Μέρκελ, τέταρτος γύρος! Οι πρώτες σκέψεις

Μοιάζει με συνέχεια του απερχόμενου Μεγάλου Συνασπισμού, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς τα ίδια. Ποτέ πριν δεν χρειάστηκε ένας ολόκληρος χρόνος για το σχηματισμό μιας Ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην Γερμανία. Τί συνέβη;

Μετά τα καταστροφικά αποτελέσματά του στις Ομοσπονδιακές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2017, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), που είδε τα εκλογικά ποσοστά του να αγγίζουν το χαμηλότερο επίπεδο από το 1945, (20,5%), απέκλεισε το ενδεχόμενο συνέχισης του Μεγάλου Συνασπισμού, ήδη από το βράδι των εκλογών. Αρχικά, η κομματική του βάση αποδέχθηκε θερμά αυτή την απόφαση ως πράξη “απελευθέρωσης”. Έτσι κι αλλιώς, το κόμμα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της κατάρρευσης, όπως είχε συμβεί και με άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη.

Με δεδομένη την ανίσχυρη θέση τους, καθώς κι εκείνη των πιθανών εταίρων τους σε μια συμμαχία, απέναντι στους Συντηρητικούς οι οποίοι, επίσης, έχασαν το 8,6% των ψηφοφόρων τους, οι Σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να σχηματίσουν συμμαχία με άλλα δύο κόμματα: το FDP (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα) και τους Πράσινους. Αρχικά, έγιναν διαπραγματεύσεις για ένα συνασπισμό “Τζαμάικα” στη Γερμανία, οι οποίες, παρόλα αυτά, απέτυχαν μετά από τέσσερις εβδομάδες συζητήσεων.

Ο νέος Μεγάλος Συνασπισμός

Ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος της Γερμανίας, Βάλτερ Στάινμαγερ (SPD), κάλεσε τα μόνα κόμματα που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό ενός κυβερνητικού συνασπισμού. Γι’ αυτόν το λόγο, και μετά την έγκριση της κομματικής ηγεσίας, το  SPD ξεκίνησε τις διερευνητικές συζητήσεις. Τα αποτελέσματα αυτών των συζητήσεων παρουσιάστηκαν σε ένα έκτακτο κομματικό συνέδριο, προκειμένου να αποφασιστεί αν οι συζητήσεις έπρεπε να συνεχιστούν. Μόνο το 56% των εκπροσώπων ψήφισαν υπέρ της διενέργειας διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό ενός συνασπισμού. Ζήτησαν, ωστόσο, σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με τα αποτελέσματα των διερευνητικών συζητήσεων.

Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν, ενώ διενεργήθηκε ένα αποφασιστικό δημοψήφισμα μεταξύ των μελών του SPD, με το ερώτημα: “Πρέπει το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας να συμμετάσχει στη συμφωνία συνασπισμού που προωθείται, μαζί με την Ένωση Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και την Ένωση Χριστιανοκοινωνιστών (CSU), το Φεβρουάριο του 2018;”. Στο δημοψήφισμα συμμετείχε το 78,4% των 463.722 μελών του SPD. 66,02% (362.933 ψήφοι) ψήφισαν υπέρ, ενώ περισσότεροι από 123.000 κατά, δηλαδή το 33,98% (ένα τρίτο).

Η σχετικά ευρεία, μη αναμενόμενη, έγκριση της συμφωνίας για τον κυβερνητικό συνασπισμό, μπορεί να αποδοθεί στην αναμενόμενη πολιτική αστάθεια που θα εκδηλωθεί στη Γερμανία, αλλά και στη διαρκή αποδυνάμωση των Σοσιαλδημοκρατών. Η αποδοχή του SPD έχει πέσει, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κάτω από 18%, ελαφρώς μπροστά από την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Όταν η Άνγκελα Μέρκελ αρνήθηκε κατηγορηματικά να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, μοναδική λύση παρέμεινε η προκήρυξη νέων εκλογών, οι οποίες θα επέφεραν το ίδιο αποτέλεσμα, ενδεχομένως δε, μια επιπλέον αποδυνάμωση του SPD και μια ενίσχυση του AfD. Τα περισσότερα μέλη του SPD δεν ήθελαν να πάρουν το ρίσκο, από τη στιγμή μάλιστα που η συμφωνία συνασπισμού θα έφερε τη σφραγίδα του κόμματος.   

Ο νέος Μεγάλος Συνασπισμός έλαβε μια ισχνή πλειοψηφία, της τάξης του 53,4%, επί του συνόλου των ψήφων (ενώ το 2013 είχε λάβει 67,2%). Η απόφαση υλοποίησης του Μεγάλου Συνασπισμού επέτρεψε, για πρώτη φορά στη Γερμανία, σε ένα δεξιό λαϊκιστικό κόμμα να ηγηθεί της αντιπολίτευσης στο γεμανικό Κοινοβούλιο.

Μέρκελ, γύρος τέταρτος

Στις 14 Μαρτίου 2018, τα μέλη του γερμανικού κοινοβουλίου εξέλεξαν ως Ομοσπονδιακό Καγκελάριο την Άνγκελα Μέρκελ που έλαβε 364 ψήφους, 9 περισσότερες από όσες χρειαζόταν και 35 λιγότερες από το σύνολο των μελών του CDU, του CSU και του SPD στο Κοινοβούλιο. Κάποιοι βουλευτές και από τις δυο πλευρές (δηλαδή, και από το CDU και το CSU) δεν στηρίζουν τον Συνασπισμό. Κατόπιν τούτου, ορθώς προστέθηκε στη συμφωνία η διενέργεια μιας αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου σε δυό χρόνια. Πρόκειται για μια “συνεργασία έκτακτης ανάγκης” που παρέχει και στις δυο πλευρές το χρόνο που χρειάζονται προκειμένου να επανακαθορίσουν τη μελλοντική τους πορεία. 

Μια προσεκτική ματιά στα πρόσωπα που τοποθετήθηκαν στη νέα κυβέρνηση είναι διαφωτιστική, όχι μόνο για την κατανομή των υπουργείων. Ο Όλαφ Σολτς από το SPD, που διαδέχεται τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο Υπουργείο Οικονομίας, μιλά για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό μηδενικού ελείμματος, όπως και ο προκάτοχός του. Ο Χάικο Μάας (SPD) από την περιοχή του Σάαρλαντ στα σύνορα με τη Γαλλία, πήρε τη θέση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (SPD) στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο Χορστ Ζιχόφερ (CSU) τοποθετήθηκε στην ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (CDU) να παραμένει στη θέση του Υπουργού Άμυνας. Ο Υπουργός  Οικονομικών Πέτερ Άλτμαγερ (CDU), ο Χάικο Μάας και η νέα Γενική Γραμματέας του CDU, Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, κατάγονται από την περιοχή του Σάαρλαντ και θα διαφυλάξουν έμπρακτα τον γαλλογερμανικό άξονα, όπως ορίστηκε στη συμφωνία του συνασπισμού.

Τι πρέπει να περιμένουμε από τη νέα κυβέρνηση;

Κοινωνική πολιτική  

Αξιοσημείωτη είναι η αναγνώριση των προβλημάτων, όπως αποδεικνύει το κείμενο της συμφωνίας, αλλά και η επιμονή στη διατήρηση των μέτρων που εφαρμόζονταν μέχρι σήμερα. Η συμφωνία αναγνωρίζει τη διευρυνόμενη κοινωνική ανισότητα στη Γερμανία και την Ευρώπη, αλλά δεν καταφέρνει να προτείνει ουσιαστικές λύσεις. Η Γερμανία δεν θα εφαρμόσει το δημόσιο σύστημα υγείας για όλους, ούτε τη φορολόγηση των πλουσίων, την καθιέρωση φόρου για τον πλούτο, ή την αύξηση του φορολογικού συντελεστή στην ανώτερη εισοδηματική κλίμακα, δηλαδή, καμιά ρύθμιση υπέρ της αναδιανομής του εισοδήματος από πάνω προς τα κάτω. Το “διπλό κλείδωμα” των υφιστάμενων συντάξεων από το SPD, με τα επίπεδα της σύνταξης να αντιστοιχούν στο 48% του μέσου μισθού και τις συνταξιοδοτικές εισφορές στο 22%, θα ισχύσει μόνο μέχρι το 2025. Αυτό σημαίνει ότι το σημερινό πρόβλημα της διασφάλισης των επιπέδων σύνταξης για τη μεταπολεμική γενιά παραμένει άλυτο. Ούτε η ενίσχυση του επιδόματος τέκνων κατά 25€ ή αύξηση του συμπληρωματικού επιδόματος τέκνων για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και τις μονογονεϊκές οικογένειες επαρκούν για την καταπολέμηση της αυξανόμενης κοινωνικής πόλωσης και της εισοδηματικής φτώχειας ή της φτώχειας των ηλικιωμένων.   

Όσον αφορά τη δίκαιη φορολόγηση, η συμφωνία αναφέρεται μόνο στην καθιέρωση της ισότητας στη χρηματοδότηση της υγειονομικής ασφάλισης, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ανέργων κατά 0,3% και τη μείωση των φορολογικών βαρών για τους χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους. Η ενίσχυση των νεοφιλελεύθερων μέτρων μέσω φορολογικών περικοπών, μέτρων λιτότητας και αναδιανομής εις βάρος των μισθωτών, δεν μπόρεσε να περάσει εξαιτίας του SPD, αλλά δεν πέρασε αντίστοιχα και η αναδιανομή εισοδήματος από πάνω προς τα κάτω. Το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος.

Ευρωπαϊκή και εξωτερική πολιτική

Η συμφωνία περιέχει τη σαφή πρόσδεση της Γερμανίας στην Ευρώπη και απορρίπτει κατηγορηματικά τον προστατευτισμό, τον απομονωτισμό και τον εθνικισμό. Θα προωθηθεί η συνεργασία, στη βάση των δημοκρατικών αξιών και του νόμου. Η αρχή της αμοιβαίας αλληλεγγύης θα ενισχυθεί. Θα δημιουργηθεί ένα κοινωνικό σύμφωνο που θα περιλαμβάνει ένα μίνιμουμ πλαίσιο κανόνων και εθνικών κανόνων. Η ισότητα των αμοιβών για την ίδια εργασία στο ίδιο σημείο είναι μια πτυχή αυτού. Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (EFSI) θα διατηρηθεί και θα εξελιχθεί. Τα βασικά διαρθρωτικά κονδύλια της ΕΕ θα διατηρηθούν. Η συμφωνία προβλέπει μια κοινή βάση αξιολόγησης και μίνιμουμ ποσοστά φορολόγησης για τις επιχειρήσεις, καθώς κι ένα φόρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές.  

Μετά το Brexit, η Γερμανία θα πληρώσει μεγαλύτερες εισφορές, προκειμένου να καλυφθεί το χρηματοδοτικό κενό που δημιουργεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Μαζί με τη Γαλλία, με την οποία θα υπογράψει μια νέα Συνθήκη των Ηλυσίων, οι μεταρρυθμίσει θα συνεχιστούν στην ΕΕ και η συνεργασία σε όλη την Ευρωζώνη θα ενισχυθεί, κυρίως μέσω του φορολογικού ελέγχου και του οικονομικού συντονισμού στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Το Σύμφωνο Σταθερότητας παραμένει. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχιστούν οι πολιτικές λιτότητας. Μένει να εξετεστεί αν η σχεδιαζόμενη μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας σε ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο θα εξασφαλίζει μεγαλύτερη ευελιξία ή θα επιτρέπει την τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας. 

Η πολιτική για την ειρήνη και την ασφάλεια

Η συμφωνία περιλαμβάνει δηλώσεις αναφορικά με την πολιτική για την ειρήνη και την ασφάλεια, στα κεφάλαια για την Ευρώπη και την “Πολιτική για τον Αφοπλισμό και τον Περιορισμό των εξοπλισμών”. Στο κεφάλαιο για την Ευρώπη τονίζεται η αρχή της υπεροχής του πολιτικού επί του στρατιωτικού, ενώ συγχρόνως συμφωνείται η εφαρμογή μιας πιο στενής ευρωπαϊκής συνεργασίας σε θέματα που άπτονται της Πολιτικής για την Ασφάλεια και την Άμυνα (PESCO), η οποία και θα ενισχυθεί. Στο κεφάλαιο για τον “Αφοπλισμό και την Πολιτική Απαγόρευσης των Εξοπλισμών” αναπτύσσεται η ιδέα της ανάληψης, από τη Γερμανία, του ρόλου να λάβει νέες πρωτοβουλίες για τον έλεγχο των εξοπλισμών και τον αφοπλισμό και να επιδιώξει τη δέσμευση, σε παγκόσμιο επίπεδο, για τον τεκμηριωμένο αφοπλισμό όλων των όπλων μαζικής καταστροφής. Η συμφωνία καθορίζει ως πρωτεύοντα στόχο έναν κόσμο απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα. 

Ταυτόχρονα, ο Μεγάλος Συνασπισμός δηλώνει την πρόσδεσή του σε όλες τις συμμαχίες, και στο ΝΑΤΟ. Οι διαδικασίες σχεδιασμού της ευρωπαϊκής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής πρέπει να συντονίζονται πιο αποτελεσματικά και να εναρμονίζονται με το ΝΑΤΟ. Τα προγράμματα της PESCO πρέπει να επισπευθούν και οι ευρωπαϊκοί πόροι για την άμυνα πρέπει να διατεθούν για τον σκοπό αυτό. Πρέπει να ιδρυθούν αρχηγεία της ΕΕ που θα καθοδηγούν τις πολιτικές και στρατιωτικές αποστολές, ώστε τα πολιτικά και στρατιωτικά όργανα να συντονίζονται καλύτερα.

Η Γερμανία τάσσεται υπέρ της ιδέας ενός “Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με Παγκόσμιες Αρμοδιότητες”, πρόταση που κατέθεσαν η Γαλλία και η Πολωνία. Μέσα στην ίδια τη Γερμανία, πρέπει να ενισχυθούν οι δυνατότητες στρατηγικής ανάλυσης και στρατηγικής επικοινωνίας.

Το κεφάλαιο για τον Ομοσπονδιακό προϋπολογισμό περλαμβάνει αυτές τις αποφάσεις, όταν γίνεται λόγος για τις δαπάνες που θα έχουν προτεραιότητα στον επόμενο προϋπολογισμό, υπό τη μορφή αύξησης των κονδυλίων για την άμυνα και την ανάπτυξη κατά 2 δις (ποσόστωση της Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας: ODA).

Ένα πρώτο συμπέρασμα

Με όλα αυτά υπόψιν, η συμφωνία και οι πρώτες δηλώσεις της Καγκελαρίου (οι κυβερνητικές δηλώσεις δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη) δεν προοιωνίζονται καμιά ρήξη με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης, εκτός από κάποιες τροποποιήσεις του σημερινού καθεστώτος, στην καλύτερη περίπτωση. Θα περιμέναμε περισσότερα, με δεδομένη την αποδυνάμωση του SPD, γεγονός που κατέδειξαν και οι εκλογές, όπως και την προφανή αδυναμία του κόμματος να ηγηθεί και να χαράξει μια προγραμματική στρατηγική. Σήμερα, οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες δεν εκπροσωπούν ένα δικό τους σχέδιο. Τους λείπει η αυτοπεποίθηση για να πρωτοστατήσουν σε μια πολιτική μετατόπιση προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης δικαιοσύνης, μιας πραγματικής νέας αυγής, σε αντίθεση με τον Σάντερς στις ΗΠΑ, τον Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο, ή την αριστερή στροφή των Πορτογάλων σοσιαλιστών. Πρόκειται μάλλον για “μια από τα ίδια”.    

Τι σημαίνει αυτό για το DIE LINKE;

Για το DIE LINKE, αυτό σημαίνει ότι οφείλει να συνεχίσει να αναπτύσσει τη διπλή στρατηγική του. Δηλαδή, να αντιμετωπίσει και την ενδεχόμενη συνέχιση της τροποποιημένης -αλλά όχι ουσιαστικά διαφορετικής- νεοφιλελεύθερης πολιτικής της κοινωνικής οπισθοδρόμησης και της αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, των ευρωπαϊκών πολιτικών των πολλών ταχυτήτων, αλλά και την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της πολιτικής σφαίρας.

Το DIE LINKE πρέπει, κατά διαστήματα, να ασκεί πίεση από τα αριστερά. Με δεδομένη την αναποφασιστικότητα του  SPD, πρέπει να παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν την αναδιανομή του εισοδήματος, την αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, την κοινωνική στέγαση, την αύξηση του προσωπικού στο δημόσιου τομέα, την πάλη για μια συμφωνία πάνω σε όσα ορίζει ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας για τα Κοινωνικά Δικαιώματα, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τη στήριξη και αποσαφήνιση των αιτημάτων για κοινωνική και εργασιακή προστασία στην ΕΕ. Ειδικότερα, πρέπει να συμμετέχει στην πάλη ενάντια στους πυρηνικούς εξοπλισμούς σε όλη την Ευρώπη και να πιέζει εξ’ αριστερών για την έναρξη του διαλόγου με θέμα την πολιτική για την ειρήνη, ώστε να ληφθούν αποφάσεις στα ζητήματα του αφοπλισμού, του εξοπλιστικού ελέγχου και του περιορισμού των εξοπλισμών. Ταυτόχρονα, για τη δημιουργία μιας ειρηνικής Ευρώπης, απαιτούνται εναλλακτικές προτάσεις, απέναντι στις σημερινές οικονομικές και εμπορικές πολιτικές -μεταξύ αυτών και τις γερμανικές-, που να αφορούν την αγορά εργασίας και τις φορολογικές πολιτικές, τη διανομή του εισοδήματος με βάση την κοινωνική αλληλεγγύη, αλλά και την ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, όπως των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.  

Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να δουλέψει πάνω σε αυτά τα θέματα, ανεξάρτητα και σε όλα τα επίπεδα, και να δημιουργήσει έναν πόλο αλληλεγγύης που θα φτάνει στην κοινωνία, η οποία έδειξε με την ψήφο της ότι ζητά την πολιτική αλλαγή από την πολιτική εξουσία καιτο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αυτό είναι το κύριο διακύβευμα. Το DIE LINKE είναι αντιμέτωπο με τις ευθύνες του απέναντι στην Ευρώπη.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου