Η επανένταξη της πολιτικής στο γαλλικό Κοινοβούλιο

Την Κυριακή 19 Ιουνίου, ολοκληρώθηκε στη Γαλλία μια μακρά εκλογική διαδικασία που ξεκίνησε στις 10 Απριλίου, με τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Παρότι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση είχε μόνον ένα νικητή, τον Εμανουέλ Μακρόν ο οποίος επανεξελέγη στον δεύτερο γύρο με αντίπαλο τη Μαρίν Λεπέν, η τριμερής διάσπαση που υπήρχε στο πολιτικό πεδίο από το 2017 και μετά, αντικατοπτρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο εκλογικό αποτέλεσμα και τώρα αποτελεί τη δομή της νέας εθνοσυνέλευσης, η οποία περιλαμβάνει τις κοινοβουλευτικές ομάδες: Μαζί, Nupes και Εθνικός Συναγερμός.

Επιπλέον, οι Ρεπουμπλικάνοι αποδείχθηκαν ανθεκτικότεροι από ό,τι στην κούρσα για την προεδρία, και σήμερα κατέχουν μια στρατηγική θέση σε ένα περιβάλλον στο οποίο το προεδρικό στρατόπεδο δεν έχει την απόλυτη πλειοψηφία. 

Η πρωτοφανής ήττα του εκλογικού συνασπισμού του Προέδρου 

Οι γαλλικές βουλευτικές εκλογές του 2022 ήταν εντελώς καινοτόμες. Σύμφωνα με την προηγούμενη πολιτική εμπειρία, η νίκη του Μακρόν στις προεδρικές εκλογές θα έπρεπε να του  εξασφαλίσει ισχυρή πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Ακόμη και πριν από την αντιστροφή του εκλογικού ημερολογίου της Γαλλίας, όλες οι βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν μετά τις προεδρικές, επιβεβαίωναν την επιλογή του πλειοψηφικού στρατοπέδου. Αυτή η πραγματικότητα ήταν βαθιά εσωτερικευμένη, ως μη αναστρέψιμο γεγονός, από τις πολιτικές δυνάμεις, στον τρόπο που διεξήγαν την πολιτική τους εκστρατεία.

Για πρώτη φορά, η ιδέα ότι ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να ελέγχεται από μια Εθνοσυνέλευση διαφορετικής πολιτικής απόχρωσης αποτέλεσε πλειοψηφική άποψη. Αυτή η άνευ προηγουμένου κατάσταση έκανε τους ηγέτες της Νέας Λαϊκής Οικολογικής και Κοινωνικής Ένωσης (NUPES), πρώτα και κύρια τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, να ξεκινήσουν μια καινοτόμο εκστρατεία που σηματοδοτούσε τις παρούσες βουλευτικές εκλογές ως ένα τρίτο γύρο των προεδρικών και στάθμιζε την πιθανότητα να «εκλεγεί» πρωθυπουργός ο Μελανσόν. Η στρατηγική της συμμαχίας βασίστηκε, αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο, σε μια προεκλογική συμφωνία μεταξύ των αριστερών κομμάτων και σε ένα κοινό πρόγραμμα.

Οι πρόσφατες βουλευτικές εκλογές διέφεραν επίσης από τις προηγούμενες και ως προς το αποτέλεσμά τους. Οι πολιτικές δυνάμεις του προεδρικού στρατοπέδου δεν πέτυχαν την απόλυτη πλειοψηφία των 289 εδρών. Ο προεδρικός συνασπισμός Μαζί, που περιλαμβάνει το κόμμα του Μακρόν Αναγέννηση (πρώην Δημοκρατία Μπροστά), το Δημοκρατικό Κίνημα και τους Ορίζοντες, έλαβε 245 έδρες, η NUPES 131 (+22 από διάφορα αριστερά κόμματα), ενώ ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός 89. Το στρατόπεδο του Μακρόν αναγκάστηκε να καταλήξει σε συμφωνία με τους Ρεπουμπλικάνους (74 έδρες), οι οποίοι βγήκαν λιγότερο ηττημένοι από ό,τι στις προεδρικές εκλογές.

Η τριμερής δυναμική που χαρακτήριζε τις προεδρικές εκλογές αντικατοπτρίζεται τώρα στην Εθνοσυνέλευση. Η νέα τριμερής πραγματικότητα προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, αν λάβουμε υπόψιν ότι θεσμικοί κανόνες εμπόδιζαν την πρόσβαση στην Εθνοσυνέλευση στις ακροδεξιές ομάδες από το 1986, ενώ μείωσαν σε μεγάλο βαθμό τη βαρύτητα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, από το 2012 και μετά.

Ένα άλλο αξιοσημείωτο στοιχείο ήταν η αποχή, που έφτασε στο 53%. Σε σύγκριση με τις προεδρικές, σε αυτές τις βουλευτικές εκλογές ψήφισαν οι πιο ενεργοί ψηφοφόροι, χωρίς κάτι ριζικά διαφορετικό ως προς τα στρώματα που κινητοποιήθηκαν. Η κατανόηση της δυναμικής της κινητοποίησης ή της αποστράτευσης και ο προσδιορισμός των ψηφοφόρων του κάθε στρατοπέδου, μπορεί να ρίξει φως σε αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση.

Το προεδρικό στρατόπεδο σε αναταραχή

Το 2017, η Δημοκρατία Μπροστά εξέλεξε 314 αντιπροσώπους (361 για ολόκληρο τον συνασπισμό). Το 2022, το Μαζί κέρδισε μόνο 245, με μόνον 170 να προέρχονται από το προεδρικό κόμμα. Η εικόνα της κατάρρευσης ενισχύεται από την εξαφάνιση εμβληματικών προσωπικοτήτων της Μακρονίας (Ρισάρ Φεράν, Κριστόφ Καστανέ, Ζαν-Μισέλ Μπλανκέ) και μέλη της κυβέρνησης της Ελιζαμπέτ Μπορν που σχηματίστηκε στις 20 Μαΐου (Aμελί ντε Μονσαλέν, υπουργός Οικολογικής Μετάβασης, Μπριζίτ Μπουργκινιόν, υπουργός Αλληλεγγύης και Υγείας και Ζυστίν Μπενέν, υπουργός Θάλασσας) που αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.

Αυτά τα αποτελέσματα επικυρώνουν τη στρατηγική απόρριψης του προεδρικού κόμματος. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας που σημαδεύτηκε από μια σειρά αντιπαραθέσεων – αστυνομική καταστολή στο διαμέρισμα του Παρισιού (Ile de France), κατηγορίες για σεξουαλική βία εναντίον του Νταμιέν Αμπάντ– το στρατόπεδο του Μακρόν ήλπιζε ότι η επίδειξη της ικανότητάς του να κυβερνά θα ήταν αρκετή για να πάρει την πλειοψηφία.

Όπως και στις προεδρικές εκλογές, ο Μακρόν και οι υποψήφιοι του στρατολόγησαν ψηφοφόρους από το αστικό μπλοκ. Ιδιαίτερη απήχηση είχαν στα ανώτερα στελέχη και στα πνευματικά επαγγέλματα (33%), καθώς και στους ψηφοφόρους υψηλού εισοδήματος. Ένα 36% από τα εύπορα στρώματα (πάνω από 2.500 ευρώ το μήνα) και ένα 33% από τα ανώτερα μεσαία (1.900-2.500 ευρώ) ψήφισαν τον προεδρικό συνασπισμό, σε σύγκριση με ένα 22% από τα μεσαία στρώματα (900-1.300 ευρώ) και ένα 11%  από τα φτωχά (λιγότερο από 900 ευρώ).

Μετά το παλιρροϊκό κύμα που προκάλεσε ο Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του 2017, οι πλειοψηφίες στράφηκαν ξανά προς τη Δύση, η οποία αποτελεί πλέον τη ζώνη ισχύος της. Αυτή η στροφή ευνοεί κυρίως τον Εθνικό Συναγερμό στη Βόρεια και τη Νοτιοανατολική Γαλλία, και τη NUPES στις μεγάλες πόλεις και την περιοχή του Παρισιού. Στο διαμέρισμα του Παρισιού, το Μαζί έχασε οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2017. Αυτή η μείωση συνοδεύτηκε από μια μετατόπιση της δημοφιλίας του προς τα δυτικά, δηλαδή στις εύπορες συνοικίες, όπως και στις προεδρικές εκλογές.

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που εξηγούν την παρακμή του μακρονικού μπλοκ. Καταρχάς, η πενταετής θητεία του οδήγησε σε μεγάλο βαθμό στην ένωση της Αριστεράς. Αυτό απέδωσε στο Μαζί κάποιες εκλογικές περιφέρειες που παραδοσιακά ανήκαν στο στρατόπεδο της Αριστεράς. Αλλά, η στροφή προς τα δεξιά δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει τις απώλειες του Μακρόν εξαιτίας της Αριστεράς, κυρίως λόγω της αντίστασης των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι αποτελούν το εκλογικό όριο του μακρονικού μπλοκ προς τα δεξιά.

Τέλος, η κατάρρευση του Ρεπουμπλικανικού Μετώπου εμπόδισε το προεδρικό μπλοκ να κερδίσει ιδιαίτερα στον δεύτερο γύρο έναντι του Εθνικού Συναγερμού. Στην αναμέτρηση, στον δεύτερο γύρο, μεταξύ ενός υποψηφίου του Εθνικού Συναγερμού και ενός του Μαζί, κινητοποιήθηκε μόνο το 31% των ψηφοφόρων της NUPES, για να μπλοκάρει τον Εθνικό Συναγερμό (45% αποχή και 24% μεταξύ των ψηφοφόρων του Εθνικού Συναγερμού), ο οποίος απέσπασε 52%.

Το τέλος του ρεπουμπλικανικού τείχους προστασίας;

Μετά την αποτυχία της Μαρίν Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, όπου κέρδισε  πάνω από 13 εκατομμύρια ψήφους, ο Εθνικός Συναγερμός ξεκίνησε μια διακριτική προεκλογική εκστρατεία χωρίς εθνική απήχηση. Αντί να αναπτύσσουν πολιτικές προτάσεις,  απαξίωναν τη στρατηγική του Mελανσόν και της NUPES. Αυτή η έλλειψη φιλοδοξίας που επέδειξαν σε εθνικό επίπεδο συγκάλυψε το προεκλογικό τους έργο σε τοπικό επίπεδο και οδήγησε πολλούς παρατηρητές να υποτιμήσουν τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να επιτύχει ο ακροδεξιός σχηματισμός. Ο Εθνικός Συναγερμός αύξησε τα ποσοστά του  στον πρώτο γύρο των βουλευτικών κατά περισσότερες από 1,2 εκατομμύρια ψήφους σε σύγκριση με το 2017.

Παρά τα εκατομμύρια ψήφους που κέρδισαν οι υποψήφιοι του ακροδεξιού κόμματος Reconquête, με επικεφαλής τον Ερίκ Ζεμούρ, το κόμμα της Λεπέν προκρίθηκε στον δεύτερο γύρο σε περισσότερες από 200 εκλογικές περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένων των 110 στις οποίες το κόμμα του Ζεμούρ είχε προηγηθεί. Η επιτυχία αυτή ήταν αμφίσημη για τον Εθνικό Συναγερμό, γιατί, αφενός αποκλείστηκαν όλοι οι υποψήφιοι του Reconquête, όμως οι 200 υποψηφιότητες του δεύτερου γύρου μετατράπηκαν σε 89 μόνο έδρες, γεγονός απρόσμενο.

Παρά τα πολύ υψηλά αποτελέσματα στις προεδρικές εκλογές, ο Εθνικός Συναγερμός είχε να σχηματίσει κοινοβουλευτική ομάδα στην Εθνοσυνέλευση από το 1986. Ο Εθνικός Συναγερμός, θύμα τόσο της εκτεταμένης αποστράτευσης των ψηφοφόρων του, προερχόμενων κυρίως από μια εκλογική βάση χαμηλής εκπαίδευσης, όσο και του συστήματος ψηφοφορίας των δύο γύρων όπου το Ρεπουμπλικανικό Μέτωπο είναι συνήθως δραστήριο, αποτύγχανε να μετατρέψει τα υψηλά ποσοστά του στις προεδρικές εκλογές σε κοινοβουλευτικές έδρες.

Φέτος όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Εθνικός Συναγερμός ευνοήθηκε από διάφορους παράγοντες. Πρώτα απ’ όλα, από μια κοινή δέσμευση ευτελισμού της θεματικής του, μέσω της δημιουργίας ενός ισχυρού αντιδραστικού κινήματος που υποστηρίχθηκε από μέλη της κυβέρνησης, από προσωπικότητες της Αριστεράς και της Δεξιάς και από ορισμένα μέσα ενημέρωσης –τόσο πολύ, που σε μεγάλο βαθμό, ξενοφοβικές έννοιες όπως η θεωρία της «μεγάλης αντικατάστασης» έχουν τώρα θέση στις συζητήσεις. Η υποψηφιότητα του Ζεμούρ, επίσης, μετατόπισε το κέντρο βάρους των συζητήσεων προς την ακροδεξιά και βοήθησε στη δημιουργία διαφορετικών ακροδεξιών ρευμάτων, περιπλέκοντας τον συγκεκριμένο ιδεολογικό χώρο. Έτσι, ο Εθνικός Συναγερμός, γνώρισε μικρότερη μείωση των ψήφων του μεταξύ των προεδρικών και των βουλευτικών εκλογών (-4,5 μονάδες) από ό,τι πριν από πέντε χρόνια (-8 μονάδες), ενώ ξεκίνησε από υψηλότερο ποσοστό (23,15-21,30%), υποδηλώνοντας μικρότερη αποστράτευση του εκλογικού του σώματος.

Στη συνέχεια, η προεδρική πλειοψηφία, αρνούμενη να δώσει μια πανεθνική εντολή ψηφοφορίας στη μονομαχία NUPES/Εθνικού Συναγερμού, προκάλεσε την κατάρρευση του Ρεπουμπλικανικού Μετώπου στις 200 περιφέρειες όπου ο Εθνικός Συναγερμός προκρίθηκε στον δεύτερο γύρο. Έτσι, μόνο το 16% όσων είχαν ψηφίσει έναν υποψήφιο του Μαζί στον πρώτο γύρο προτίμησαν τη NUPES στον δεύτερο, το 72% απείχε και το 12% ψήφισε Εθνικό Συναγερμό. Φαίνεται ότι ο φόβος απέναντι σε μια αριστερή συμμαχία η οποία θα υλοποιούσε ένα σχέδιο ρήξης με τη νεοφιλελεύθερη και την ξενοφοβική λογική αντιστάθμισε το ρεπουμπλικανικό μπαράζ. Εκτός από τις προσπάθειες να συνηθίσει ο κόσμος την ακροδεξιά ρητορική, η NUPES και ο Μελανσόν δαιμονοποιήθηκαν, επιτρέποντας στις φιλελεύθερες δυνάμεις να αναπτύξουν τη δική τους ρητορική γύρω από την αδυναμία επιλογής μεταξύ των δύο δυνάμεων, γιατί είναι και οι δύο «αντιδημοκρατικές».

Η νίκη του Εθνικού Συναγερμού θα αυξήσει τόσο τους οικονομικούς του πόρους (7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως), όσο και τους ανθρώπινους (σχεδόν 200 κοινοβουλευτικοί υπάλληλοι). Ωστόσο, αυτό συνιστά μια διπλή πρόκληση για το κόμμα. Πρώτον, οι βουλευτές που επιζητούν τη νομιμότητα θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να επιτελέσουν χρήσιμο κοινοβουλευτικό έργο για τους ψηφοφόρους τους. Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση με το αντισυστημικό κομματικό προφίλ που είναι προσφιλές στον Εθνικό Συναγερμό. Έπειτα, η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης και ο σχηματισμός νέων κομματικών προφίλ μπορεί να δημιουργήσουν αναταραχή στον Εθνικό Συναγερμό, οι διαφωνίες εντός του οποίου καταλήγουν πάντα στην αποχώρηση (εθελοντική ή αναγκαστική) όσων αποκλίνουν από τη γραμμή του αρχηγού του κόμματος.

Νέα ελπίδα στη γαλλική Αριστερά

Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών επιβεβαίωσε την κεντρική θέση της Ανυπότακτης Γαλλίας εντός της γαλλικής Αριστεράς. Ως εκ τούτου, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τα αριστερά κόμματα για κοινή πρόταση στις βουλευτικές εκλογές. Η Αριστερά πέτυχε μια εκλογική και προγραμματική συμφωνία για την κάθοδο ενιαίων υποψηφίων, με ριζοσπαστικές προτάσεις όπως: συνταξιοδότηση στα 60, κατώτατος μισθός στα 1.500 ευρώ, πράσινος κανονισμός (ένα πλαίσιο οικολογικού σχεδιασμού) σε κάθε μία από τις 577 εκλογικές περιφέρειες. 

Αυτή η στρατηγική κατέστησε δυνατή την αύξηση των εκπροσώπων της Αριστεράς από περίπου 60 σε 153, τη συστράτευσή τους σε μια κοινή διακομματική ομάδα και τη στέρηση της απόλυτης πλειοψηφίας από τον Εμανουέλ Μακρόν, καθιστώντας την Αριστερά κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης.

Σε αντιστοιχία με τα αποτελέσματα του Mελανσόν στις προεδρικές εκλογές, η NUPES εδραίωσε την ισχύ της στις μεγάλες πόλεις και τις φτωχές περιοχές (Seine-Saint-Denis, υπερπόντιες επαρχίες). Παρότι η ανάλυση της ηλικίας των ψηφοφόρων έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό για την κατανόηση του αριστερού εκλογικού σώματος (πολύ χαμηλό μεταξύ των συνταξιούχων και πολύ υψηλό μεταξύ των νέων), παραμένει ανεπαρκής. Τα υψηλά ποσοστά μεταξύ των ανέργων (28%), των ατόμων με εισόδημα μικρότερο από 900 ευρώ το μήνα (32%), και εκείνων με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (29%), προσδιορίζουν, όπως και στις προεδρικές εκλογές, μια ομάδα ψηφοφόρων που ανήκουν τόσο σε υποτιμημένα όσο και σε επισφαλή τμήματα της αγοράς εργασίας, και στην κατηγορία των πτυχιούχων που δεν αμείβονται καλά.

Με γεωγραφικούς όρους, πολλοί σχολιαστές ανησυχούν για την παρακμή της Αριστεράς στις αγροτικές περιοχές, όπου κυριαρχεί ο Εθνικός Συναγερμός. Επιπλέον, κάποιοι στη NUPES θεώρησαν υπερβολικά ριζοσπαστικό το πρόγραμμά της από τη σκοπιά της εκκοσμίκευσης και των σχέσεων με τις μειονότητες ή/και την αστυνομία, γιατί θα απέκοβε την Αριστερά από τους ψηφοφόρους των αγροτικών περιοχών, που βράζουν από κοινωνικό θυμό. Αυτοί προτείνουν μια στρατηγική που θα ανακτήσει τη συγκεκριμένη κατηγορία του εκλογικού σώματος, η οποία παρασύρθηκε από την ακροδεξιά.

Υπάρχουν δύο στοιχεία που διαψεύδουν την παραπάνω ερμηνεία. Από τη μια πλευρά, η μετάβαση από την ψήφο υπέρ του Εθνικού Συναγερμού σε μια αριστερή ψήφο είναι σχεδόν απίθανη και, ακόμη και στις περιπτώσεις μονομαχίας στον δεύτερο γύρο μεταξύ του Μαζί και της NUPES, μόνο το 18% των ψηφοφόρων του Εθνικού Μετώπου ψήφισαν Αριστερά, καταδεικνύοντας τη δυσκολία να ανακτηθούν οι ψήφοι της Λεπέν.

Έπειτα, στις προεδρικές εκλογές, ο Mελανσόν δεν φάνηκε να αποσπά ψήφους από τις αγροτικές περιοχές. Η δημοφιλία του Εθνικού Συναγερμού στις συγκεκριμένες περιοχές δεν σημαίνει, όμως, ότι η Αριστερά δεν μπορεί να απευθυνθεί σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού, αλλά ότι χρειάζεται να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες που κρύβονται πίσω από τον όρο αγροτική ζωή. Τέλος, οι προεδρικές εκλογές απέδειξαν ότι η ικανότητα σύνδεσης του αντιρατσισμού, του φεμινισμού και της οικολογίας με κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα λειτούργησε πολύ θετικά για μια ευρεία κινητοποίηση και κοινή δουλειά με τα κοινωνικά κινήματα.

Για μια λαϊκή οικολογία

Από αυτή την άποψη, το ζήτημα της οικολογίας ήταν εμβληματικό. Εκλογικά, το θέμα αναπτύχθηκε κυρίως από το Κόμμα των Πρασίνων (EELV) και στη συνέχεια από εναλλακτικούς υποψηφίους (αγρότες ή ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ζώων), στρατολογώντας ένα κυρίως αστικό εκλογικό σώμα μέχρι τις προεδρικές εκλογές του 2022, με υψηλά προσόντα και μισθωτή απασχόληση. Αυτός ο κοινωνικός διαχωρισμός ενισχύθηκε από το ατομικό και ηθικό όραμα της οικολογίας, που την καθιστά κυρίως τρόπο ζωής και διατροφής, και λιγότερο πολιτική ιδεολογία.

Η αποπολιτικοποίηση της οικολογίας οδήγησε επίσης στην αποστασιοποίηση των εργατικών τάξεων, οι οποίες και καταναλώνουν λιγότερο άνθρακα, και ταυτόχρονα είναι οι πιο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή.

Αλλά η NUPES φαίνεται να ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό αυτά τα εμπόδια. Πρώτον, στη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας, ο Mελανσόν ανέπτυξε ένα περιβαλλοντικό πρόγραμμα διαχείρισης του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, το οποίο θέτει τα κοινωνικά και τα εργασιακά ζητήματα στο επίκεντρό του, προσδίδοντας στο κράτος τον κεντρικό ρόλο: την εκπόνηση του οικολογικού σχεδιασμού, ως μοχλού για τον σεβασμό των παγκόσμιων ρυθμών, με παράλληλη πρόβλεψη και ενίσχυση των απαραίτητων επαγγελμάτων.

Έπειτα, η δουλειά που έγινε στη NUPES για την εκλογική και προγραμματική συμφωνία, έκανε δυνατή τη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση της οικολογίας: πρώτον, συμπεριλαμβάνοντάς την σε ένα πολύ ξεκάθαρο, ριζοσπαστικά αριστερό σχέδιο, αλλά και χαράσσοντας μια κόκκινη γραμμή μεταξύ αυτού του σχεδίου και της πίστης στην ικανότητα της οικονομίας της αγοράς, της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών να ξεπεράσουν την οικολογική κρίση. Μια πίστη που συνδέεται με το φιλελεύθερο ρεύμα. Έτσι, έχοντας αποσαφηνιστεί, η οικολογία αποτελεί πλέον μια κοινή ριζοσπαστική πλατφόρμα για τη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική Αριστερά.

Η NUPES επιδιώκει, επίσης, να αποτελέσει ένα πεδίο οργάνωσης που θα επιτρέψει σε άτομα του συνεταιριστικού και του συνδικαλιστικού χώρου τα οποία συμμετέχουν σε κοινωνικούς αγώνες να συμμετάσχουν και σε αυτή την πολιτική δυναμική. Για παράδειγμα, μεταξύ των μελών της Εθνοσυνέλευσης, είναι πλέον η Ορελί Τρουβέ, πρώην πρόεδρος του ATTAC, η Ρασέλ Κεκέ, μέλος της Βουλής και ηγέτιδα του συνδικάτου που διεξήγε έναν νικηφόρο αγώνα εναντίον του ξενοδοχειακού ομίλου Accor, η Αλμά Ντιφούρ, περιβαλλοντική ακτιβίστρια που συντόνισε την εκστρατεία κατά της Amazon, και ο Φρανσουά Πικεμάλ, ακτιβιστής για το δικαίωμα στη στέγαση. Υπ’ αυτή την έννοια, η NUPES συνέβαλε στην αλλαγή του νοήματος των βουλευτικών εκλογών.

Από εδώ και στο εξής, θα πρέπει να διατηρήσει την ενότητά της και τους αριθμούς,  ρίχνοντας το βάρος στον ριζοσπαστισμό και με προσήλωση στην υπεράσπιση της αντιρατσιστικής, της φεμινιστικής, της αντικαπιταλιστικής και της οικολογικής προοπτικής.

Δημοσιεύθηκε αρχικά στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στις Βρυξέλες. 

Για περαιτέρω ανάγνωση: