.

Παρά τους απροσδόκητους φόρους, οι εταιρείες ενέργειας αποκομίζουν σημαντικά κέρδη, ειδικά δεδομένου ότι ο αυστριακός φόρος επί των πλεοναζόντων κερδών, ο οποίος – ανάλογα με τις μελλοντικές τιμές της ενέργειας– προβλέπεται να αποφέρει μεταξύ δύο και τεσσάρων δισεκατομμύρια ευρώ στα δημόσια ταμεία, εξακολουθεί όμως να είναι πολύ πίσω από τους φορολογικούς συντελεστές που συμφωνήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: ένα μάξιμουμ 40% θα επιβάλλεται μόνο στα κέρδη που υπερβαίνουν το 20% των μέσων κερδών μιας εταιρίας τα τελευταία τρία χρόνια .

Συνολικά, τα νοικοκυριά μπορούν (προς το παρόν) να αναμένουν ότι θα λάβουν στήριξη άνω των 11 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2022 και το 2023, ενώ οι επιχειρήσεις θα εισπράξουν περί τα 9 δισ. Οι διανεμητικές επιπτώσεις των πολλαπλών πληρωμών θα εξαρτηθούν τελικά από τον τρόπο χρηματοδότησης αυτών των μέτρων. Επί του παρόντος, οι εργαζόμενοι συνεισφέρουν περίπου τα δύο τρίτα των συνολικών (ομοσπονδιακών) φορολογικών εσόδων μέσω του φόρου εισοδήματος και ενός σημαντικού μέρους ενός φθίνοντος φόρου επί των πωλήσεων, ενώ ο επιχειρηματικός τομέας έχει σχετικά μικρή συνεισφορά, περίπου 10%, μέσω του εταιρικού φόρου. Ο φόρος αυτός μειώθηκε σταδιακά από 25% σε 23% από την αρχή του έτους, μειώνοντας περαιτέρω το ποσό των κρατικών εσόδων που συγκεντρώνονται με αυτόν τον τρόπο. Τέλος, δεν είναι μόνο οι εργαζόμενοι, αλλά και οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι που χρηματοδοτούν τις κρατικές πληρωμές του κόστους ζωής τους, καθώς και τις πληρωμές προς τις επιχειρήσεις.

 Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός

Ο πληθωρισμός διαβρώνει σημαντικά και τις αποδοχές. Το 2022, η Αυστρία κατέγραψε απώλεια στα πραγματικά εισοδήματα άνω του 4%· στη Γερμανία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λίγο κάτω του 3%[1]Οι μισθολογικές δεσμεύσεις για το 2023, οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνουν αυξήσεις 7-8%, δεν θα αντισταθμίσουν πλήρως τις σοβαρές πραγματικές απώλειες οι οποίες, εν τέλει, θα ωφελήσουν τους εργοδότες.

Το ζήτημα επιδεινώνεται από τη μείωση της αξίας των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Οι κρατικές συντάξεις θα αυξηθούν κατά 5,8% το 2023, αλλά οι συνταξιούχοι θα εξακολουθήσουν να χάνουν ένα σημαντικό ποσοστό της αγοραστικής τους δύναμης. Ορισμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις –επικεντρωμένες κυρίως στην οικογένεια – έχουν αυξηθεί, με εξαίρεση τα επιδόματα ανεργίας (που μειώνονται), παρόλο που οι (μακροχρόνια) άνεργοι είναι μία από τις κοινωνικές ομάδες που πλήττονται περισσότερο από τη φτώχεια.

Το περασμένο φθινόπωρο περισσότεροι από τους μισούς Αυστριακούς αναρρωτιούνταν αν θα είναι σε θέση να θερμάνουν τα σπίτια τους· ενώ πάνω από 40% φοβούνταν ότι οι περαιτέρω αυξήσεις των τιμών θα τους οδηγήσουν στη χρέωση[2]. Παρότι θα έχουμε την πλήρη εικόνα για τη σχέση μεταξύ πληθωρισμού και χρέωσης των νοικοκυριών μόνο στο τέλος του 2023, ήδη τα στοιχεία για το 2022 ήταν κατά 25% υψηλότερα από εκείνα του 2021 και ο αριθμός των αιτήσεων πτώχευσης αυξήθηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 28%[3].

Εν τω μεταξύ, η φτώχεια εξακολουθεί να είναι ανεξέλεγκτη, όπως φαίνεται και από τον αριθμό των δεμάτων τροφίμων που διανέμει η Caritas, η μεγαλύτερη καθολική φιλανθρωπική οργάνωση της Αυστρίας. Το 2022, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις έδιναν περίπου 50% περισσότερα τρόφιμα από ό,τι στο αποκορύφωμα της πανδημίας το 2021, δηλαδή 26 τόνους την εβδομάδα, από 17 το προηγούμενο έτος. Στην πραγματικότητα, η ζήτηση ήταν τόσο υψηλή, που το φθινόπωρο αναγκάστηκαν να μειώσουν την ποσότητα των ειδών διατροφής ανά νοικοκυριό και να μη δέχονται νέες αιτήσεις.

Η πολιτική των επιτοκίων και ο στασιμοπληθωρισμός

Η πραγματική μείωση των αποδοχών, και ιδίως των συντάξεων και των επιδομάτων ανεργίας, καθώς και η αναδιανομή του πλούτου από τη βάση προς την κορυφή συνδέονται με τη μείωση της ζήτησης και, ως εκ τούτου, λειτουργούν ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη[4].  Ταυτόχρονα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, ακολουθούμενη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα[5], αντέδρασε απέναντι στην κρίση ανεβάζοντας τα επιτόκια. Αλλά, καθώς τα επιτόκια ανεβαίνουν, αυξάνουν το κόστος των επενδύσεων και, ως εκ τούτου, δρουν αποθαρρυντικά, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στην οικονομία, οι οποίες –όπως παρατηρήθηκε την τελευταία φορά στη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης, τη δεκαετία του 1970– αναμένεται να οδηγήσουν σε στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή, σε αργή οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ανεργία και τον υψηλό πληθωρισμό [6].

Ο διχασμός και η διάβρωση της δημοκρατίας

Ο πληθωρισμός και οι πολιτικές για τον έλεγχό του επιδεινώνουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τις υφιστάμενες ασυμμετρίες μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, τις έμφυλες ιεραρχίες που σχετίζονται με το χρήμα και τις φυλετικές οικονομικές ανισότητες. Επιφέρουν σημαντική αναδιανομή του πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω, ενισχύουν τις κοινωνικές ανισότητες και εντείνουν περαιτέρω την κοινωνική πόλωση. Η προβλεπόμενη αύξηση της ανεργίας ως αποτέλεσμα του στασιμοπληθωρισμού θα πλήξει, και πάλι, κυρίως τους πιο ευάλωτους: τους άνεργους, τους επισφαλώς εργαζόμενους, τους χαμηλόμισθους –και, εξ αυτών, κυρίως τις γυναίκες και τους μετανάστες-. Οι υφιστάμενες ανισότητες, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, οι ταξικές, οι έμφυλες και οι φυλετικές διακρίσεις θα εδραιωθούν ακόμη περισσότερο και, ως εκ τούτου, θα συνεχίσουν να υπονομεύουν τα δημοκρατικά θεμέλια της κοινωνίας.

Οι επανεξοπλισμοί και η στρατιωτικοποίηση

Ωστόσο, παρότι η κοινωνική ανισότητα και οι οικονομικές δυσκολίες εντείνονται δραματικά,  οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται για άλλη μια φορά παγκοσμίως. Η Γερμανία ξαναθυμήθηκε τη φιλοδοξία της να είναι στρατιωτική δύναμη ενώ, ακόμη και το «μονίμως ουδέτερο» αυστριακό κράτος, που έχει στενές σχέσεις με το ΝΑΤΟ παρά το γεγονός ότι δεν είναι μέλος του, στρατιωτικοποιείται. Ο αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας για το 2023 αυξήθηκε κατά 680 εκατομμύρια ευρώ στα 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ, έτσι ώστε –αν συμπεριλάβουμε τις καταβληθείσες συντάξεις στα πρώην μέλη των ενόπλων δυνάμεων– τώρα ισοδυναμεί με το 1% του ΑΕΠ της χώρας. Τα επόμενα χρόνια, σχεδιάζονται και άλλες αυξήσεις που έχουν ήδη ενταχθεί σε έναν ειδικό νόμο για τις  στρατιωτικές δαπάνες, ο οποίος διασφαλίζει ότι από το 2027 και εξής, θα δαπανάται για την άμυνα τουλάχιστον το 1,5% του ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται τις αλλαγές της νοοτροπίας στην αυστριακή κοινωνία: μόνο το 50% των Αυστριακών αισθάνονται «πολύ» ή «μάλλον ασφαλείς», εν μέρει ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, ενώ το 2021 το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε το 70%. Ωστόσο, εδώ και αρκετό καιρό, ο δημόσιος λόγος κυριαρχείται από αναφορές στους εχθρούς, τόσο εγχώριους όσο και ξένους, που έχουν κατασκευάσει οι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης: στους τρομοκράτες, τους πρόσφυγες και «άλλους». Ο κατάλογος περιλαμβάνει τώρα και τους ακτιβιστές για το κλίμα, τη Ρωσία και την Κίνα. Ο όρος «ασφάλεια» έχει από καιρό αποσυνδεθεί από το κράτος πρόνοιας, για να ενταχθεί σε ένα αστυνομικό/στρατιωτικό πλαίσιο. Επομένως, δεν αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός ότι η χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεων έχει φτάσει σε νέα υψηλά επίπεδα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, το 63% των ερωτηθέντων τάχθηκαν υπέρ των υψηλότερων στρατιωτικών δαπανών (ποσοστό υψηλότερο από εκείνο του 2021 κατά 8%), ενώ το 56% (13 μονάδες πάνω από το 2021) και, για πρώτη φορά η πλειοψηφία των ερωτηθέντων, τάχθηκε υπέρ της αύξησης και του αριθμού των στρατιωτών[7].

Η νεοφιλελεύθερη σκληρότητα και οι μαχητές της ακροδεξιάς

Ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε γωνιά. Πράγματι, δεν είναι μόνο το χάσμα μεταξύ του συνεχώς διογκούμενου πλούτου των λίγων και της αυξανόμενης φτώχειας των  πολλών που επιδεινώνεται, αλλά και οι καθημερινές μάχες για την επιβίωση. Η κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού έχει ανοίξει τον δρόμο για μια «κουλτούρα της δύναμης[8]» στην οποία ο αδίστακτος ανταγωνισμός και η ατομική ευθύνη έχουν εξελιχθεί σε θεμελιώδεις κοινωνικές αρχές. Η νεοφιλελεύθερη νοοτροπία περί επιβίωσης των πιο ικανών έχει -επίσης- καθιερώσει την, αδιαμφισβήτητη όσο και αντικοινωνική προσαρμογή στις συνθήκες της αγοράς για χάρη της μεγιστοποίησης του κέρδους, ως κλειδί για την επιβίωση. Με τον ανταγωνισμό να διέπει κάθε πτυχή της ζωής, τα μειονεκτήματα και τα δεινά των άλλων γίνονται καλοί οιωνοί που, σε έναν κόσμο παγκόσμιου ανταγωνισμού, μοιάζουν να παρέχουν εγγυήσεις δύναμης και καλύτερων ευκαιριών[9].

Όμως, καθώς ο ανταγωνισμός επιτρέπει εξ ορισμού την ύπαρξη μόνο λίγων «νικητών», η απογοήτευση και η επιθετικότητα αυξάνονται. Οι ηγέτες της ακροδεξιάς προσφέρουν μια διέξοδο σε όλα τα συσσωρευμένα, καταστροφικά συναισθήματα αδυναμίας: είναι οι κοινωνικά ευάλωτοι, οι διαρκώς δυσφημισμένοι «άλλοι» και οι «εχθροί». Δίνουν στον κόσμο έναν λόγο (όπως το βλέπουν αυτοί) να ορθώσει το ανάστημά του και να επικαλεστεί τη δική του ανωτερότητα –ειδικά μέσω του συλλογικού «εμείς» της εθνικής κοινότητας– που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον, όχι μόνο όσων αναζητούν καταφύγιο από τις συγκρούσεις και την οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά και των «εχθρών της δημοκρατίας» στα «απολυταρχικά καθεστώτα της Ανατολής». Όταν μια χώρα περιβάλλεται από εχθρούς, χρειάζεται «άνδρες της δράσης», πρόθυμους να πολεμήσουν και να βάλουν «τους άλλους» στη θέση τους: πίσω από ηλεκτροφόρους φράχτες, πίσω από τοίχους με συρματοπλέγματα ή στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους, ώστε να καταστήσουν σαφή τα απροσπέλαστα σύνορα της χώρας και, μια για πάντα, το ποιοι είναι οι πραγματικοί κύριοι.

Ίσως, τελικά, η σύγκριση με τον υπερπληθωρισμό του 20ού αιώνα να μην είναι τόσο άστοχη.

Αναφορές/Σημειώσεις:
[1]
Lübker, Malte/Janssen, Thilo (2022): ‘Europäischer Tarifbericht des WSI – 2021 / 2022. Tarifpolitik im Zeichen von Krise, Krieg und Inflation’, WSI Report, No. 77, 13 Αυγούστου 2022. Τα στοιχεία για το 2022 βασίζονται σε προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για την Τσεχία προβλέπονται πραγματικές απώλειες εισοδήματος άνω του 8%.
[2] Το 1/3 των γονιών περικόπτουν τις δραστηριότητες των παιδιών τους (π.χ. τα ιδιαίτερα μαθήματα), γεγονός που αναδεικνύει πώς οι μακροχρόνιες συνέπειες του κοινωνικού αποκλεισμού θα επηρεάσουν τις μέλλουσες γενιές. Το αυστριακό ινστιτούτο κοινωνικών ερευνών SORA πραγματοποίησε 1,011 συνεντεύξεις μεταξύ Σεπτεμβρίου και αρχών Οκτωβρίου του 2022.
[3
] Αυτή η σοβαρή αύξηση εξηγείται μερικώς από τις αλλαγές στα στοιχεία και το περιεχόμενο του Αυστριακού Πτωχευτικού Νόμου που τέθηκαν σε ισχύ το 2021.
[4]
Τα χαμηλά εισοδήματα ξοδεύουν περισσότερα για κατανάλωση σε σχέση με τα υψηλά, καθώς  αναγκάζονται να δαπανούν (σχεδόν) όλο το εισόδημά τους για την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των χρημάτων μεταβιβάζεται σε ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας ή άλλους εισοδηματίες, τα επιπλέον εισοδήματα των οποίων σπάνια χρησιμοποιούνται για καταναλωτικούς σκοπούς.
[5]
Προκειμένου να αποφευχθούν μεγαλύτερες εκροές κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ, η ΕΚΤ αναγκάζεται να εφαρμόσει την ίδια πολιτική με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
[6]
Ο Χάινερ Φλάσμπεκ, ο οποίος ήταν επικεφαλής οικονομολόγος της UNCTAD για αρκετά χρόνια, προειδοποιούσε για τις αυξήσεις των επιτοκίων ότι, σε συνδυασμό με τον στασιμοπληθωρισμό, θα προκαλέσουν σοβαρή κρίση χρέους, ειδικά στον Παγκόσμιο Νότο.
[7]
Οι αυστριακές ένοπλες δυνάμεις έλαβαν το υψηλότερο ποσοστό έγκρισης από τότε που η έρευνα (την οποία διεξήγαγε το Market-Institut) ανατέθηκε για πρώτη φορά από το Υπουργείο Άμυνας το 2019.
[8]
Fach, Wolfgang (2000): ‘Staatskörperkultur. Ein Traktat über den “schlanken Staat”’, στο: Bröckling, Ulrich/Krasmann, Susanne/Lemke, Thomas (επμ): Glossar der Gegenwart, Frankfurt am Main, 121.
[9]
Βλ. Ottomeyer, Klaus (2004): Ökonomische Zwänge und menschliche Beziehungen. Soziales Verhalten im Kapitalismus, Münster, 71f.