«Όχι στη μόνιμη λιτότητα. Απορρίψτε την οικονομική συνθήκη – ανοίξτε τη συζήτηση στην Ευρώπη». Μεγάλη διαδήλωση τον Σεπτέμβριο

της Ελιζαμπέτ Γκωτιέ

Τρεις μήνες μετά την εγκατάσταση της νέας κυβέρνησης, οι πολιτικές της βρίσκονται στο κέντρο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.

Ενώ ως υποψήφιος ο Ολάντ είχε εκφράσει την πρόθεση να αλλάξει την πορεία της ΕΕ,  αυτό που έγινε όταν έγινε πρόεδρος ήταν να μπει στην ημερήσια διάταξη η άνευ όρων επικύρωση του  Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού  Συμφώνου.  Και ενώ υπήρχε η υπόσχεση εκ μέρους του ότι δεν θα ανεχτεί πλέον τα απαράδεκτα σχέδια απολύσεων, αυτά τα σχέδια εφαρμόζονται σήμερα σε όλο και περισσότερους τομείς της γαλλικής οικονομίας. Τα πρώτα θετικά μέτρα για μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη χάνουν όλο και περισσότερο την αποδοτικότητά τους εξαιτίας των αυστηρότερων πολιτικών λιτότητας. Ο πρόεδρος, η κυβέρνηση και το Σοσιαλιστικό κόμμα δεν δείχνουν κάποια πρόθεση να υψώσουν το ανάστημά τους απέναντι στο νεοφιλελεύθερο μότο των κυβερνώντων ελίτ. Δεν γίνεται πια συζήτηση για την “le changement-c’est maintenant” («αλλαγή τώρα!»). Σε συνεργασία με τις ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες ελίτ, οι σύνδεσμοι των εργοδοτών και η πολιτική δεξιά εκμεταλλεύονται αυτήν την κατάσταση για να εντείνουν την επίθεσή τους και να ανατρέψουν την κυβέρνηση.

Πιο συγκεκριμένα, το φθινόπωρο, μετά την επικύρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου, χαρακτηρίζεται από έντονες πιέσεις στον προϋπολογισμό καθώς και από το λεγόμενο «σοκ-ανταγωνιστικότητας» (με τη μείωση των μισθών και των επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης, ώστε να αυξηθούν τα κέρδη των επιχειρηματιών και των μετόχων) και έναν «ιστορικό συμβιβασμό» στις διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, με στόχο την επίτευξη της μέγιστης ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις. Και όλα αυτά συμβαίνουν παρά το γεγονός ότι η οικονομία οδεύει προς την ύφεση.

Στη γαλλική κοινωνία η σφοδρότητα των συγκεκριμένων συνεπειών της κρίσης γίνονται αισθητές όλο και πιο έντονα. Ένας αυξανόμενος αριθμός οικονομολόγων διατυπώνουν δημόσια την κριτική τους, ενώ ακόμα και η Κριστίν Λανγκάρντ και το ΔΝΤ αδυνατούν πλέον να καλύψουν την αποτυχία της στρατηγικής τους.

Τρεις μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση, ο λαός κατανοεί την ανάγκη πραγματοποίησης αποφασιστικών κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.  Ήδη στις 30 Σεπτεμβρίου ένας ευρύς συνασπισμός (αποτελούμενος από 60 οργανώσεις της πολιτικής αριστεράς, συνδικάτα και κινήματα) κατάφερε να κινητοποιήσει 80.000 άτομα σε μια διαδήλωση που έγινε στο Παρίσι με αίτημα την μη-επικύρωση του Δημοσιονομικού Συμφώνου. Μια άλλη διαδήλωση που διοργάνωσε η  CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας), στις αρχές Οκτωβρίου, έδειξε τη δυνατότητα κινητοποιήσεων κατά των σχεδίων για απολύσεις.

Η επικύρωση του Συμφώνου δεν αποφεύχθηκε, έγινε όμως ένα μεγάλο βήμα για την απο-νομιμοποίηση της συνθήκης της ΕΕ που αναφέρεται στη μελλοντική πολιτική κατάρτισης του προϋπολογισμού της Ένωσης. Με τον τρόπο αυτό, τέθηκαν οι βάσεις των μελλοντικών συγκρούσεων για τον προϋπολογισμό. Πέρα από αυτό, μπήκε ξανά στο τραπέζι η επείγουσα ανάγκη ενός επαναπροσανατολισμού της ΕΕ. Τόσο στη Βουλή όσο και στη Σύγκλητο, τα μέτωπα έχουν είναι σκληρά διαχωρισμένα: 90 βουλευτές της Αριστεράς στα δύο αυτά θεσμικά όργανα αρνήθηκαν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο (77 ψήφισαν όχι, ορισμένοι ψήφισαν λευκό ή απείχαν από την ψηφοφορία). Εκτός από το Μέτωπο της Αριστεράς (Front de Gauche) που είχε τοποθετηθεί από την αρχή κατά του Συμφώνου, και το κόμμα Ευρώπη Οικολογία-Πράσινοι (Europe Ecologie-Les Verts) ψήφισε όχι, παρά το γεγονός ότι συμμετέχει στην κυβέρνηση. Το ίδιο συνέβη με κάποιους βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ήταν αντίθετοι με την γραμμή του κόμματός τους.

Για την αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών μέτρων λιτότητας, πρέπει να υπάρξει εμβάθυνση και διεύρυνση μιας ενωτικής εθνικής δράσης, ενώ πρέπει να κινητοποιηθούν και οι τοπικές κοινότητες (όπως έγινε με το δημοψήφισμα για το ευρωσύνταγμα, το 2005) ώστε να συμβάλλουν στον κοινό αγώνα για την εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη ενός νέου προσανατολισμού της ΕΕ. Τα σχέδια αυτού του συνασπισμού την επόμενη περίοδο είναι η παρουσία στη Φλωρεντία μιας ευρείας πολιτικής αποστολής, καθώς και η ενεργός στήριξη μιας ταυτόχρονης απεργίας σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.