«Κόσμοι της εργασίας που άλλαξαν εντελώς: οι επαναστάσεις και οι εργασιακές σχέσεις σε μια παγκόσμια ιστορική προοπτική»

Μετά από μια μακρά περίοδο απομόνωσης, η «επανάσταση» επανέρχεται ως θέμα του ιστοριογραφικού διαλόγου. Η επικείμενη επέτειος του 1917 – αναμφισβήτητα ένα από τα πιο σημαντικά, αν όχι το σημαντικότερο, γεγονός του 20ου αιώνα- έχει τροφοδοτήσει ακόμα περισσότερο αυτό το επανεμφανιζόμενο ενδιαφέρον

Το 53ο  Συνέδριο της Διεθνούς Διάσκεψης Εργατικής και Κοινωνικής Ιστορίας (ITH) θα γίνει στο Λιντς της Αυστρίας από τις 21 ως τις 23 Σεπτεμβρίου 2017. 
Οι γλώσσες εργασίας θα είναι τα γερμανικά και τα αγγλικά.
Πρόσκληση υποβολής άρθρων
Μετά από μια μακρά περίοδο απομόνωσης, η «επανάσταση» επιστρέφει ως θέμα του ιστοριογραφικού διαλόγου. Η επικείμενη επέτειος του 1917 – αναμφισβήτητα ένα από τα πιο σημαντικά, αν όχι το σημαντικότερο, γεγονός του 20ου αιώνα- έχει τροφοδοτήσει ακόμα περισσότερο αυτό το επανεμφανιζόμενο ενδιαφέρον.
Οι λόγοι αυτής της τάσης μπορούν να αναζητηθούν, αφ’ ενός στις ευρύτερες σύγχρονες κοινωνικές εμπειρίες της κρίσης -συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών κρίσεων, των πρόσφατων αναταραχών στον αραβικό κόσμο ή των κινημάτων και των κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική που στοχεύουν στον μετασχηματισμό, ή ακόμα πιο ρητά, στην επανάσταση. Αφ’ ετέρου, οι εσωτερικές μετακινήσεις στα πεδία των ιστορικών σπουδών έκαναν για άλλη μια φορά τις επαναστάσεις ένα ελκυστικό αντικείμενο μελέτης: Υπό την επιρροή δυναμικών αντιπαραθέσεων για την «παγκόσμια ιστορία» και τις «διεθνικές προοπτικές» οι επαναστάσεις αναδύθηκαν ως ένα προφανές αντικείμενο μελέτης όσων ενδιαφέρονται για την κυκλοφορία των ιδεών, των προσώπων, των εμπορευμάτων, των πρακτικών κλπ, καθώς και τη σύνδεση μεταξύ διαφόρων τόπων.
Έχοντας ως σημείο εκκίνησης αυτό το νέο ενδιαφέρον για τις επαναστάσεις, η Διάσκεψη ITH του 2017 προτείνει να αναπροσαρμόσει την εστίασή της και να συζητήσει τη συγκεκριμένη αλληλεπίδραση μεταξύ των επαναστάσεων και των εργασιακών σχέσεων. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι, βέβαια, εμφανέστατη σε όλα εκείνα τα κινήματα και τα πολιτικά σχέδια, κυρίως μετά το 1917, στα οποία η αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και εργασίας ήταν ρητά η βασική κινητήρια δύναμη των επαναστάσεων. Οι εργασιακές σχέσεις δεν απασχολούσαν μόνο τους δρώντες που ακολουθούσαν της μαρξιστικές ιδέες σχετικά με αυτό που συνιστά το κοινωνικό. Επιπλέον, ακόμα και χωρίς επεξεργασμένη ιδεολογία και πρόγραμμα για θέματα που συνδέονται με την εργασία, οι επαναστατικές διαδικασίες σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκαν πάντοτε από τις κρίσεις και τις συγκρούσεις στους κόσμους της εργασίας και από τις προσδοκίες και τους πολιτικούς φορείς των εργαζομένων. Για παράδειγμα, η επανάσταση των σκλάβων του Αγίου Δομίνικου, το 1804, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια αναταραχή άμεσα συνδεδεμένη με την εργασία (που λειτούργησε ως πρότυπο για πολλές εξεγέρσεις και απόπειρες επαναστάσεων από ανθρώπους που υφίσταντο τη σύγχρονη δουλοκτησία ατλαντικού τύπου). Όμως, η σημασία που έχουν τα θέματα που αφορούν την εργασία παρατηρείται και σε πιο πρόσφατα γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, σε κάποιες εργατικές συγκρούσεις της δεκαετίας του 2000 που προηγήθηκαν των κινημάτων της αραβικής άνοιξης.
Προσεγγίζοντας την αλλαγή στους «κόσμους της εργασίας», η διάσκεψη έχει ως στόχο να ενσωματώσει το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τις επαναστάσεις στις δυναμικές αντιπαραθέσεις που γίνονται στο πεδίο της Παγκόσμιας Εργατικής Ιστορίας. Αυτή η Ιστορία εξελίχθηκε τις δύο τελευταίες δεκαετίες επικεντρώνοντας στην ανάλυση των εργασιακών σχέσεων, με έμφαση στην ποικιλομορφία και τη συνδεδεμένη με αυτήν συνύπαρξη διάφορων μορφών εργασιακών σχέσεων κατά την εξέλιξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Διευρύνοντας, τόσο το γεωγραφικό πεδίο της εργατικής ιστορίας όσο και την έννοια του «εργάτη» ή της «εργάτριας», έχει θέσει το ζήτημα να συμπεριληφθεί η ιστορία των σκλάβων και άλλων ανελεύθερων εργατών και εργατριών, καθώς και των αυτοαπαχολούμενων, της άτυπης, της επισφαλούς και απλήρωτης (με επίδομα επιβίωσης) εργασίας. Πώς αυτή η ποικιλομορφία εργασιακών σχέσεων στήριξε και διαμόρφωσε τις επαναστάσεις; Πώς ενεργούν στις επαναστατικές διαδικασίες οι διάφορες ομάδες εργατών και εργατριών και πώς τις επηρεάζουν; Και πώς αυτοί οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί καθορίζουν τις αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής δύναμης, καθώς και στη μορφή των εργασιακών σχέσεων;
Αρχίζοντας με αυτές τις βασικές ερωτήσεις για την αλληλεπίδραση μεταξύ επαναστάσεων και εργασίας, μπορούν να διερευνηθούν τα παρακάτω θέματα και ερευνητικά ερωτήματα:
Ανάλυση πριν και μετά: Ένα ερευνητικό ερώτημα μπορεί να είναι η συστηματική ανάλυση των εργασιακών σχέσεων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τις επαναστάσεις. Οι συνεισφορές σ’ αυτό το θέμα μπορούν να αναλύσουν, τόσο τον μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων «επί του εδάφους», όσο και τις αλλαγές στα θεσμικά και νομικά πλαίσια για την εργασία (π.χ. η ψήφιση νέων εργατικών νόμων ή, όπως συνέβη σε μερικές χώρες μετά το 1918, ολοκληρωμένων «εργατικών συνταγμάτων»). Αυτά τα άρθρα θα μπορούσαν να εστιάσουν, τόσο στις ομάδες των εργατών και εργατριών που αναμείχθηκαν άμεσα στους επαναστατικούς αγώνες, όσο και σε αυτούς και αυτές που δεν το έκαναν, στις ομάδες που τα κατάφεραν καλύτερα κατά τη διάρκεια ή μετά από τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς ή σε εκείνους που η κατάστασή τους χειροτέρευσε, στις επιδιωκόμενες αλλαγές ή στις μη προβλεφθείσες συνέπειες.
 Εργασία, επανάσταση και πόλεμος: Μια άλλη διάσταση που αξίζει να προσεχτεί, είναι η συχνή αλληλεπίδραση μεταξύ πολέμου και επαναστατικών γεγονότων. Όπως φαίνεται από την εμπειρία του  Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, οι πόλεμοι επιφέρουν συχνά απότομες και βίαιες αλλαγές στην κατάσταση των εργατών, μετατρέποντάς τους σε στρατιώτες ή επιβάλλοντας την στρατιωτικοποίηση της εργασίας. Αυτό είχε πολλαπλές επιπτώσεις στο σύνολο της κοινωνίας, με την εντεινόμενη στρατολόγηση γυναικών στη βιομηχανική, μη οικιακή εργασία να είναι από τις πιο σημαντικές. Καθώς οι πόλεμοι και οι πολιτικές του εσωτερικού μετώπου οδήγησαν σε πολλαπλές και αντικρουόμενες μετακινήσεις επάνω στο φάσμα της «ελεύθερης» και της «ανελεύθερης» εργασίας, της σύνθεσης της βιομηχανικής εργατικής δύναμης και των κόσμων της καθημερινής αναπαραγωγής, αυτές οι εξεγέρσεις εξέθρεψαν και την επαναστατική ανησυχία στο ξεκίνημα των πολέμων και, σε πολλές περιπτώσεις, έριξαν τη βαριά σκιά τους στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας στη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων και στις μετεπαναστατικές κοινωνίες. Αυτή η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην «εργασία σε περίοδο πολέμου» και την «εργασία σε καιρό επανάστασης» θα αποτελέσει τον πυρήνα αυτής της γραμμής έρευνας.
Μικροανάλυση:  Τις τελευταίες δεκαετίες έχει παραχθεί σημαντικό έργο χαρίζοντάς μας μοναδικές εικόνες για τις «μεγάλες» διαδικασίες των επαναστάσεων, επικεντρώνοντας κυρίως σε μικρές μονάδες, είτε παραγωγικές (εργοστάσια, εργαστήρια, φυτείες, νοικοκυριά), είτε κοινοτικές (χωριά, γειτονιές). Ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα για τους ερευνητές των επαναστάσεων του 20ου αιώνα είναι η αυτο-οργάνωση των εργατών, των χωρικών, και άλλων ομάδων σε συμβούλια, σοβιέτ, ή επιτροπές. Πόσο μας επιτρέπουν αυτές οι προσεγγίσεις να καταλάβουμε τους τρόπους με τους οποίους οι εργασιακές σχέσεις μετασχηματίστηκαν και αναδιοργανώθηκαν σε επαναστατικές περιόδους; Πώς τα τοπικά ζητήματα και η εργασιακή δυσαρέσκεια οδήγησαν σε πιο καθολικά επαναστατικά θέματα; Ποιες αλληλεπιδράσεις παρατηρούνται ανάμεσα στη γυναικεία αναπαραγωγική εργασία και την εργασία  επιβίωσης αφενός, και την εκτός νοικοκυριού εργασία αφετέρου, σε επαναστατικές περιόδους; Με ποιους τρόπους έγινε η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην έμφυλη κατανομή εργασίας και τις επαναστατικές διαδικασίες;    
Συνδέσεις εξ’ αποστάσεως: Τα άρθρα που θα γραφτούν με βάση αυτή την ερευνητική γραμμή θα μπορούσαν να αναλύσουν τις διατοπικές συνδέσεις ανάμεσα σε δρώντες που βρίσκονται σε διαφορετικές τοποθεσίες, π.χ., την (εποχιακή) μετανάστευση των εργαζομένων στη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων και των επιπτώσεών τους, ή την ενεργό αλληλεγγύη μεταξύ των δρώντων που θεωρούσαν τους εαυτούς τους επαναστάτες. Συγχρόνως, θα μπορούσαν να επικεντρωθούν και σε δι-ιστορικές συνδέσεις ανάμεσα στις επαναστάσεις, αναλύοντας πώς οι δρώντες σε περιόδους επανάστασης αναφέρονταν σε προηγούμενα παραδείγματα, π.χ., πώς οι δρώντες του 1917 αναφέρονταν στο 1789, από τη σκοπιά του οράματος για κοινωνικό μετασχηματισμό της εργασίας. 
Η επανάσταση ως εργασία: Οι επαναστάσεις γέννησαν έναν ιδιαίτερο τύπο κοινωνικού δρώντος: ανθρώπους που ζουν για, και από την επαναστατική δραστηριότητα. Από τον πνευματικό υποκινητή μέχρι τον πολιτικό ρήτορα, από τον στρατιώτη μέχρι τον ακτιβιστή, ή τον απεσταλμένο για κατασκοπία, αυτή η ερευνητική γραμμή θα αναλύσει τους όρους, τις μορφές και τα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά αυτών που κερδίζουν τη ζωή τους όντας, εκ παραλλήλου, αφιερωμένοι/ες ή καταγεγραμμένοι/ες σε κάποια επαναστατική διαδικασία.    
Στοχαζόμενοι την επανάσταση και τις εργασιακές σχέσεις: Η αλληλεπίδραση μεταξύ της επανάστασης  και των εργασιακών σχέσεων διαμορφώνεται και από τον τρόπο που οι δρώντες (και οι σύγχρονοι της επανάστασης και οι μεταγενέστεροι) έχουν προβληματιστεί και παρέμβει σε αυτήν τη σχέση. Ποιες ήταν οι προσδοκίες των δρώντων της επανάστασης για τις εργασιακές σχέσεις; Πώς προσλάμβαναν αυτή την αλληλεπίδραση μετά από τις ερμηνείες των γεγονότων –από ακτιβιστές, διανοούμενους, ή, ειδικότερα, ιστορικούς-; Έχουν επισημάνει συγκεκριμένους παράγοντες, όπως την τεχνολογική αλλαγή ή τον ρόλο της ιδεολογίας;  
Παρότι ο κατάλογος δεν είναι ολοκληρωμένος και οι διοργανωτές είναι ανοιχτοί σε όλες τις προτάσεις που σχετίζονται με το γενικό θέμα του συνεδρίου, αυτό το συνέδριο επιθυμεί ιδιαίτερα να ενθαρρύνει τη συγγραφή άρθρων που χρησιμοποιούν συγκριτικές προσεγγίσεις (και στο πλαίσιο της συγχρονίας, αλλά και στη διαχρονία) ή που επικεντρώνονται σε σχέσεις μεταξύ τόπων ή μεμονωμένων δρώντων. Το συνέδριο θα επιλέξει άρθρα που θα καλύπτουν όλες τις περιοχές του κόσμου και  θα πηγαίνουν πέρα από το γνωστό τόξο των «κλασικών» επαναστάσεων. Οι διοργανωτές, προτιμούν, επίσης, τη μακρά παγκόσμια ιστορική προοπτική και το συνέδριο είναι ανοιχτό σε κείμενα που αφορούν διαφορετικές περιόδους. Αυτό περιλαμβάνει και τις πιο απομακρυσμένες διαδικασίες ή γεγονότα των αρχών της σύγχρονης περιόδου, ή και τους μετασχηματισμούς που έγιναν γύρω στο 1989 και μετά από αυτό, στο βαθμό που παραμένουν εντός του στόχου της αλληλεπίδρασης μεταξύ των επαναστάσεων και των εργασιακών σχέσεων με πρωτότυπο τρόπο. Το συνέδριο θα χρησιμοποιήσει την έννοια των ευρύτερων διεθνικών «κύκλων επανάστασης», προϋποθέτοντας την ύπαρξη διασυνδεόμενων δικτύων επαναστάσεων που επηρεάζουν ταυτόχρονα διαφορετικές περιοχές.
Το συνέδριο θα διοργανωθεί σε ένα πνεύμα που αναγνωρίζει απερίφραστα την θεμελιωδώς  αμφισβητούμενη φύση όλων των επαναστάσεων (και μεταξύ των δρώντων της εποχής και μεταξύ των μεταγενέστερων ιστορικών). Ακολουθεί μια μάλλον ευρεία έννοια της «επανάστασης», που περιλαμβάνει και αποτυχημένες ή επιχειρούμενες επαναστάσεις, επαναστατικές καταστάσεις, καθώς κι εκείνες που επιβλήθηκαν εκ των άνω μέσω του πολέμου. Παρόλα αυτά, επιμένει ότι ο επιστημονικός διάλογος θα αφορά τις καταδικασμένες (και σχετικά βραχείες) διαδικασίες κρίσης, σύγκρουσης και αλλαγής. Επομένως, η στόχευση του συνεδρίου παραμένει στις περιπτώσεις όπου υπήρχε και ένα στοιχείο (πολιτικής) μετάβασης και ένα στοιχείο (κοινωνικού) μετασχηματισμού. Ενώ αυτό είναι ενθαρρυντικό για κείμενα, π.χ,, επάνω στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αποαποικιοποίησης και εργασιακών σχέσεων, οι περιπτώσεις, στις οποίες η έννοια της «επανάστασης» χρησιμοποιείται για να καταδείξει διαδικασίες βαθιού μετασχηματισμού (όπως «βιομηχανική επανάσταση», «φορντική επανάσταση», «νεοφιλελεύθερη επανάσταση, κ.τλ.) δεν ενδιαφέρουν. 
Υποβολή
Τα άρθρα που θα υποβληθούν θα πρέπει να περιλαμβάνουν:
·         περίληψη (max. 300 λέξεις)
·         βιογραφικό σημείωμα (max. 200 λέξεις)
·         πλήρη διεύθυνση και e-mail
Οι προτάσεις πρέπει να αποσταλούν στον Lukas Neissl: lukas.neissl (at) doew.at www.ith.or.at Χρονοδιάγραμμα
Υποβολή προτάσεων: μέχρι τις 29 Ιανουαρίου 2017
Ειδοποίηση αποδοχής: 1 Μαρτίου 2017
Πλήρες κείμενο ή άλλες εκδοχές παρουσίασης: μέχρι τις 20 Αυγούστου 2017
 Ομάδα προετοιμασίας
TamásKrausz, Πανεπιστήμιο Eötvös Loránd, Βουδαπέστη
RagnheiðurKristjánsdóttir, Πανεπιστήμιο Ισλανδίας, Ρέκιαβικ
Marcel van der Linden, Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας, Άμστερνταμ
David Mayer, ITH, Βιέννη
Stefan Müller, Ίδρυμα Friedrich Ebert, Βόννη
Goran Musić, Κέντρο Νοτιοανατολικών Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο του Γκρατς
Lukas Neissl, ITH, Βιέννη
Felix Wemheuer, Πανεπιστήμιο Κολωνίας

Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου