Η Ευρώπη δεν έχει “πρόβλημα μετανάστευσης”: έχει πρόβλημα ξενοφοβίας

Αυτό το έτος, η Ευρώπη έζησε την εμπειρία μιας αυξανόμενης ροής ανθρώπων που δραπέτευαν από εμφύλιους πολέμους και διαλυμένα κράτη. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Μετανάστευσης, περίπου 350.000 άνθρωποι έφτασαν στην Ευρώπη από τη θάλασσα μεταξύ του Ιανουαρίου και του Αυγούστου 2015 (έναντι 219.000 όλο το 2014): περίπου 235.000 στη χτυπημένη από την κρίση Ελλάδα, 114.000 στην Ιταλία και λίγο περισσότερο από 2.000 στην Ισπανία.

Αυτοί οι αριθμοί είναι μεγάλοι, αλλά ακόμα πολύ μικρότεροι εκείνων των Σύρων προσφύγων που στρατοπεδεύουν στην Τουρκία (1,9 εκατομμύρια), τον Λίβανο (1,1 εκ.) και την Ιορδανία (629,000)-χώρες που είναι κατά πολύ φτωχότερες και μικρότερες από την ΕΕ. Η Ανώτατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) έχει αναφέρει ότι το 9/10 αυτών που φτάνουν στην Ελλάδα προέρχονται από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Από την άλλη πλευρά, σχεδόν οι μισοί από αυτούς που φτάνουν στις ιταλικές ακτές έρχονται από την Ερυθραία, τη Σομαλία, το Σουδάν και τη Συρία, κράτη που ρημάζονται από συγκρούσεις ή στις οποίες συμβαίνουν μεγάλης κλίμακας παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  

Με τις δράσεις τους ή την αδράνειά τους, ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ συνέβαλαν στη δημιουργία του χάους από το οποίο διαφεύγουν οι πρόσφυγες. Αρκεί να θυμηθούμε τις βρετανικές και γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, μετά το τέλος των οποίων δεν εφαρμόστηκε κάποιο σχέδιο ανοικοδόμησης και η χώρα βυθίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο. Να θυμηθούμε επίσης τη συμμετοχή πολλών ευρωπαϊκών χωρών στους πολέμους που έγιναν υπό την ηγεσία των ΗΠΑ την περίοδο του Τζώρτζ Μπους, οι οποίοι συνέβαλαν στην αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής και στη δημιουργία εύφορου εδάφους για στρατολογήσεις του ISIS.

Όμως, σήμερα η Ευρώπη δεν αναλογίζεται τα παλιά της λάθη και τη σχέση τους με τις παρούσες συνθήκες. Στην ΕΕ, ο δημόσιος διάλογος έχει μέχρι σήμερα επικεντρωθεί στο θέμα της ενίσχυσης των συνοριακών ελέγχων (ως εάν αυτοί θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την ανθρωπιστική κρίση), στη σύνδεση της μετανάστευσης με την τρομοκρατία και στο ερώτημα αν οι μετανάστες θα έπρεπε να μετεγκατασταθούν σύμφωνα με υποχρεωτικές εθνικές ποσοστώσεις που θα αποφασίσει η ΕΕ ή με εθελοντικές προσφπρορές των κρατών μελών. Ορισμένα κράτη μέλη ξεχώρισαν ακολουθώντας μια πιο γενναιόδωρη προσέγγιση-κυρίως η Γερμανία, που δέχθηκε ένα μεγάλο αριθμό προσφύγων στο έδαφός της και η Σουηδία, η οποία το περασμένο έτος έκανε δεκτό το μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων παροχής ασύλου ως ποσοστό του πληθυσμού της. Όμως, αλλού η εικόνα είναι ζοφερή: τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Φινλανδία είναι στην πρωτοπορία όσων αντιτίθενται στις υποχρεωτικές ποσοστώσεις για την μετεγκατάσταση των προσφύγων στην ΕΕ.

Πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες δεν  φαίνονται να ανησυχούν για την ανθρωπιστική διάσταση της καταστροφής που άρχισε να φτάνει στις χώρες τους. Ο Σλοβάκος πρωθυπουργός Ρόμπερτ Φίκο, για παράδειγμα, θεωρεί ότι το 95% των ανθρώπων που προσπαθούν να εισέλθουν στην ΕΕ μέσω Ελλάδας, Ιταλίας και Ουγγαρίας είναι απλώς οικονομικοί μετανάστες και όχι πρόσφυγες. Ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν τους ονόμασε “παράνομους μετανάστες” και προσπαθεί να τους εμποδίσει την είσοδο στην περιοχή Σένγκεν με ένα τείχος στα σύνορα με τη Σερβία. Οι Φίκο και Όρμπαν συνδέουν την τρέχουσα κρίση με τους παράνομους μετανάστες και τον επαναπατρισμό τους στις χώρες προέλευσης. Οι προσπάθειές τους να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα έχουν μια νομική δικαιολόγηση: σύμφωνα με τη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ που υπογράφτηκε το 1951, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να προσφέρουν άσυλο και προστασία σε όσους μπορούν να αποδείξουν ότι μεταναστεύουν για να γλυτώσουν από πόλεμο και διώξεις.

Έχοντας λησμονήσει προφανώς την σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης, οι Τσέχοι αστυνομικοί μαρκάρισαν τους μετανάστες με αριθμούς στους βραχίονες και τα χέρια τους, ενώ η Ουγγαρία για να χτίσει το τείχος στα σύνορά της με τη Σερβία χρησιμοποίησαν κατάδικους. Όταν πιέστηκαν να πάρουν ένα (μικρό) ποσοστό των μεταναστών, οι πρωθυπουργοί της Σλοβακίας και της Πολωνίας δήλωσαν ότι οι χώρες τους ήταν διατεθειμένες να πάρουν λίγες οικογένειες χριστιανών μεταναστών. Πέρα από το γεγονός ότι καταδεικνύουν την ξεκάθαρη θρησκευτική μισαλλοδοξία των υποστηρικτών τους, αυτές οι απόψεις είναι σαφώς αντίθετες προς τις βασικές αξίες της ΕΕ και τη δηλωμένη στήριξη εκ μέρους της μιας “κοινωνίας με πλουραλισμό,  χωρίς διακρίσεις, ανοχή, δικαιοσύνη, αλληλεγγύη και ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών” (άρθρο 2, Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

Η αγνόηση των ευρωπαϊκών αξιών και οι διαξιφισμοί μεταξύ των κρατών μελών για τη μετεγκατάσταση των μεταναστών κατέδειξε-με τα λόγια του Ιβάν Κράστεβ- τη βαθιά κρίση στην καρδιά του ευρωπαϊκού σχεδίου. Οι ρίζες αυτής της κρίσης δεν πρέπει να αναζητηθούν στη σημερινή εισροή μεταναστών από εμπόλεμες περιοχές. Μάλλον είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας ενός μεγάλου αριθμού Ευρωπαίων να ταυτιστούν με τις αξίες που διακηρύσσουν στα χαρτιά, να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια το ξενοφοβικό παρελθόν των χωρών τους και τη διαρκή αδιαφορία για ανθρωπιστικά ζητήματα, όπως η μετανάστευση. Αντιμετωπίζοντας τους σωβινιστές, δεξιούς πολιτικούς ως αξιόπιστους συνομιλητές, και αποδεχόμενοι ακόμα και τη συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις, οι αρχές της ΕΕ και μερικών κρατών μελών συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία αυτής της κρίσης. Επιτρέποντας τον ξενοφοβικό λόγο σε κρατικούς θεσμούς είναι ένας ισχυρός καταλύτης για την διάχυσή τους στην κοινωνία. Έτσι, η διαμόρφωση ενός ευρωπαϊκού λόγου που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα, την αλληλεγγύη και την καταπολέμηση των διακρίσεων είναι το πρώτο βήμα για την αποφυγή μιας περαιτέρω όξυνσης της κρίσης.


Αυτό το σχόλιο δημοσιεύτηκε αρχικά στο  Finnish Institute of International Affairs.