Η καταστροφή της λογικής

Η Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών θέλει να κλείσει τo Αρχείo του Γκέοργκ Λούκατς στη Βουδαπέστη, στο πλαίσιο μιας εκστρατείας κατά των «αριστερών» και των «φιλελευθέρων».

Τις παραμονές του επίσημου εορτασμού της 60ής επετείου από την εξέγερση του 1956 στην Ουγγαρία σημειώθηκε, για άλλη μια φορά, αντικομουνιστική έξαρση. Στόχος της ήταν ο μαρξιστής φιλόσοφος και θεωρητικός του επαναστατικού εργατικού κινήματος Γκέοργκ Λούκατς (1885-1971).

Η εφημερίδα Magyar Nemzet δημοσίευσε, στις 21 Οκτωβρίου 2016, μια καταγγελία εναντίον του Ιδρύματος Γκέοργκ Λούκατς, με αφορμή ένα νόμο που τέθηκε σε ισχύ το 2012, αναφορικά με την ονομασία των δρόμων και των δημόσιων χώρων, αλλά και των δημόσιων ιδρυμάτων. Το Ίδρυμα Λούκατς στηρίζει ερευνητικά προγράμματα κοινωνικών επιστημών και λογοτεχνίας και τυπικά είναι ανεξάρτητο από το Αρχείο Γκέοργκ Λούκατς. Η καταγγελία είχε τη μορφή: «Μπορεί η οποιαδήποτε οργάνωση να φέρει το όνομα μιας προσωπικότητας που είχε ηγετικό ρόλο στην καθιέρωση, ανάπτυξη ή διατήρηση των δεσποτικών πολιτικών συστημάτων του εικοστού αιώνα;». Η εφημερίδα θύμιζε ότι η Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών πρέπει, σύμφωνα με το νόμο, να αναλαμβάνει το ρόλο μεσολαβητή σε περιπτώσεις διαφωνιών. Αναφορικά με την υπόθεση Λούκατς, επισήμανε με λακωνικό τρόπο ότι, παρότι η σχέση του με την ηγεσία του κόμματος δε στερούνταν συγκρούσεων, ο Λούκατς είχε, αναμφίβολα, «συμβάλει στην καθιέρωση, εξάπλωση και διατήρηση του κομμουνιστικού συστήματος» και συμπλήρωνε: «Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ένας δημόσιος χώρος δεν μπορεί να φέρει το όνομά του». Αυτή η κρίση, ωστόσο, δεν αφορούσε την «επιστημονική ποιότητα» του Λούκατς και η εφημερίδα ανακινούσε το θέμα στο όνομα της «νομιμότητας».  

Κομμουνιστής δολοφόνος

Μια μέρα μετά τη δημοσίευση του άρθρου, δυο πολιτικοί του νεοφασιστικού κόμματος Jobbik έδεσαν με κόκκινο μαντήλι τα μάτια του αγάλματος του Γκέοργκ Λούκατς στο πάρκο του Αγίου Στεφάνου στη Βουδαπέστη. Υποτίθεται ότι το μαντήλι συμβόλιζε το «κόκκινο αστέρι που έκλεινε τα μάτια της Ουγγρικής κοινωνίας, των πολιτικών και της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών». Στη διάρκεια της δράσης, δημοσιοποίησαν το αίτημά τους το άγαλμα να απομακρυνθεί από την πλατεία. Το αίτημα έγινε δεκτό από το Δημοτικό Συμβούλιο της Βουδαπέστης στις αρχές του 2017. Κατόπιν τούτου, το Jobbik δήλωσε: «ένα ακόμη κομμάτι του κομμουνισμού ξεριζώθηκε από την κοινωνία μας». Και στη συνέχεια: «Είμαστε ευτυχείς που 27 χρόνια μετά την αποκαλούμενη αλλαγή του συστήματος, ένας κομμουνιστής δολοφόνος, υπεύθυνος -ως λαϊκός επίτροπος- για την εκτέλεση οκτώ ανθρώπων την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας, ο οποίος ως φιλόσοφος ήταν ο καθεστωτικός διανοούμενος της εποχής Ράκοζι και είχε κεντρικό ρόλο στην πολιτιστική πολιτική του καθεστώτος Κάνταρ, δεν μπορεί, επιτέλους, να έχει το άγαλμά του στη Βουδαπέστη». Στις 28 Μαρτίου, το άγαλμα απομακρύνθηκε από την πλατεία νωρίς το πρωί. Σήμερα, η πλατεία είναι άδεια και πρόκειται να κοσμηθεί με το άγαλμα κάποιου εθνικού ήρωα της Ουγγαρίας και του βασιλιά της Αγ. Στεφάνου.  

Όμως, αυτός που ξεκίνησε τις επιθέσεις εναντίον του Λούκατς ήταν ο αρθρογράφος Ζολτ Μπάγερ και οι διανοούμενοι και τα ιδρύματα που πρόσκεινται σε αυτόν. Στενός φίλος το ιδρυτή του κυβερνητικού κόμματος Fidesz και πρωθυπουργού της χώρας Βίκτορ Όρμπαν, ο Μπάγερ είναι ο «εκλεκτός του κόμματος» και υπεύθυνος για τους σκληρούς τόνους που υιοθετούν τα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στην κυβέρνηση. Είναι διεθνώς γνωστός για τις ρατσιστικές του δηλώσεις εναντίον των Σινδών και των Ρομά, αλλά και για τις προσβολές του σε πολιτικούς της ΕΕ. Τον Ιούλιο του 2015, ο Μπάγερ έκανε μια παρέμβαση σε μια συζήτηση σχετική με την αποκατάσταση του αντισημίτη ιστορικού και πολιτικού Μπάλιντ Χόμαν, ο οποίος ήταν στο επιτελείο του υπουργού παιδείας Μικλός Χόρτι. Από το 1933 ως το 1945 ήταν πρόεδρος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών. Το 1945 ο Χόμαν, που είχε συμβάλει στην υιοθέτηση ποικίλων αντισημιτικών μέτρων από το Κοινοβούλιο, διέφυγε στο Γερμανικό Ράιχ και παραδόθηκε τελικά μετά το τέλος του πολέμου στην Ουγγαρία, όπου και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη ως εγκληματίας πολέμου. Αναφερόμενος στην αποκατάσταση του Χόμαν, ο Μπάγερ καταλήγει να μιλά για τον «εγκληματία πολέμου Λούκατς». «Ο Λούκατς είναι το νούμερο ένα ίνδαλμα της ουγγρικής αριστεράς και των φιλελευθέρων με τους οποίους τον ενώνουν χιλιάδες νήματα. Αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο πνευματικό τους ηγέτη. Η κληρονομιά του μεταδιδόταν και μεταδίδεται ακόμα από το κοινό της σχολής που ίδρυσε στη Βουδαπέστη, τους περίφημους «Λουκατσιστές», από τον Μιχάλι Βάιντα μέχρι τον Γκεόργκι Μάρκους και την Άγκνες Χέλερ. Η διατύπωση της παραμικρής αμφιβολίας αναφορικά με τον Γκέοργκ Λούκατς σε οποιοδήποτε θέμα αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα για τους κύκλους αυτών των ανθρώπων και συνεπάγεται άμεσο αποκλεισμό».   

Ο Μπάγερ ξεκινά να παρουσιάζει διάφορα χρονογραφήματα για τις ωμότητες που υπέστη ο εβραϊκός πληθυσμός επί Λαϊκής Δημοκρατίας το 1919, περίοδο την οποία χαρακτηρίζει «επανάσταση των αρουραίων», για να δείξει «πώς οι Μπολσεβίκοι, των οποίων ηγούνταν κυρίως εβραίοι, αντιμετώπιζαν τους ομοίους τους». Στη συνέχεια, ερωτά: «Πώς αυτά τα ζώα αντιμετώπιζαν τους μη Εβραίους;» Τότε, αφηγείται μια ιστορία που έχει ανακινηθεί πολλές φορές από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ο Λούκατς, ως λαϊκός επίτροπος, συμμετείχε ή μπορεί και να διέταξε την εκτέλεση επτά ή οχτώ φυγάδων στρατιωτών από τα ουγγρικά σύνορα την εποχή της ρουμανικής επίθεσης. Η εγκυρότητα του παραπάνω γεγονότος έχει αμφισβητηθεί πολλές φορές, με πιο πρόσφατη την αναλυτική έρευνα του Αντράς Λέγκιελ, Ούγγρου καθηγητή της ιστορίας της λογοτεχνίας. Δεν υπάρχουν μάρτυρες της εκτέλεσης αυτής, ούτε τάφοι, ούτε έγγραφα που να πιστοποιούν την τέλεση κηδειών. Η σχετική δίκη που έγινε το 1919, μετά την πτώση της Λαϊκής Δημοκρατίας, καταδίκασε τη δήθεν εκτέλεση, στηριζόμενη μόνο στην υπόθεση ότι ίσως να έγινε, σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία είναι ότι ο Λούκατς μιλά γι’ αυτή την εκτέλεση στην αυτοβιογραφική του συνέντευξη Lived thinking και λέει ότι έδωσε τη διαταγή για λόγους ηθικής. Αν έγιναν οι εκτελέσεις, στόχος τους ήταν η υπεράσπιση των ουγγρικών συνόρων από τα ρουμανικά στρατεύματα που έκαναν επιθέσεις, με τη στήριξη της Γερμανίας. Όσο κι αν επιδέχεται κριτικής η πράξη της εκτέλεσης φυγάδων, οι στρατιώτες ήταν εξοικειωμένοι με αυτήν από τον Αυστροουγγρικό στρατό την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν η εκτέλεση είχε διαταχθεί από τον Χόρτι ή κάποιον από τους αξιωματικούς του, θα θεωρούνταν αιτιολογημένη ως υποκινούμενη από πατριωτικά κίνητρα, από όσους σήμερα ισχυρίζονται ότι ο Λούκατς ήταν ένας μαζικός δολοφόνος.

Ο Μπάγερ δεν χρησιμοποιεί αυτό το επεισόδιο μόνο για να υπαινιχθεί τη χρήση διπλών μέτρων και σταθμών από τους υποστηρικτές του Λούκατς, που τον απαλλάσσουν από την ενοχή και την ίδια στιγμή καταδικάζουν τον αντισημίτη Χόμαν. Κάνει επί τούτου τον παραλληλισμό ανάμεσα στους Μπολσεβίκους –των οποίων ηγούνταν κυρίως Εβραίοι– του 1919 και τους υπερασπιστές του Λούκατς σήμερα: «Θέλω να σας ανακοινώσω ότι φτάνει πια με τη διανοητική τρομοκρατία και τους ‘Λουκατσιστές’ που αποφάσιζαν ποιος ανήκει και ποιος δεν ανήκει στο πάνθεον της πνευματικής μας ζωής για πάνω από μισό αιώνα. Και γενικότερα, φτάνει πια με εσάς».  

Τα ιδρύματα στο στόχαστρο

Δεν χρειαζόταν η παραπάνω ανακοίνωση για να καταλάβουν οι «Λουκατσιστές» ότι ο Μπάγερ και οι όμοιοί του δεν τους ανέχονται άλλο. Από την αρχή της «βασιλείας» του Όρμπαν το 2010, αντιμετωπίζουν την αρνητική μιντιακή προπαγάνδα. Την ίδια προπαγάνδα έχει υποστεί και το Αρχείο Γκέοργκ Λούκατς. Το Αρχείο βρίσκεται στην όχθη του Δούναβη, κοντά στη μεγάλη αγορά, στο διαμέρισμα της προκυμαίας όπου έζησε ο Λούκατς όταν επέστρεψε από τη Σοβιετική Ένωση το 1945, μέχρι το θάνατό του το 1971. Στη διαθήκη του, ο φιλόσοφος άφηνε τη βιβλιοθήκη του με πολλά σπάνια βιβλία στο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών και τα χειρόγραφά του στη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας. Για λόγους ευκολίας, όλα, βιβλία, χειρόγραφα και αλληλογραφία, έμειναν μετά το θάνατό του εκεί όπου βρίσκονταν: στο διαμέρισμα όπου ο φιλόσοφος είχε προσκαλέσει τους Λέο Κόφλερ, Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ και Χανς Χάιντς Χολτς, εκεί όπου τον επισκέφθηκε ο Ρούντι Ντούτσκε, εκεί όπου έγραψε τα ύστερα κείμενά του για την αισθητική και την Οντολογία του Κοινωνικού Είναι, εκεί όπου δέχθηκε τους Ούγγρους εξεγερμένους μαθητές του, το 1956, καπνίζοντας ήρεμα τα πούρα του, ενώ η σύζυγός του Γκέρτρουντ Μπόρτστιμπερ, τους κερνούσε απαίσια κρύα πιάτα, όπως θυμάται η Άγκνες Χέλερ.

Το αρχείο συνέχισε άτυπα το έργο του Λούκατς μετά το θάνατο του. Οι μαθητές του όρισαν ως αντικείμενο της έρευνάς τους τα πρώιμα έργα του, με στόχο την αναζήτηση σημείων αναφοράς για το σχέδιο της «Αναγέννησης του Μαρξισμού» του 1956. Το 1973, ορισμένοι από αυτούς υπέστησαν διώξεις με την κατηγορία των «μηχανορραφιών κατά του μαρξισμού». Ως συνέπεια, έχασαν τις θέσεις τους και δεν μπορούσαν να δημοσιεύουν πλέον. Το 1977, οι Άγκνες Χέλερ, Φέρενς Φέχερ και Γκεόργκι Μάρκους διέφυγαν στο εξωτερικό. Η δουλειά στο Αρχείο όμως συνεχίστηκε. Το μεταγενέστερο υλικό του αρχείου του Λούκατς, από την περίοδο της παραμονής του στη Μόσχα για παράδειγμα, μελετήθηκε και ετοιμάστηκε προς έκδοση. Εκδόθηκε στην Ουγγαρία, ενώ ακόμη νεότερο υλικό παραχωρήθηκε στον Δυτικογερμανικό εκδοτικό οίκο Luchterhand και σε άλλους εκδότες του εξωτερικού. Η δεκαετία του 1990 ασχολήθηκε πολύ με τον Λούκατς. Το Αρχείο εξέδωσε τα κείμενα των φοιτητών του, τα οποία δεν είχαν καταφέρει να δημοσιευθούν νωρίτερα. Η αναμνηστική επιγραφή που θύμιζε στους περαστικούς ότι σε αυτό το σπίτι είχε ζήσει ο μαρξιστής φιλόσοφος, είχε δυο φορές αφαιρεθεί από τον τοίχο στον οποίο ήταν αναρτημένη. Σήμερα, στην είσοδο του Αρχείου κρέμεται μια σπασμένη αναμνηστική επιγραφή. Το 2012, κάποιοι άγνωστοι έγραψαν κάτω από τη νέα επιγραφή «Δολοφόνος το 1919».    

Η διαφωνία για το Αρχείο, που στο μεταξύ είχε υπαχθεί στη Βιβλιοθήκη και στη συνέχεια ξανά στο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο της Ακαδημίας Επιστημών, πήρε ανοιχτές διαστάσεις το 2010. Πριν από αυτό, όταν διατυπώθηκε η κατηγορία, το Αρχείο προσπάθησε να ιδρύσει ένα δεύτερο Φιλοσοφικό Ινστιτούτο. Ο νέος του διευθυντής, μετά από πιέσεις του τότε προέδρου της Ακαδημίας προς το Ινστιτούτο, ήθελε να απολύσει δεκαπέντε από τους είκοσι πέντε υπαλλήλους του, με το επιχείρημα της «ακαταλληλότητας». Μεταξύ αυτών ήταν ο Μικλός Μεστερχάζι, που δούλευε στο αρχείο από το 1978 και ήταν υπεύθυνος για ένα τετράτομο έργο που παρουσίαζε την ιστορία υποδοχής του  Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, την αλληλογραφία μεταξύ του Λούκατς και του Έρνστ Μπλοχ, καθώς και την έκδοση γραπτών κειμένων της περιόδου της επανάστασης και της δεκαετίας του 1920.

Στις αρχές του 2011, αμέσως μετά τον αμφιλεγόμενο νόμο για τα ουγγρικά ΜΜΕ, η Άγκνες Χέλερ ήταν ανάμεσα στους πιο σκληρούς επικριτές του. Τότε, η εφημερίδα Magyar Nemzet κυκλοφόρησε με τον τίτλο: «Η έρευνα της Χέλερ μας κόστισε μισό δισεκατομμύριο». Η κατηγορία ήταν ότι: «Ο φιλελεύθερος κύκλος των φιλοσόφων, που είναι καθημερινός βραχνάς για τους συντηρητικούς, απορρόφησε περίπου μισό δισεκατομμύριο φιορίνια την εποχή της κυβέρνησης Γκεουρκσάνι, με τρόπο αμφίβολο ηθικά και νομικά». Στην πραγματικότητα, οι πόροι αυτοί είχαν δαπανηθεί για τη χρηματοδότηση πάνω από εκατό ερευνητικών προγραμμάτων από έξι διαφορετικά ιδρύματα. Ένα από αυτά ήταν και το Αρχείο.   

Η αστυνομία διεξήγαγε έρευνα στα ιδρύματα. Η Διεθνής Εταιρία Γκέοργκ Λούκατς στη Γερμανία συγκέντρωσε υπογραφές για τη διατήρηση του Αρχείου, ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο τότε πρόεδρος της Γερμανικής Εταιρίας για τη Φιλοσοφία Γιούλιαν Νίντα-Ρούμελιν δημοσίευσαν μια έκκληση για την προστασία των φιλοσόφων στη Süddeutsche Zeitung, επισημαίνοντας ότι η έννοια «φιλελεύθερος» «στην Ουγγαρία «παραπέμπει σήμερα, εκ νέου, στην απάτριδα, κοσμοπολίτικη κουλτούρα των Εβραίων διανοουμένων». Η κατηγορία της κατάχρησης των ερευνητικών πόρων κατέπεσε ως αβάσιμη και η Χέλερ, μαζί με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, κέρδισαν τις αγωγές που έκαναν για δυσφήμιση. Αλλά η εκστρατεία είχε κάνει τη δουλειά της. Και το ζήτημα του μέλλοντος του Αρχείου, από το οποίο το 2012 απολύθηκαν οι νεότεροι ερευνητές, παρέμενε εκκρεμές.  

Ο Λούκατς στο σφαγείο

Επομένως, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι στις 5 Μαρτίου 2016, η αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Népszabadság, η οποία έχει κλείσει έκτοτε, έγραψε ότι η Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών επιδιώκει το κλείσιμο του Αρχείου. Η μόνη εργαζόμενη που είχε απομείνει, η Μαρία Ζέκελι, ενημερώθηκε από την Ακαδημία για τα «σχέδια μετεγκατάστασης» μια μέρα πριν. Σε συλλογή υπογραφών που διεξήχθη διεθνώς για τη διατήρηση του αρχείου, συγκεντρώθηκαν πάνω από 12.000 υπογραφές σε πολύ μικρό διάστημα και η Ακαδημία αναγκάστηκε να βγάλει ανακοίνωση στην οποία τόνιζε ότι ενεργούσε σύμφωνα με τη διαθήκη του Λούκατς. Η μετεγκατάσταση γινόταν προκειμένου το αρχείο του να ξαναμελετηθεί και να καταλογογραφηθεί με «αυστηρούς επαγγελματικούς κανόνες». Ο σημαντικότερος στόχος ήταν να καταστεί το υλικό προσβάσιμο σε εγχώριους και διεθνείς ερευνητές. Σε μια συνέντευξη τύπου στις 20 Απριλίου, ο Πρόεδρος της Ακαδημίας Λάζλο Λοβάζ είπε ότι η κακή κατάσταση του διαμερίσματος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση για μετεγκατάσταση. Υπήρχε κίνδυνος πυρκαγιάς και το διαμέρισμα δεν διέθετε κλιματισμό. Επιπλέον, έχει ήδη κατασκευαστεί ένα νέο κτίριο για τους μαθητές της Ακαδημίας στην Vágóhíd útca (Οδός Σφαγείου στα ελληνικά), όπου η βιβλιοθήκη του Λούκατς θα είναι ασφαλής. Στην ολομέλεια της Ουγγρικής Ακαδημίας στις 2 Μαϊου, ο Λοβάζ τόνισε ξανά ότι οι ενέργειες που αφορούσαν το Αρχείο δεν έκρυβαν καμιά πολιτική σκοπιμότητα και ότι εκείνος δεν θα μπορούσε να επιθυμεί το κλείσιμο του αρχείου. Και πρόσθεσε αυτάρεσκα ότι θα συμμετείχε ευχαρίστως σε μια συλλογή υπογραφών ενάντια στο κλείσιμο του. Επανέλαβε ότι ο λόγος της μετεγκατάστασης ήταν η καταλογογράφηση και η ψηφιοποίηση που «έχουν αμεληθεί εδώ και σαράντα χρόνια" και, αν κρινόταν απαραίτητο, η συντήρηση των χειρογράφων. Θέλησε επίσης να καταστήσει σαφές ότι η Ακαδημία δεν διατηρούσε χώρους μνήμης, ούτε για τους πιο διάσημους εκπροσώπους της. Παρόλα αυτά, η Ακαδημία θα παρείχε την οργανωτική και τεχνική υποστήριξη στο Ίδρυμα Λούκατς, αν αυτό επιθυμούσε να διατηρεί ένα τέτοιο μνημείο.   

Δεν κατάφερε να πείσει τους διανοούμενους που σχετίζονται με το Αρχείο. Ο Μίκλος Μεστερχάζι πιστεύει ότι «η Ακαδημία με χαρά θα ξέκοβε από τον Λούκατς ή το αρχείο του». Παρότι το Αρχείο υπαγόταν ανέκαθεν στην Ακαδημία, τα τεχνολογικά του μέσα «πέρα από τις γραφομηχανές» προήλθαν από δωρεές ιδιωτών, εφόσον η Ακαδημία δεν ήθελε να δίνει την εντύπωση ότι υποστηρίζει το έργο του Αρχείου. Οι επαγγελματικές εκδόσεις που υποσχέθηκε ο πρόεδρός της, είχαν γίνει εδώ και πολύ καιρό για ορισμένα έργα, ενώ ο τεχνικός εκσυγχρονισμός έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού. Ο Πέτερ Αγκάρντι, ιστορικός λογοτεχνίας και επιμελητής του Ιδρύματος Λούκατς, θεωρεί κυνική την κατηγορία των «σαράντα χρόνων παραμελημένου έργου», εφόσον η Ακαδημία ούτε ξεκίνησε ούτε στήριξε ποτέ τη σύγχρονη ανάγνωση των χειρογράφων: «στην ουσία, η Ακαδημία ποτέ δεν ήξερε τι να κάνει με το αρχείο του Λούκατς ή με τον ίδιο το Λούκατς, ο οποίος ήταν και παρέμεινε μαρξιστής και μετά το 1918». Οι εγκαταστάσεις στο νέο κτίριο της Ακαδημίας δεν είναι ούτε επαρκείς ούτε κατάλληλες για την εκτενή συλλογή του. Επιπλέον, μια μετεγκατάσταση θα κατέστρεφε την ισχύουσα καταλογογράφηση, η οποία ακόμη και σήμερα στηρίζεται στη συστηματοποίηση που είχε κάνει ο ίδιος ο Λούκατς. Η μετεγκατάσταση και μια νέα καταλογογράφηση θα απαγόρευαν τη χρήση των χειρογράφων για χρόνια. Ο απαιτούμενος εκσυγχρονισμός, αναφορικά με το ζήτημα της πυροπροστασίας και του κλιματισμού, μπορεί κάλλιστα να γίνει στο ίδιο το διαμέρισμα. Ο Αγκάρντι συμπεραίνει, επομένως, ότι η Ακαδημία θέλει να ξεφορτωθεί το κληροδότημα και «προσπαθεί να μειώσει τη σημασία του Λούκατς, συμμορφούμενη με τις επιδιώξεις της επίσημης πολιτικής για τη συλλογική μνήμη, η οποία δεν θέλει ο αριστερός Λούκατς να θεωρείται διαπρεπής προσωπικότητα».

Αντικομουνισμός

Προκειμένου να εμποδιστούν τα σχέδια της Ακαδημίας, ιδρύθηκε ένα νέο ίδρυμα με στόχο την παραμονή του αρχείου στην έδρα του. Το συμβόλαιο ενοικίασης του διαμερίσματος από την Ακαδημία που έχει την ιδιοκτησία του, λήγει το 2025. Όσον αφορά στο μετά το 2025 μέλλον του διαμερίσματος, μια δυνατότητα είναι η επέκταση του συμβολαίου και μια άλλη η αγορά του διαμερίσματος, η τιμή του οποίου είναι υψηλή και εξαρτάται από τον δήμο, που έχει κι αυτός μέρος της ιδιοκτησίας. Βασικός όμως όρος, θα είναι η παραμονή του υλικού επί τόπου. Το Ίδρυμα θα ασχολείται με την επιστημονική και εκδοτική έρευνα, απαλλάσσοντας την Ακαδημία από το «όνειδος». Για την υλοποίηση της τελευταίας επιλογής έπρεπε να αποσαφηνιστούν πολλές λεπτομέρειες, αλλά η Ακαδημία αρνήθηκε, παρά τις βεβαιώσεις για τη διεξαγωγή διαλόγου. Η Ακαδημία δεν επιθυμεί να έχει καμιά επαφή με το Ίδρυμα. Όπως και να έχει, το Ίδρυμα θα χρειαστεί πολλά χρήματα για την υπόθεση αυτή. Ο Γκρέγκορ Γκίζι, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, υπέβαλε ήδη μια αίτηση για την οικονομική ενίσχυση του Αρχείου στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν- Κλωντ Γιούνκερ.   

Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το αν η ΕΕ θα συμφωνήσει. Όχι μόνο γιατί ο Λούκατς αντίκειται στις ιδεολογικές της αρχές, αλλά και γιατί με μια τέτοια ενέργεια θα επιβεβαιωνόταν αυτό για το οποίο οι συντηρητικοί στην Ουγγαρία κατηγορούν την ΕΕ, ότι δηλαδή καταδικάζει τον κομμουνισμό με μισή καρδιά. «Η ποινικοποίηση του παρελθόντος» όμως, όπως λέει ο ιστορικός Μίκλος Μίτροβιτς, δε βοηθά στη διαχείριση του. Η αντικομουνιστική ιδεολογία στρέφεται πάντα κατά της χειραφέτησης ώστε, αν δεν υπήρχαν οι κομμουνιστές, θα έπρεπε να τους είχε επινοήσει. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους φιλοσόφους και ακαδημαϊκούς που δέχονται επίθεση είχαν επί μακρόν αποστασιοποιηθεί από το μαρξισμό και τον Γκέοργκ Λούκατς, ο νέος αυτοπροσδιορισμός τους στον αντίποδα του Λούκατς τις δεκαετίες του 1980 και 1990, που τους κατέστησε ιδρυτές του νέου φιλελεύθερου αστικού αντικομουνισμού στην Ουγγαρία, είναι μια εντυπωσιακή απόδειξη.    

Η υπόθεση “Heineken” αποτελεί μέρος της δημόσιας συζήτησης που διεξάγεται έντονα στις μέρες μας, με υποτιθέμενο στόχο την κατάργηση των «συμβόλων δεσποτισμού» από τις ετικέτες καταναλωτικών προϊόντων –στην περίπτωση της μάρκας Heineken η συζήτηση αφορά την κατάργηση του κόκκινου αστεριού-. Τα παραπάνω, συνιστούν άλλο ένα παράδοξο παράδειγμα αντικομουνισμού. Η γενική δυσαρέσκεια στη χώρα και τα ηχηρά αιτήματα για αλλαγή και κοινωνική δικαιοσύνη, οι πολλές μικρές μάχες κατά της διαφθοράς, οι σκληρές συνθήκες στα σύνορα με τη Σερβία, τα αιτήματα για φυλετική ισότητα και για υποδοχή των προσφύγων και η ακόμη πιο διαδεδομένη αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων, η Ουγγρική κυβέρνηση και οι συντηρητικοί που τη στηρίζουν, η συνύπαρξη όλων αυτών εξηγούνται μόνο από το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί επαρκώς τα εγκλήματα του «κομμουνισμού». Η μάχη ενάντια στο φάντασμα του κομμουνισμού προσφέρει στην Ουγγρική κυβέρνηση μια τελευταία ευκαιρία, αν επιθυμεί να ταχθεί με την παράδοση του αντιαυταρχισμού, ως χώρα πραγματικά δημοκρατική και ως φύλακας του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στα γερμανικά την 1η Απριλίου 2017 στην Junge Welt, βλ: https://www.jungewelt.de/artikel/308237.die-zerst%C3%B6rung-der-vernunft.html

Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου