Η πολιτική κίνηση του Μπλόκου της Αριστεράς και η μάχη κατά της λιτότητας

Οι πολιτικές εξελίξεις στην Πορτογαλία τελούν εν αναμονή. Το ευχάριστο είναι ότι αυτή η αναμονή, το λεπτό στρώμα πάγου πάνω στο οποίο πατινάρει αυτή η συμφωνία, αποτελεί ευκαιρία άσκησης πολιτικής με την καθαρή έννοια, επιτρέποντας τη διενέργεια της τρέχουσας διαπραγμάτευσης. Το δυσάρεστο για τη δεξιά και τους συμμάχους της είναι ότι αυτό το λεπτό στρώμα πάγου αποδεικνύεται εξαιρετικά ανθεκτικό, σε αντίθεση με ότι περίμεναν και ήλπιζαν.

Γύρω στα τέλη Ιουνίου, το Μπλόκο της Αριστεράς (ΒΕ) θα έχει πραγματοποιήσει το Εθνικό του Συνέδριο, το οποίο θα καθορίσει τη στρατηγική του. Ορισμένες μερίδες των ΜΜΕ, ασκώντας έναν άνευ προηγουμένου έλεγχο στις διαδικασίες και τις δυναμικές του κόμματος, σήμαναν συναγερμό: «Το Μπλόκο της Αριστεράς βομβαρδίζει την κυβέρνηση με υπερβολικές αξιώσεις». Σύμφωνα με τα ΜΜΕ, το κόμμα βομβαρδίζει την κυβέρνηση -η οποία εξαρτάται από τη στήριξή του- με απειλές και της επιβάλλει τους όρους του.     
Αυτή η ερμηνεία είναι υπερβολική και επιθετική, είναι όμως και αποκαλυπτική. Γιατί αναδεικνύει το μέγεθος της ευθύνης που έχει το Μπλόκο της Αριστεράς για την εξεύρεση κυβερνητικής λύσης. Μιας λύσης που, λόγω της απελπισίας στην οποία βρίσκεται η κατακερματισμένη δεξιά, αντιμετωπίζεται με καχυποψία από σημαντικούς τομείς των ανεπίσημων φορέων εξουσίας (τα ΜΜΕ, για παράδειγμα) οι οποίοι εξακολουθούν να είναι αφοσιωμένοι στο πρόγραμμα λιτότητας. Ας συνοψίσουμε πώς έχουν τα πράγματα.
Επαναπροσδιορίζοντας την πολιτική αντιπαράθεση 
Ο συνασπισμός των δεξιών κομμάτων κέρδισε τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2015 με 38% των ψήφων. Όμως, δεν κατάφερε να σχηματίσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή να στηρίξει μια δεξιά κυβέρνηση. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS), με 32%, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη φιλελεύθερη ατζέντα που παρουσίασε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αριστερών κομμάτων και να επιτύχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οι απαιτήσεις αυτές περιλάμβαναν το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, την αποκατάσταση μισθών και συντάξεων και τη λήξη των επιθέσεων στο εργατικό δίκαιο.
Τα κόμματα της αριστεράς δεν συμμετέχουν στην κυβέρνηση, της οποίας ηγείται ο Γενικός Γραμματέας του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) Αντόνιο Κόστα, είναι όμως απαραίτητα για την ύπαρξη μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που να την στηρίζει. Αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιτεύχθηκε χάρη σε κλαδικές και στρατηγικές πολιτικές συμφωνίες, στις οποίες περιλαμβάνεται και η έγκριση του κρατικού προϋπολογισμού. Έτσι, τα αριστερά κόμματα, μη συμμετέχοντας στην κυβέρνηση, μπορούν να διατηρήσουν τη στρατηγική και προγραμματική τους ανεξαρτησία, γεγονός ζωτικής σημασίας στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, ενώ ταυτόχρονα, είναι σε θέση να επηρεάζουν έξωθεν το συσχετισμό δυνάμεων.
Οι συνέπειες από την επίτευξη αυτής της συμφωνίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικές: η συμφωνία μετατόπισε την πολιτική αντιπαράθεση στο κυρίαρχο πεδίο της δημοκρατίας, αφήνοντας τη δεξιά να υπερασπίζεται μόνη της τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών. Σε αντίθεση με την «πολιτική του μονόδρομου» που υποστήριζε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε αντίθεση με τον φαταλισμό της τρόικας και τις «ευκαιρίες» του νεοφιλελεύθερου Ελντοράντο, σήμερα ζούμε την επαναπολιτικοποίηση των κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων και μια στροφή προς τα κοινωνικά και συνδικαλιστικά κινήματα. Το Μπλόκο της Αριστεράς έχει μια ξεκάθαρη πολιτική ατζέντα αναφορικά με αυτή την αντιπαράθεση: να αγωνιστεί για την αποκατάσταση των μισθών και τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την πρόταση που κατέθεσε, το κοινωνικό τιμολόγιο για την ηλεκτρική ενέργεια, που μειώνει την τιμή της ενέργειας για τους καταναλωτές με χαμηλό εισόδημα, θα ωφελήσει άμεσα ένα εκατομμύριο νοικοκυριά και θα πληρωθεί από μεγάλους παράγοντες του ενεργειακού τομέα.     
Παρόλα αυτά, είμαστε μάρτυρες μιας εύθραυστης σύνθεσης προτάσεων που κατατίθενται από τέσσερις διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις, προτάσεων που αφορούν την αποκατάσταση του εισοδήματος των πολιτών και την ανοικοδόμηση της χώρας. Αυτή η σύνθεση, όσο κι αν είναι εύθραυστη, αποτελεί, εξ ορισμού, μέρος της Δημοκρατίας. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει τη διαρκή καχυποψία των ΜΜΕ που γοητεύονται ακόμη από τη δεξιά λιτότητα, σε ένα πλαίσιο όπου οι νέες συνθήκες και τα όρια που τίθενται στη διαπραγμάτευση θεωρούνται αδυναμίες.
«Η κ. Μέρκελ έχει, ασφαλώς, τον δικό της προϋπολογισμό να την απασχολεί»
Ας επιστρέψουμε στην ερμηνεία των κινήσεων του Μπλόκου από τα ΜΜΕ. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι μόνο υπερβολική και κάθε άλλο παρά καθησυχαστική, αλλά αποτελεί και μια μορφή φροϋδικού ολισθήματος, αφού τα ΜΜΕ καθρεφτίζουν τη νοοτροπία των δυνάμεων που τα χρηματοδοτούν. Αυτό ανάγκασε την εκπρόσωπο του Μπλόκου της Αριστεράς, Καταρίνα Μάρτινς, να κάνει μια δημόσια αποσαφήνιση. Το κείμενο λέει απλά ότι «χωρίς μια νέα στρατηγική για τη χώρα, είναι αδύνατο να νικήσουμε τη λιτότητα και να επιτύχουμε την αποκατάσταση των εισοδημάτων στην οποία στηρίζεται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία». Αυτή η νέα στρατηγική είναι θεμελιώδους σημασίας στη μάχη για τη δημιουργία πολιτικού διαλόγου αναφορικά με το μέλλον της Ευρώπης. Δε συνιστά, όμως, ούτε προειδοποίηση ούτε πολιτικό όπλο. Είναι, αντιθέτως, το λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από κάτι πιο ουσιώδες: το γεγονός ότι η Πορτογαλία δεν θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της όσο θα παραμένει προσδεμένη στις συμφωνίες διάσωσης και τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η Συνθήκη για τον Προϋπολογισμό.
Είναι σαφές ότι η ασυμφωνία ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα κόμματα της αριστεράς έχει να κάνει με τις πολιτικές απαντήσεις προς τους θεσμούς που επέβαλαν το ευρωπαϊκό πρόγραμμα. Επίσης, όσον αφορά την Πορτογαλία, η ασυμφωνία αυτή συνιστά μια από τις πιο  προφανείς διαφορές, αλλά και από τις πιο ευαίσθητες. Μετά από μια κυβέρνηση που ήταν υποτελής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η αριστερά προβάλει σταθερά τα ζητήματα που αφορούν το δημόσιο χρέος και τη Συνθήκη για τον Προϋπολογισμό στη δημόσια ατζέντα, αρνούμενη να υποκύψει στις αντιφάσεις του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Αυτή η δύσκολη ισορροπία ήταν παρούσα στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην κατάρτιση του πρώτου κρατικού προϋπολογισμού με τη σύμφωνη γνώμη όλου το φάσματος των κομμάτων της αριστεράς. Ο προϋπολογισμός αυτός είναι και ο πρώτος, εδώ και χρόνια, που σέβεται το πορτογαλικό σύνταγμα και παρέχει ένα μίνιμουμ κοινωνικής δικαιοσύνης. Πέρα από την εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα στο PS και την αριστερά, η δυσκολία να κινηθούμε πέρα από τη λιτότητα τηρώντας ταυτόχρονα τους όρους της Ευρωζώνης, ήταν εμφανής.  
Ξεκάθαρα αποτελέσματα και μια ισχυρή παρουσία της αριστεράς
Υπάρχουν, ωστόσο, ξεκάθαρα αποτελέσματα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, με μια κυβέρνηση την οποία στηρίζουν τα κόμματα της αριστεράς, εμποδίστηκε να κάνει μια δραματική στροφή προς τα δεξιά. Η ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους θεσμούς της ΕΕ καταδεικνύει την ανησυχία που προκάλεσε η «ασταθής» συμπεριφορά του P.S., ένα παράδειγμα της οποίας είναι η επαναδιατύπωση του πρώτου σχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο θεωρήθηκε ομόφωνα από τους θεσμούς της ΕΕ ως η «χειρότερη εκδοχή» προϋπολογισμού, γιατί έκλινε προς την κεντροαριστερά. Την ίδια στιγμή, το P.S ενέδωσε στον εκβιασμό των Βρυξελών, να πωλήσει την τράπεζα BANIF (την πέμπτη που χρεοκοπεί μέσα σε οχτώ χρόνια) στη Santander, γεγονός που αποτελεί μια καταστροφική συμφωνία για το δημόσιο ταμείο. Το Μπλόκο της Αριστεράς και το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας ψήφισαν κατά αυτής της λύσης, με το Μπλόκο να επαναφέρει τις θέσεις του υπέρ της εθνικοποίησης των τραπεζών.    
Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, η ισχυρή παρουσία της αριστεράς, η οποία κέρδισε τη νομιμοποίηση μέσα από την εκλογική της επιτυχία, κατέστησε δυνατή μια (δοκιμαστική) αναδιανομή των εισοδημάτων, μια (ισχνή) αποκατάσταση των μισθών και των εργασιακών δικαιωμάτων και μια (αδύναμη) προσπάθεια άσκησης κοινωνικής πολιτικής.  
Επίσης, η διαφορετική της στάση, κι αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται, ήταν από την αρχή εμφανής. Στην πρώτη κοινή συνέντευξη Τύπου που δόθηκε από τη Γερμανίδα Καγκελάριο και τον νέο Πορτογάλο Πρωθυπουργό, οι δημοσιογράφοι πίεζαν για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος ήταν αντικείμενο αντιπαράθεσης στους διαδρόμους των ευρωπαϊκών θεσμών. Στην απάντησή του, ο Αντόνιο Κόστα δεν περιορίστηκε στο να επαναφέρει το θέμα της συνέντευξης στην κρίση του προσφυγικού –που ήταν ο λόγος της συνάντησης των δύο ηγετών-, αλλά ζήτησε από τους δημοσιογράφους να μην «ενοχλείτε την κ. Μέρκελ με τον πορτογαλικό προϋπολογισμό, γιατί έχει και τον δικό της να την απασχολεί». Το κρυφό μήνυμα προς τους πιστούς της τρόικας ήταν σαφές, δεν ήταν, όμως, το σημαντικότερο πράγμα που προέκυψε από τη συνέντευξη. Το κύριο σημείο είναι ότι η Ευρώπη μπορεί τώρα να προσδοκά μια σκληρότερη στάση από την Πορτογαλία, έχοντας να διαπραγματευτεί με πολιτικούς, και όχι με απλούς γραφειοκράτες, υποταγμένους στις επιθυμίες της Ευρώπης, όπως η προηγούμενη κυβέρνηση. 
Η «Δύναμη Ελπίδας»
Η αριστερά ανοίγει το δρόμο για ένα νέο διάλογο, αρνούμενη να διαιωνίσει παθητικά τις πολιτικές των προνομίων. Εξ’ ου και ο τίτλος της πολιτικής κίνησης του Μπλόκου της Αριστεράς, «Δύναμη Ελπίδας», που παρουσιάζεται ως η ανάλυση και το πρόγραμμα μιας πορτογαλικής αριστεράς που κάνει τη διαφορά. Κάνει τη διαφορά γιατί παλεύει με αυτοπεποίθηση αλλά χωρίς πονηριές, γιατί αναλαμβάνει, και δεν αρνείται, τις ευθύνες της και γιατί προσπαθεί να απευθυνθεί σε όλη την κοινωνία, στο όνομα μιας θεμελιώδους αντίστασης, ενώ προσφέρει νέες δυνατότητες. Μια «δύναμη ελπίδας» που δεν ξεχνά τον σοσιαλιστικό της πυρήνα, που επινοεί εναλλακτικές λύσεις και νέους τρόπους συνέχισης της πάλης και που διαχειρίζεται τον κοινωνικό και κοινοβουλευτικό της ρόλο, έτσι ώστε να ξανακερδηθούν, ένα-ένα, όλα τα δικαιώματα που χάθηκαν την περίοδο της λιτότητας. Η επιτυχία αυτής της μάχης αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να κερδίσει τη λαϊκή υποστήριξη, η οποία είναι τόσο απαραίτητη για τις μελλοντικές κατακτήσεις, χάρη στην τεράστια δύναμη μετασχηματισμού που διαθέτει.      
Ένας αέρας αποφασιστικών μετασχηματισμών φυσάει στην Πορτογαλία και η απλούστερη θέση της απόλυτης άρνησης μπορεί να λειτουργήσει ακουσίως προς όφελος του ίδιου του επιχειρήματος το οποίο αντιμάχεται. Εδώ είναι που πρέπει να αντισταθούμε στον πειρασμό της απόλυτης, της απλής και ανελαστικής άρνησης, της απόλυτης και απλής απόρριψης, χωρίς να βλέπουμε το πλαίσιο. Πώς να αντιταχθούμε στη ρήση του Μαρξ: «Όταν αρνούμαι να φορώ πουδραρισμένες περούκες, μένω πάλι με περούκες, αλλά απουδράριστες». 
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου