Ο αυστρομαρξισμός πέρα ​​από την αριστερή μελαγχολία

Η ομιλία του Βάλτερ Μπάϊερ για τον αυστρομαρξισμό στο Διεθνές Συνέδριο με τίτλο: «Οι αριστερές εναλλακτικές τον 20ό αιώνα: το δράμα των ιδεών και των προσωπικών ιστοριών» που διοργανώθηκε στη Μόσχα.

Πάνω από έναν αιώνα πριν, οι σοσιαλδημοκράτες της Αυστρίας αυτοαποκλήθηκαν «σοσιαλδημοκράτες» γιατί επιθυμούσαν να οικοδομήσουν μια νέα κοινωνία, την οποία ονόμασαν «σοσιαλισμό», με δημοκρατικά μέσα. Στην πνευματική τους κορύφωση, ίδρυσαν μια σχολή μαρξιστικής θεωρίας, τον αυστρομαρξισμό, με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Ότο Μπάουερ ο οποίος, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε και ηγέτης του κόμματος.  

Όποτε γίνεται λόγος για τον επαναστατικό μαρξισμό στην Ευρώπη, συνήθως αναφερόμαστε σε δύο παραδόσεις, την ανατολική, προσανατολισμένη στους Λένιν και Τρότσκι, και τη δυτική, με ιδρυτικές φυσιογνωμίες τη Λούξεμπουργκ και τον Γκράμσι. Πολύ λίγα όμως είναι γνωστά για την κεντροευρωπαϊκή παράδοση, η οποία δεν είναι λιγότερο εκλεπτυσμένη ή πλούσια, με πρώτη ιστορική έκφρασή της τον αυστρομαρξισμό. Σε ένα άρθρο που έγραψε το 1926, για την εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Arbeiterzeitung, ο Ότο Μπάουερ δίνει το ακόλουθο σύντομο περίγραμμα του αυστρομαρξισμού:

«Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, μια ομάδα νεαρών αυστριακών συντρόφων από τον ακαδημαϊκό χώρο άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα «αυστομαρξιστές»: ήταν οι Μαξ Άντλερ, Καρλ Ρένερ, Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Γκούσταβ Έκσταϊν, Ότο Μπάουερ, Φρίντριχ Άντλερ και μερικοί άλλοι».

Αυτό που τους ένωνε δεν ήταν κάποια πολιτική τάση, αλλά η εξαιρετική ποιότητα του ακαδημαϊκού τους έργου. Επίσης, το ότι εμπνέονταν όλοι από τον Καντ και τον Μαχ. Ωστόσο, το γεγονός ότι σπούδαζαν σε αυστριακά πανεπιστήμια, σήμαινε ότι έπρεπε να συγκρουστούν με την Αυστριακή οικονομική σχολή. Τέλος, έχοντας όλοι πολιτικοποιηθεί εντός των αρχικών εθνικών συνόρων της Αυστρίας, είχαν θορυβηθεί με τις μάχες που διεξάγονταν γύρω από την εθνικότητα, και έπρεπε να μάθουν να εφαρμόζουν την μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας σε περίπλοκα φαινόμενα, όπου δεν αρκούσε η επιφανειακή εφαρμογή των μαρξιστικών μεθόδων. Έτσι, σχηματίστηκε ένας κλειστός πνευματικός κύκλος.

Φυσικά, μπορούμε να πούμε πολλά ακόμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Μπάουερ δεν μπήκε καν στον κόπο να αναφερθεί στις γυναίκες που συνέβαλαν στην ίδρυση της σχολής, όπως η Κέτε Λάιχτερ, η Μαρί Γιαχοντά, και η Έλεν Μπάουερ, σύζυγός του!

Η Αυστριακή σοσιαδημοκρατία, τη στιγμή της ίδρυσης της, τον 19ο αιώνα, δεν θα μπορούσε παρά να είναι διεθνής. Έτσι, αποτέλεσε τον χώρο επώασης μιας θεωρητικής κουλτούρας, από την οποία προήλθαν πολλές σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες, που αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα νέα εθνικά κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας, όπως π.χ. ο Ιγνάτιος Νταζίνσκι ή ο Λιούμπομιρ Σμέραλ. Ο Αυστρομαρξισμός αποτέλεσε, ουσιαστικά, την κοινή ρίζα και πρόσφερε μια κοινή γλώσσα στη μαρξιστική παράδοση της Κεντρικής Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, στις πολιτισμικές τους πηγές έμπνευσης κατατάσσονται, ασφαλώς, ο Χανς Κέλσεν, ιδρυτής της Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου, καθώς και οι: Άλφρεντ Άντλερ και ο Ζίγκμουντ Φρόιντ.

Ίσως μια αξιοσημείωτη σύμπτωση, ενδεικτική για τις πνευματικές αναζητήσεις της Βιέννης, τη στιγμή της μετάβασης στον 20ό αιώνα, είναι ότι το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από την εμβληματική περίπτωση της Ντόρας στο σημειωματάριο του Φρόιντ, είναι η αδελφή του Ότο Μπάουερ, Ίντα Μπάουερ.

Σε ό,τι αφορά στην ιδεολογία, η Αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία κράτησε ίσες αποστάσεις και από τον ρεβιζιονισμό, και, σε μεταγενέστερη φάση, από τον δογματισμό της Τρίτης Διεθνούς.

Αυτό την κατέστησε ηγετική δύναμη του κέντρου, στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη και την οδήγησε, το 1921, στην ίδρυση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης Σοσιαλιστικών Κομμάτων [1], με στόχο τη συμφιλίωση της σοσιαλδημοκρατικής Διεθνούς του Λονδίνου με την κομμουνιστική Διεθνή, αλλά βέβαια, μάταια.

Παρόλο που το μικρό Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστρίας δεν θα μπορούσε ποτέ να διεκδικήσει την κυριαρχία που είχε η σοσιαλδημοκρατία στο αυστριακό εργατικό κίνημα, η ιδέα των συμβουλίων/σοβιέτ και η Σοβιετική Ένωση παρέμεναν δημοφιλείς στις τάξεις και τα μέλη του. Το 1920, ο Ότο Μπάουερ αισθάνθηκε την ανάγκη να διατυπώσει μια θέση επ’ αυτού, σε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο Μπολσεβικισμός ή Σοσιαλδημοκρατία (Bolschewismus oder Sozialdemokratie).

Παρόλη την κριτική του για τον δικτατορικό και τρομοκρατικό τρόπο άσκησης της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους, ο Μπάουερ δεν αμφισβήτησε τον, πάνω από όλα, σοσιαλιστικό χαρακτήρα του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης. Από την οπτική της κριτικής αποτίμησης της επανάστασης των Μπολσεβίκων, διατύπωσε το παρακάτω ερώτημα, το οποίο θεώρησε πολύ κρίσιμο για τον σοσιαλισμό της εποχής του:

«Είναι ο μπολσεβικισμός η μόνη δυνατή και συμφέρουσα μέθοδος για τη διεξαγωγή όλων των προλεταριακών επαναστάσεων ή είναι μια μέθοδος προλεταριακής απελευθέρωσης που ταιριάζει μόνο στις συνθήκες που χαρακτηρίζουν τη Ρωσία, μη μπορώντας να εφαρμοστεί σε άλλες χώρες;»[2].

Φυσικά, υποστηρίζει το δεύτερο, καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα με τον Αντόνιο Γκράμσι για τη διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης, όπου στην περίπτωση της Δύσης η δομή της κοινωνίας και ο χαρακτήρας του κράτους δεν επιτρέπουν την ανάληψη της εξουσίας από μια ένοπλη εξέγερση, ούτε τη διακυβέρνηση της πλειοψηφίας με τη βία και την τρομοκρατία.

Η 12η Φεβρουαρίου 1934 σηματοδότησε το τραγικό τέλος του αυστρομαρξικού πολιτικού πειράματος.

Δεν είναι άδικο να κρίνουμε τη θεωρία του Ότο Μπάουερ υπό το πρίσμα της αποτυχίας του στην πράξη, δηλαδή της στρατιωτικής του ήττας στον σύντομο εμφύλιο πόλεμο του 1934. Ο Νόρμπερτ Λέσερ, εξέχων πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός από τη δεξιά πτέρυγα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αποδίδει σε ένα βιβλίο του που δημοσίευσε το 1964, μέρος της ευθύνης για το συντηρητικό πραξικόπημα, στον Ότο Μπάουερ. Ο Λέσερ κατηγορεί τον Μπάουερ για τη μαχητική, ριζοσπαστική ρητορική του, που ερχόταν σε αντίθεση με την ουσιαστική στρατιωτική και κοινωνική αδυναμία του κόμματός του, η οποία είχε επιδεινωθεί αισθητά από την οικονομική κρίση.

Υπάρχει μια αλήθεια σε αυτή την κατηγορία, την οποία -αντιθέτως- προβάλλουν οι αριστεροί κριτικοί, με το επιχείρημα ότι στην προσπάθειά του να αποφύγει τον εμφύλιο, ο Μπάουερ υποχώρησε σταθερά μπροστά σε έναν όλο και πιο αποφασισμένο εχθρό, οδηγώντας την οργανωμένη εργατική τάξη στην απογοήτευση και την αποστράτευση.

Ο ίδιος ο Μπάουερ διατύπωσε μια αυτοκριτική για την πολιτική του κόμματος σε δύο εξαιρετικά βιβλία: στο Παράνομο κόμμα και σε ένα άλλο, με τον προφητικό τίτλο Μεταξύ δύο Παγκόσμιων Πολέμων. Η κρίση της Παγκόσμιας Οικονομίας, της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού (1936).  

Σε αντίθεση με την Κομμουνιστική Διεθνή, ο Μπάουερ δεν θεωρεί ότι ο φασισμός είναι το τελευταίο όπλο της αστικής τάξης κάθε φορά που δέχεται μεγάλη πίεση από το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής επανάστασης.

«Η καπιταλιστική τάξη και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες δεν παρέδωσαν την κρατική εξουσία στις φασιστικές συμμορίες για να αποτρέψουν την προλεταριακή επανάσταση, αλλά για να πιέσουν τους μισθούς προς τα κάτω, για να καταστρέψουν τα κοινωνικά επιτεύγματα της εργατικής τάξης, να συντρίψουν τα συνδικάτα και τις θέσεις της εργατικής τάξης για την πολιτική εξουσία· επομένως, όχι για να συντρίψουν τον επαναστατικό σοσιαλισμό, αλλά τα επιτεύγματα του ρεφορμιστικού σοσιαλισμού»[3].

Το βιβλίο του Μπάουερ είναι η απόδειξη της μεγάλης του απογοήτευσης. Η διατύπωση του διάσημου κομματικού προγράμματος του 1926, του προγράμματος του Λιντς, που διατυμπάνιζε τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό μέσα από τη δημοκρατία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει δικτατορικά μέσα μόνο ως έσχατη λύση, προκειμένου να αμυνθεί, εμφανίζεται τώρα ανεστραμμένη:

«Είναι μόνο μια επαναστατική δικτατορία που [μπορεί] να δημιουργήσει τις κοινωνικές προϋποθέσεις για μια δημοκρατία απελευθερωμένη από την κυριαρχία της τάξης».

Η σχεδόν άνευ όρων αναγνώριση της Σοβιετικής Ένωσης από τον Μπάουερ, μπορεί να οφείλεται και στην απογοήτευσή του από την αστική δημοκρατία, το 1936, την ίδια χρονιά που έγινε η πρώτη δίκη κατά των: Καμένεφ, Ζινόβιεφ και άλλων.

Το Μεταξύ δύο Παγκόσμιων Πολέμων περιέχει την πολιτική κληρονομιά του Ότο Μπάουερ: την ιδέα της αναγέννησης του σοσιαλιστικού κινήματος, χάρη στην έννοια του «πλήρους σοσιαλισμού» («integral socialism»). Στόχος του Μπάουερ ήταν η ένωση των δύο ανταγωνιστικών όπλων του εργατικού κινήματος: του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

Για τον Μίκαελ Κρέτκε, ο αυστρομαρξισμός αποτελεί «την πιο επεξεργασμένη παραλλαγή ανοιχτού μαρξισμού μέχρι σήμερα».

Το 1945, το εγχείρημα του αυστρομαρξισμού εξαφανίστηκε από τον δημόσιο λόγο στην Αυστρία. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που επανεμφανίστηκε ως Σοσιαλιστικό, μετατοπίστηκε προς τα δεξιά. Οι Ότο Μπάουερ, Μαξ Άντλερ και Ρούντολφ Χίλφερντινγκ είχαν πεθάνει στην εξορία. Πολλοί διανοούμενοι του αυστρομαρξισμού, εβραϊκής καταγωγής, δεν είχαν κίνητρο να επιστρέψουν στην Αυστρία και να τον αναβιώσουν με πιο ήπιο τρόπο. Ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ευθυγραμμίστηκε με τη Δύση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, το Κομμουνιστικό, που αποτελούσε την κύρια πολιτική δύναμη της Αντίστασης και συμμετείχε στην κυβέρνηση μετά την απελευθέρωση, συντάχθηκε με τη Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατός ούτε ο δημοκρατικός σοσιαλισμός, ούτε ο πλήρης σοσιαλισμός.

Έχει ειπωθεί για τους Αυστριακούς ότι κοιτάζουν το παρελθόν τους με αυτοπεποίθηση.

Δεν έχω ροπή προς κανενός είδους αριστερή μελαγχολία, ωστόσο ο Μίκαελ Κρέτκε πιστεύει ότι η θεωρητική εισφορά των Αυστρομαρξιστών, ειδικά στη θεωρία του κράτους και του μετασχηματισμού, «είναι μπροστά και πάνω από ό, τι συνήθως θεωρείται, από τον μαρξισμό, πολιτική θεωρία» [4]. Είτε κάποιος συμφωνεί με αυτή τη θέση είτε όχι, είναι γεγονός ότι οι εντάσεις των κοινωνικών και των πολιτικών αντιπαραθέσεων στη μεσοπολεμική Αυστρία, έκαναν τον αυστρομαρξισμό να διατυπώσει πολύ κρίσιμα ερωτήματα, εξίσου σημαντικά με εκείνα του Λένιν, της Λούξεμπουργκ και του

Γκράμσι. Είναι καιρός να αποτιμηθούν, να μελετηθούν και να δημοσιευτούν.

Παραπομπές

  1. Internationale Arbeitsgemeinschaft Sozialistischer Parteien
  2. Otto Bauer: Bolschewismus oder Sozialdemokratie, Βιέννη 1920, σ. 4.
  3. Otto Bauer, Zwischen zwei Weltkriegen, Βιέννη σελ. 126.
  4. Michael Krätke, Austromarxismus und Kritische Theorie.