Η σύντομη ανάπαυλα τελείωσε

Ήταν μεγάλες η ανακούφιση και ευφορία στην Αυστρία για την εκλογική νίκη του Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, του Πράσινου υποψηφίου που είχε τη στήριξη μιας ευρείας συμμαχίας ψηφοφόρων, από τον χώρο του κέντρου μέχρι εκείνον του Κομμουνιστικού Κόμματος, και που νίκησε τον Νόρμπερτ Χόφερ, υποψήφιο του δεξιού ριζοσπαστικού κόμματος.

Αλλά όχι παντού. Έξι μήνες μετά, με την εκλογή της νέας του ηγεσίας, του Σεμπάστιαν Κουρτς, 31 ετών, ενός μεταμοντέρνου υβριδίου νεανικού λεονταρισμού και παραδοσιακής αντίδρασης, το Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) έδωσε τέλος στη συμμαχία του με το Σοσιαλδημοκρατικό (SPÖ). Αν οι δημοσκοπήσεις είναι έγκυρες, το πραξικόπημα πέτυχε και το Λαϊκό Κόμμα θα αναδειχθεί νικητής στις εκλογές της 15ης Οκτωβρίου. 

Επομένως, ξεκινά ένας αγώνας δρόμου για την επίτευξη συμμαχίας μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος Ελευθερίας (FPÖ), με τον Σεμπάστιαν Κουρτς, ως «το ανεκτό πρόσωπο του δεξιού λαϊκισμού[1]», για Καγκελάριο. Αλλά κάτι τέτοιο θα αποτελούσε το πρελούδιο μιας σοβαρής ανασυγκρότησης του φθαρμένου κομματικού συστήματος της Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας. 

Η απάντηση στο ερώτημα πώς μπόρεσε να ανατραπεί το αποτέλεσμα της προεδρικής εκλογής σε τόσο μικρό διάστημα, πρέπει να αναζητηθεί στον παραμορφωμένο και χειραγωγημένο χαρακτήρα της αυστριακής δημοκρατίας.

Ήταν από παλιά κοινό μυστικό ότι ένα σημαντικό τμήμα του Λαϊκού Κόμματος προσπαθούσε να επιτύχει τη συμμαχία με το Κόμμα Ελευθερίας. Ήταν γνωστό ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να κινητοποιηθεί μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία προς αυτό το στόχο. Αλλά μέχρι σήμερα, η συμμαχία αυτή εμποδιζόταν από το γεγονός ότι δεν υπήρχε αντίστοιχη πλειοψηφία υπέρ της στον αυστριακό πληθυσμό, πράγμα που αναδείχθηκε από τη νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν. 

Η δημαγωγία που τροφοδοτούσαν επί χρόνια οι φυλλάδες κατά των προσφύγων και του Ισλάμ έχει επιδράσει στην αυστριακή κοινωνία. Στο τέλος, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όχι μόνο συγκυβέρνησε με το Κόμμα Ελευθερίας σε ένα από τα ομόσπονδα κρατίδια της Αυστρίας, αλλά το είδε και ως ευκαιρία για να συμμαχήσει μαζί του σε εθνικό επίπεδο. Και, παρότι μια τέτοια συμμαχία δεν αποτελεί πολύ πιθανή επιλογή, προκάλεσε την διάλυση και των τελευταίων αντιστάσεων μέσα στο Λαϊκό Κόμμα απέναντι σε μια «Μαύρη-Μπλε» συμμαχία.

Έτσι, η χώρα αναμένει με αγωνία μια εκλογική αναμέτρηση για την οποία ένα είναι βέβαιο: όποιοι κι αν είναι οι εταίροι, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας θα είναι στην επόμενη κυβέρνηση.

Ανάμεσα στα κόμματα της ριζοσπαστικής, λαϊκιστικής δεξιάς σε όλη την Ευρώπη, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας είναι από τα πιο αποκρουστικά. Εξαιτίας του ρατσισμού και του αντι-ισλαμισμού του, θεωρείται κατά καιρούς εθνικιστικό κόμμα. Αυτό ισχύει υπό την εξής έννοια: διαφέρει από τα άλλα εθνικιστικά κόμματα στο ότι ο εθνικισμός του δεν έχει ως αναφορά το δικό του έθνος, δηλαδή την Αυστρία. Το Κόμμα Ελευθερίας είναι ένα γερμανικό εθνικό κόμμα με την έννοια ότι, σύμφωνα με το κομματικό του πρόγραμμα, θεωρεί τους Αυστριακούς που έχουν μητρική γλώσσα τη γερμανική, τμήμα του γερμανικού έθνους[1].    

Δηλαδή, εκφράζει τις ίδιες απόψεις με τις γερμανικές αδελφότητες (Burschenschaften) που αποτελούν μέρος μιας ισχυρής υποκουλτούρας στη Γερμανία, με τις παραδοσιακές πολιτιστικές ενώσεις και τα περιοδικά της νέας δεξιάς, που αποτελούν με τη σειρά τους, φερέφωνα της εξτρεμιστικής δεξιάς και της νεοναζιστικής δράσης στη χώρα. Είναι γειτονικά κόμματα.

Αυτό δεν είναι τόσο εκκεντρικό όσο φαίνεται. Το Κόμμα Ελευθερίας είναι στην ουσία ένα κόμμα  παραδοσιακά προσδεμένο στο κομματικό σύστημα της Αυστρίας[1]. Ο γερμανικός εθνικισμός του εκπροσωπεί ένα τμήμα των αυστριακών ελίτ και, επιπλέον, αναδεικνύει την αυξανόμενη επιρροή του γερμανικού κεφαλαίου στην οικονομία και την κουλτούρα της χώρας.

Η σχέση του, τόσο με τον Εθνικοσοσιαλισμό, όσο και με το γερμανικό εθνικισμό, τοποθετεί το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας απέναντι στο Σύνταγμα της Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας και στις αρχές της μεταπολεμικής Ευρώπης, καθώς και εκείνες της ΕΕ. Σε ενδεχόμενη επιδείνωση της κρίσης στην ΕΕ και ενίσχυση της φιλοδοξίας της Γερμανίας για εξουσία, αυτό μπορεί να έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες για την Ευρώπη.   

Αυτά εν συντομία για την «κρυφή ατζέντα» του Κόμματος Ελευθερίας και την «άρρητη κοινή γνώση» που συγκροτεί το σκληρό πυρήνα του και τον συνδέει με τους πνευματικούς και πολιτιστικούς του κύκλους.

Ωστόσο, οι εκλογικές του επιτυχίες πρέπει να αποδοθούν κυρίως στην επιτυχή μετάλλαξή του σε δεξιό ριζοσπαστικό κόμμα νέου τύπου, το οποίο συνδυάζει την αυταρχική θεώρηση της κοινωνίας με τον εθνοτικό εθνικισμό και το λαϊκιστικό πολιτικό ύφος[2]. Έχει την ικανότητα να αλλάζει και, παρόλα αυτά, να παραμένει ίδιο, στοιχείο που απαντάται και σε άλλα κόμματα της ριζοσπαστικής δεξιάς στην Ευρώπη (μεταξύ άλλων το Εθνικό Κόμμα, η Λέγκα του Βορρά, το PVV και το Vlaams Belang), μαζί με τα οποία συγκροτεί μια κοινή ομάδα εντός της Ευρωβουλής[3].

Η σύνθεση του εκλογικού σώματος του Κόμματος Ελευθερίας ανταποκρίνεται στη γνωστή εικόνα που προκύπτει από τη μελέτη ανάλογων κομμάτων: ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του είναι άνδρες, εργάτες, με χαμηλή μόρφωση (ανάλογη της επαγγελματικής τους θέσης), από την περιφέρεια των αστικών κέντρων. Δεν πρόκειται τόσο για στρώματα που βρέθηκαν εκτός της κοινωνικής τους τάξης, όσο για ανθρώπους που θεωρούν ότι ανήκουν στα μεσαία στρώματα και αισθάνονται ότι απειλούνται από την καθοδική κοινωνική κινητικότητα, καθώς και ότι τα συστημικά πολιτικά κόμματα τους έχουν εγκαταλείψει. Και έχουν δίκιο, γιατί η κοινωνική τους κατάσταση έχει επιδεινωθεί αισθητά την τελευταία δεκαετία. Η μείωση της συμμετοχής των μισθών στην οικονομία έχει οδηγήσει στη γρήγορη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε από 5% στο 9% την περίοδο κορύφωσης της οικονομικής κρίσης, ενώ η μέση σύνταξη μειώθηκε χονδρικά κατά 25%.     

Θα ήταν όμως λάθος να ερμηνεύουμε την άνοδο της λαϊκιστικής δεξιάς ως «ταξική ψήφο», έστω και λανθασμένη. Γιατί δεν μπορούν να εξαχθούν έγκυρα συμπεράσματα για την ταξική σύνθεση του εκλογικού σώματος από τα δημοσιευμένα στοιχεία. Η ψήφος δεν κατανέμεται με βάση το επίπεδο εισοδήματος, αλλά κάποιες κοινωνικές κατηγορίες όπως: «επιχειρηματίες», «υψηλόβαθμοι υπάλληλοι» ή «κάτοχοι ακίνητης περιουσίας». Η υποστήριξη που λαμβάνει το Κόμμα Ελευθερίας από τους πλουσιότερους δέκα χιλιάδες Αυστριακούς αποτελεί ένα από τα πιο ακριβά μυστικά της χώρας, που αποκαλύπτεται περιστασιακά, και συχνά τυχαία. Για παράδειγμα, η συντηρητική βιενέζικη εφημερίδα Die Presse αναφερόταν σε περσινό της άρθρο, με τον σημαίνοντα τίτλο «Hört die Signale[1]» , στην αυξανόμενη υποστήριξη μελών της Ένωσης Αυστριακών Βιομηχάνων προς το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας[2].      

Η εντεινόμενη λαϊκιστική αποξένωση ανάμεσα στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας – που έχουν εγκαταλείψει τον κόσμο στην ψυχρή κοινωνική αδιαφορία της αγοράς- και τον πληθυσμό ο οποίος αντιδρά γυρνώντας την πλάτη του στη φιλελεύθερη δημοκρατία, είναι συνέπεια της προαναφερθείσης παραμόρφωσης της Αυστριακής Δημοκρατίας.

Το σημερινό κομματικό σύστημα της Δεύτερης Αυστριακής Δημοκρατίας μοιάζει να οδεύει προς έναν άσχημο θάνατο. Σε κάθε περίπτωση, με την πραξικοπηματική αλλαγή της ηγεσίας του και την υιοθέτηση ενός λαϊκιστικού πολιτικού ύφους, το Λαϊκό Κόμμα βρήκε μάλλον μια λύση για τη βραχυπρόθεσμη επιβίωσή του. Από την άλλη, το μέλλον των Σοσιαλδημοκρατών, παρά την ισχυρή παράδοσή τους, είναι πολύ επισφαλές. Αν η αυστριακή σοσιαλδημοκρατία καταψηφιστεί ως κυβερνών κόμμα, θα ακολουθήσει σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στα μέλη της πολιτικής του πελατείας, όχι μόνο για την κηδεμονία του, αλλά και για το μελλοντικό του προσανατολισμό, ειδικά σε σχέση με το Κόμμα Ελευθερίας.  

Σε αυτή την επισφαλή κατάσταση για την αυστριακή δημοκρατία αναδύεται το ζήτημα των εφικτών εναλλακτικών λύσεων. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και οι Πράσινοι αποδείχθηκαν ανίκανοι να εκμεταλλευθούν την εκλογική νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν. Ούτε είναι σε θέση να παρουσιάσουν ένα αξιόπιστο εναλλακτικό πρόγραμμα που εκκινεί από το συμφέρον της πλειοψηφίας των κατοίκων της Αυστρίας.

Επομένως, και στην Αυστρία η λύση για την πολιτική κρίση πρέπει να αναζητηθεί πέρα από τη Σοσιαλδημοκρατία, στην οικοδόμηση μιας λαϊκής, προοδευτικής πολιτικής δύναμης που θα καθιερωθεί με διακριτό τρόπο στο στρατόπεδο της αντίθεσης απέναντι, τόσο στη συνέχιση της υπερίσχυσης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όσο και στην εθνικιστική, ριζοσπαστική δεξιά. Αυτό είναι ένα ζήτημα πολύ πιο σοβαρό από τις επερχόμενες εκλογές. Πάντως, είναι ενθαρρυντικό ότι η οργάνωση νεολαίας των Πρασίνων (που πετάχτηκε έξω από το κόμμα) συμμάχησε, για τις εκλογές, με διάφορους αριστερούς ακτιβιστές και ότι ο εκλογικός συνδυασμός της ονομάζεται «Κομμουνιστικό Κόμμα της Αυστρίας συν»   


Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου

Σημειώσεις

1. Hans Rauscher, ‘Haben wir uns in Christian Kern getäuscht?‘, Der Standard, 16 Αυγούστου 2017

2. Η ακριβής διατύπωση στο κομματικό πρόγραμμα το Κόμματος Ελευθερίας της Αυστρίας είναι: ‘Sprache, Geschichte und Kultur Österreichs sind deutsch. Die überwiegende Mehrheit der Österreicher ist Teil der deutschen Volks-, Sprach- und Kulturgemeinschaft’ (Η γλώσσα, η ιστορία και η κουλτούρα της Αυστρίας είναι γερμανικές. Η συντριπτική πλειοψηφία των Αυστριακών αποτελούν τμήμα της γερμανικής εθνικής, γλωσσικής και πολιτιστικής κοινότητας), Parteiprogramm der Freiheitlichen Partei (FPÖ). Beschlossen vom Bundesparteitag am 18.6.2011 in Graz

3. Anton Pelinka, ‘Die FPÖ im internationalen Vergleich’, conflict & communication online, 1/1 2002, www.cco.regener-online.de/2002_1/pdf_2002_1/pelinka.pdf

4. Bλέπε: Cas Mudde, ‘The Far Right and the European Elections’, Current History Magazine 03/2014

5. de.wikipedia.org/wiki/Europa_der_Nationen_und_der_Freiheit

6. Σ. τ. Μ: Είναι η αρχή του ρεφραίν της γερμανικής έκδοσης της Διεθνούς.

7. Βλ. Die Presse, 2 2016, http://diepresse.com/home/wirtschaft/kolumnen/kordiconomy/4978742/%20Hort-die-Signale-der-FPO?%2520_vl_backlink=/home/index.do