Ο προϋπολογισμός του λαού

Η ρήξη με την πολιτική λιτότητας της ΕΕ δεν συνεπάγεται απαραίτητα τη ρήξη με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Η πάλη ανάμεσα στην λιτότητα της ΕΕ και τη «λαϊκή κυριαρχία» είναι ένα δίλημμα που δεν πρέπει να απασχολεί την πολιτική της Αριστεράς.

Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί από μια συνεκτική πολιτική για τις επενδύσεις και την απασχόληση, καθώς και από μια κοινωνικά δίκαιη φορολογική πολιτική. Για να υλοποιηθούν τα παραπάνω, απαιτείται διαφορετική οικονομική και βιομηχανική πολιτική. Ωστόσο, το τρέχον σχέδιο προϋπολογισμού δεν κάνει καμιά σχετική αναφορά και γι’ αυτό, η σημερινή κυβέρνηση δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την προηγούμενη. Και ενώ τα μεμονωμένα στοιχεία παραμένουν άγνωστα, από τα 36,7 δις ευρώ (από τα οποία περίπου 22 δις προέρχονται από νέο δανεισμό), σχεδόν 9 δις προορίζονται για την εφαρμογή του προγράμματος «Εισόδημα του Πολίτη» και για την αύξηση των κατώτερων συντάξεων και μισθών στα 780 ευρώ. Ένα επιπλέον ποσό 7 δις, προβλέπεται για την τροποποίηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση Μόντι το 2012. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόωρη συνταξιοδότηση στα 62 όσων έχουν καταβάλει στα συνταξιοδοτικά ταμεία εισφορές  38 χρόνων. Περίπου 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι θα μπορέσουν να κάνουν χρήση του μέτρου εντός του 2019. Όμως, δεν υπάρχει πρόβλεψη για την άμεση πρόσληψη νέων υπαλλήλων, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση των οργανισμών της αυτοδιοίκησης.

Ασφαλώς, η εφαρμογή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή, δηλαδή ενός  μη προοδευτικού συστήματος φορολόγησης, το οποίο επίσης σχεδιάζει η κυβέρνηση, δεν θα είναι ούτε συνταγματική, ούτε επιθυμητή από την Αριστερά. Τα τελευταία 25 χρόνια, οι φορολογικοί συντελεστές των επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων μειώνονται συστηματικά, ενώ αυξάνονται αυτοί των χαμηλότερων εισοδημάτων, προς όφελος της κερδοφορίας και των πλουσίων. Η εν ενεργεία κυβέρνηση ακολουθεί την ίδια τάση.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα από την οικονομική κρίση, χρειάζονται, ασφαλώς, βοήθεια -για τα δεινά τους ευθύνεται μερικώς η κυβέρνηση, δεδομένου ότι τους χρωστά 57 δις ευρώ συνολικά, για παρασχεθείσες υπηρεσίες-. Παρόλα αυτά, είναι απαράδεκτο η κυβέρνηση να ανέχεται την φοροδιαφυγή, το ύψος της οποίας εκτιμάται μεταξύ 110 και 130 δις ευρώ ετησίως, ενώ υπάρχουν διάφοροι άλλοι φόροι που δεν καταβάλλονται, εξαιτίας των φορολογικών ελαφρύνσεων.

Το σχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει μόνο 3,5 δις ευρώ για επενδύσεις. Οι λεπτομέρειες για τα μεμονωμένα στοιχεία παραμένουν μέχρι στιγμής, άγνωστες. Παρά την ανησυχητική κατάσταση της χώρας στο πεδίο των υποδομών (κατάρρευση σχολικών κτιρίων, γεφυρών και δρόμων, διάβρωση του εδάφους που οφείλεται κυρίως στην άκρατη κερδοσκοπία των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα των κατασκευών, καταστροφές από σεισμούς και, πρόσφατα, η κλιματική αλλαγή) οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κλιμακωτά κατά 30% ανάμεσα στο 2008 και το 2018. Και αυτή η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος να αναλάβει δράση. Η εκπαίδευση και ο πολιτισμός παραμένουν χωρίς χρηματοδότηση. Οι σπουδαστές βγήκαν τις προάλλες στους δρόμους, ζητώντας πίσω τα «8 δις που ο Μπερλουσκόνι πήρε από εμάς πριν από δέκα χρόνια!»  

Το «Εισόδημα του Πολίτη» είναι το ιταλικό ανάλογο του αμφιλεγόμενου πακέτου για την ανεργία Hartz IV. Δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι ο Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης και Κοινωνικής Πολιτικής, Λουίτζι Ντι Μάγιο (Κίνημα Πέντε Αστέρων) ανέλαβε τα έξοδα της επίσκεψης στη χώρα των Γερμανών ομολόγων του Χουμπέρτους Χάιλ και Πέτερ Αλτμάγερ, στις αρχές Οκτωβρίου. Οι καλεσμένοι του, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται ο Ντι Μάγιο, έδειξαν κατανόηση και την πρόθεση για συνεργασία. Το «Εισόδημα του Πολίτη» αναμένεται να λειτουργήσει -όπως και στη Γερμανία [1]- ως ένα θεσμοποιημένο σύστημα επιτήρησης, σύμφωνα με το οποίο, όσοι δικαιούνται επιδομάτων δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούν τα χρήματα που θα λαμβάνουν όπως αυτοί επιλέγουν. Αυτό μετά βίας αποτελεί πολιτική πρόνοιας και, ακριβώς όπως οι μηχανισμοί επιτήρησης που προβλέφθηκαν από τη δημοσιονομική πολιτική της ΕΕ (παροχές υπό όρους όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ελλάδας), αποτελεί μέρος της λογικής του νεοφιλελευθερισμού στην τρέχουσα μορφή του. Μόνο οι ηλεκτρονικές πληρωμές επιτρέπονται και το ποσό των επιδομάτων πρέπει να εξαντλείται κάθε μήνα. Οι άνεργοι έχουν το δικαίωμα άρνησης μιας θέσης εργασίας μέχρι τρεις φορές, ενώ γίνονται υποχρεωτικές η επιμόρφωση και οι οχτώ ώρες εργασίας «προς όφελος της κοινωνίας». Στις παροχές αυτές θα έχουν πρόσβαση και μη Ιταλοί, υπό τον όρο να είναι δηλωμένοι για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Όσοι παραβιάζουν αυτό το πλαίσιο θα τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι έξι χρόνια. «Οι ανήθικες συναλλαγές δεν θα επιτρέπονται», επισήμανε ο Ντι Μάγιο. Δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί σε τι δεν θα μπορούν να χρησιμοποιούνται αυτά τα επιδόματα (πέρα από το αλκοόλ, τον καπνό και τα παίγνια) και το πώς εκείνοι που τα λαμβάνουν θα επιτηρούνται. Ένα δις ευρώ έχει προβλεφθεί για τη σύσταση ή τον επανασχεδιασμό των κέντρων ανεργίας. Σήμερα, υπάρχουν 552 κέντρα που απασχολούν λίγο λιγότερους από 8.000 υπαλλήλους, και τα οποία δεν έχουν καταφέρει να βρουν θέσεις εργασίας ούτε στο 3% των ανέργων. Τα μισά από αυτά δεν διαθέτουν σύστημα επικαιροποίησης των δεδομένων. Οι δυνητικοί παραλήπτες των επιδομάτων εκτιμάται ότι θα είναι περίπου πέντε εκατομμύρια. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν στο Νότο, όπου τα κέντρα εργασίας έχουν ακόμη χειρότερο τεχνολογικό εξοπλισμό (72%). Για να παρέχουν τα επιδόματα, θα πρέπει να είναι σε θέση να επαληθεύουν τις αιτήσεις και, επομένως, να μπορούν να συντονίζουν τις προσπάθειές τους με τις φορολογικές αρχές, τις τράπεζες και τα τελωνεία. Το πώς θα μπορέσει το μέτρο να εφαρμοστεί μέχρι τον Απρίλιο του 2019 αποτελεί μυστήριο για πολλούς εμπειρογνώμονες.          

Την ίδια στιγμή, ο προϋπολογισμός για την κοινωνική ένταξη κόβεται. Σχεδιάζεται το κλείσιμο των τοπικών κέντρων για τους πρόσφυγες. Οι τοπικές διοικήσεις αντιδρούν ήδη σε αυτή την κίνηση, γιατί τα κέντρα αποτελούν εξέχοντα παραδείγματα επιτυχούς κοινωνικής ένταξης. Χωρίς αυτά, οι μετανάστες δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να εργάζονται ως διακινητές ή πόρνες σε εγκληματικές οργανώσεις ή ως δούλοι στη μαύρη οικονομία, εις βάρος της εγχώριας ασφάλειας. Αλλά ο Υπουργός Εσωτερικών, Ματέο Σαλβίνι, στην εκστρατεία του κατά του δημάρχου του Ριάτσε, το μοντέλο κοινωνικής ένταξης του οποίου έχει αποκομίσει πολλούς επαίνους, προτίμησε να μετατρέψει μια πόλη-υπόδειγμα για την περιφέρεια της Καλαβρίας, και για όλη την Ιταλία, σε προπύργιο μιας από τις πιο ισχυρές εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, της Ndrangheta.  Οι τελωνειακοί και οι εφοριακοί θα έπρεπε να προσλαμβάνονται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και του οργανωμένου εγκλήματος, και όχι για να αναζητούν πιθανούς «παραβάτες των επιδομάτων» ή «παράνομους» πρόσφυγες. Περιέργως δε, δεν γίνεται τίποτα για την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού κύματος στο εξωτερικό (που εκτιμάται σε 250.000 με 300.000 ανθρώπους το χρόνο, από το 2013 μέχρι σήμερα), το οποίο, σε αντίθεση με την εισερχόμενη μετανάστευση, είναι ένα ανησυχητικό πρόβλημα, ειδικά για τη Νότια Ιταλία. Η Υπουργός Άμυνας, Ελιζαμπέτα Τρέντα (Κίνημα Πέντε Αστέρων), συμφώνησε να αυξήσει τον προϋπολογισμό για την άμυνα (που ισούται σήμερα με το 1,5% του ΑΕΠ), προκειμένου να ανταποκριθεί στο στόχο του 2% που έθεσε το ΝΑΤΟ μέχρι το 2024. Σε αντίθεση με τις αρχικές δεσμεύσεις του Κινήματος Πέντε Αστέρων, η Ιταλία θα αγοράσει τα αμφιλεγόμενα μαχητικά F-35 από τις ΗΠΑ, στην τιμή των 10 δις ευρώ. Οι περικοπές που θα γίνουν σε σχέση με το Σχέδιο Προϋπολογισμού (60 εκ. ευρώ το 2019 και 531 εκ. συνολικά για την περίοδο 2019-2031) αποτελούν κυρίως οργανωτικές διορθώσεις και όχι μια αλλαγή της αμυντικής πολιτικής.

Οι προσπάθειες καταπολέμησης της εργασιακής ανασφάλειας και της          αποβιομηχανοποίησης με το περιβόητο «διάταγμα αξιοπρέπειας» (Αύγουστος 2018) είναι αξιέπαινες ως προς την αρχή, αλλά ανεπαρκείς. Οι επιχειρήσεις που απολαμβάνουν δημόσιας στήριξης δεν μπορούν να εγκατασταθούν αλλού για πέντε χρόνια. Οι συμβάσεις εργασίας περιορισμένου χρόνου, διάρκειας μεγαλύτερης από 12 μήνες μπορούν να επεκταθούν μέχρι τους 24 για αντικειμενικούς λόγους. Όλες οι άλλες συμβάσεις εργασίας μπορούν να επεκταθούν μέχρι τέσσερις φορές (αντί για πέντε). Αυτά τα μέτρα μπορεί φυσικά να προκαλέσουν μεγαλύτερη πλαστή αυτοαπασχόληση. Ήδη έχουμε τα πρώτα σημάδια: τους τελευταίους δυο μήνες, ο αριθμός των συμβάσεων περιορισμένου και απεριορίστου χρόνου εργασίας, είναι μικρότερος από εκείνον της ίδιας περιόδου του 2017, ενώ ο αριθμός των αυτοαπασχολούμενων εργαζόμενων αυξήθηκε. 

Παραμένει άγνωστο αν αυτό μπορεί να επηρεάσει θετικά την ανάπτυξη στην Ιταλία. Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για ρήξη της κοινωνίας με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας της ΕΕ. Με εξαίρεση κάποιες μικρές διαφορές, αυτή η κυβέρνηση ακολουθεί ένα δρόμο που θα βαθύνει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές διαιρέσεις και την κοινωνική ανασφάλεια. Η Λέγκα του Βορρά, ένα ξενοφοβικό κόμμα που στηρίζει τη δράση του στις κοινωνικές αναταραχές κατά της Νότιας Ιταλίας και των κατοίκων του Νότου και που πρόσφατα έγινε «εθνικό κόμμα» για οπορτουνιστικούς λόγους, σφετερίστηκε το Κίνημα Πέντε Αστέρων. Ο Πρόεδρος της Ιταλίας, Ματαρέλα, δεν επιθυμούσε για υπουργό οικονομικών έναν ευρωσκεπτικιστή, αλλά παραδόξως υπέγραψε ένα αντισυνταγματικό διάταγμα ασφάλειας, αν και όχι χωρίς ανησυχία.  

Αυτό που χρειάζεται η Ιταλία -πέρα από ένα μεγαλόπνοο επενδυτικό πρόγραμμα- είναι μια οικονομική και βιομηχανική πολιτική που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και θα ανατρέψει την τρομακτική αντίθεση μεταξύ Βορρά και Νότου. Στα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν σε εθνικό επίπεδο, θα πρέπει να προστεθούν ευρωπαϊκές οικονομικές, φορολογικές και εισοδηματικές πολιτικές οι οποίες θα καταργήσουν το Δημοσιονομικό Σύμφωνο και τον ανταγωνισμό μέσα στην ΕΕ εφαρμόζοντας ένα ελάχιστο πλαίσιο κοινωνικών κανόνων. Το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να καταπολεμήσει τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων σε κράτη μέλη που έχουν χαμηλούς μισθούς και χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, γεγονός που ευθύνεται για την απώλεια θέσεων εργασίας, ενώ επιπλέον, μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση της εργασιακής δύναμης και των δεξιοτήτων σε τοπικό επίπεδο, καθώς και στην επαγγελματική διαφοροποίηση. Μια αριστερή εναλλακτική λύση στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η οικοδόμηση ενός χώρου για τα κοινωνικά δικαιώματα, ο οποίος θα καταπολεμά με συνέπεια τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που απειλούν τη ζωή μας, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργεί ενδεχομένως τεράστιες δυνατότητες απασχόλησης.

Η πάλη ανάμεσα στη λιτότητα της ΕΕ και τη «λαϊκή κυριαρχία» είναι ένα δίλημμα που δεν πρέπει να απασχολεί την πολιτική της Αριστεράς. Οι σημερινές κυβερνήσεις της ΕΕ, επικαλούμενες τη λαϊκή κυριαρχία προωθούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές και μειώνουν τα δικαιώματα των φερόμενων ως «ξένων». Με αυτό τον τρόπο, τα κοινωνικά δικαιώματα γίνονται παραχωρήσεις ενός αυταρχικού κράτους που στιγματίζει τον «ξένο», καθώς και όσους δεν ακολουθούν τον κυρίαρχο τρόπο ζωής και τους φτωχούς, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερες αδικίες. Ο κοινωνικός αποκλεισμός, η περιστολή των αστικών δικαιωμάτων και η μανία επιτήρησης αποτελούν το ενισχυμένο επίπεδο ενός αντικοινωνικού νεοφιλελευθερισμού που εφαρμόζεται τα τελευταία 30 χρόνια. Φαίνεται ότι και η Ιταλία, με τη νέα της κυβέρνηση, επιλέγει τον ίδιο δρόμο με αυτό που ο Ντι Μάγιο αποκάλεσε: προϋπολογισμό «του λαού» (manovra del popolo). 

 

———-

[1] Στη συζήτησή του με τον Ντι Μάγιο, ο Χούμπερτ Χάιλ είπε, σύμφωνα με πληροφορίες: «Κατάλαβα τελικά, ότι δεν πρόκειται για μεταφορά πληρωμών αλλά για μια ενεργή πολιτική που αφορά την αγορά εργασίας, όπως το γερμανικό Hartz IV». Il Fatto quotidiano, 9. Οκτωβρίου 2018

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου