Η Δημοκρατία της Τσεχίας πριν τις εκλογές

Η φράση “cherchez la femme”(«αναζητήστε τη γυναίκα») δεν ισχύει, όμως η σεμνή αλλά και ισχυρή στενή φίλη του πρωθυπουργού, που ήταν και διευθύντρια του γραφείου του, ήταν απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η χρησιμοποίηση από αυτή τη γυναίκα της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών για την ιδιωτική παρακολούθηση της γυναίκας του πρωθυπουργού ήταν κάτι νέο

Η φράση “cherchez la femme”(«αναζητήστε τη γυναίκα») δεν ισχύει, όμως η σεμνή αλλά και ισχυρή στενή φίλη του πρωθυπουργού, που ήταν και διευθύντρια του γραφείου του, ήταν απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η χρησιμοποίηση από αυτή τη γυναίκα της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών για την ιδιωτική παρακολούθηση της γυναίκας του πρωθυπουργού ήταν κάτι νέο για ολόκληρη την ΕΕ.

Αυτή δεν ήταν η πραγματική αιτία μόνο για την πτώση της κυβέρνησης, αλλά και για την αντίληψη περί διακυβέρνησης που ισχύει στην Τσεχία. Για σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα αυτή η διαδικασία οικοδόμησε σταδιακά μια δομή που εξασφάλιζε αποτελεσματικά την εφαρμογή της πολιτικής και οικονομικής βούλησης της νεοφιλελεύθερης ελίτ πίσω από μια δημοκρατική βιτρίνα. Συνδέοντας την ροή των μετρητών (διαφθορά, ληστεία του κράτους) με την άτυπη επιρροή (τα ισχυρά λόμπι) και αδρανοποιώντας τους κανόνες έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι στρατηγικοί τους στόχοι, οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σύστημα που λειτουργούσε σχετικά ικανοποιητικά, ανεξάρτητα από το αν στην κυβέρνηση ήταν η δεξιά ή η αριστερά. Αυτή η κατάσταση πραγμάτων ίσχυσε στην Τσεχική Δημοκρατία για πολύ μεγάλο διάστημα.

Το σημείο καμπής ήρθε με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Με την εφαρμογή της «δημοσιονομικής υπευθυνότητας» (πολιτική λιτότητας) ανεξάρτητα από τις ανάγκες της πλειοψηφίας της κοινωνίας, η δεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με το αδιέξοδο μιας μακροχρόνιας ύφεσης, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα αντίπαλο εθνικό μέτωπο που το εύρος του περιλάμβανε από επιχειρηματίες μέχρι απλούς ανθρώπους. Το συγκεκριμένο μέτωπο αντιπολιτεύτηκε την κυβέρνηση του πρωθυπουργού Πετρ Νέτσας και του υπουργού οικονομικών Μίροσλαβ Καλούσεκ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κυβέρνηση να μην έχει πλέον κάποιον σημαντικό σύμμαχο, ενώ την υποστηρίζει λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού. Πρόκειται για το χαμηλότερο επίπεδο δημοτικότητας στην ιστορία της τσεχικής κοινωνίας.

Ήταν απλά θέμα χρόνου πότε θα καταρρεύσει η κυβέρνηση και πράγματι απέτυχε να επιβιώσει μέχρι τις εκλογές που είχαν προγραμματιστεί να γίνουν τον Μαϊο του 2014. Η πρώτη άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας επέτρεψε σε ολόκληρο το σύστημα να επηρεαστεί από τις νέες εξελίξεις και ο Μίλος Ζέρμαν το εκμεταλλεύτηκε αυτό πολύ γρήγορα. Ταυτόχρονα φάνηκε ότι ο κρίκος που συνέδεε την αστική αντικυβερνητική ενότητα είναι πολύ εύθραυστος και δε θα αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εν τέλει θα επικρατήσουν διάφορες ομάδες και ταξικά συμφέροντα. Το μπλοκ που αναμένεται να επικρατήσει, το οποίο χαρακτηρίστηκε ανακριβώς από τα ΜΜΕ ως «αριστερό», δεν έχει σταθερό περίγραμμα ούτε είναι μονολιθικό. Η κριτική εναντίον της κυβέρνησης δεν είναι κριτική καθεαυτής της δεξιάς και δεν περιλαμβάνει κάποια ενωτική αντίσταση ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.

Ακόμα και τα τελευταία χρόνια, όταν κλονιστήκαμε από την κρίση, δεν διατυπώθηκε κάποιο αξιόπιστο αριστερό όραμα για την Τσεχική κοινωνία το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ρεαλιστικό και εφαρμόσιμο- ένα όραμα το οποίο θα ενσωμάτωνε τόσο μια ριζοσπαστική οπτική που θα βασιζόταν σε κάποια συστημική αλλαγή ως βάση για την κοινωνική πρόοδο, όσο και μια προοπτική που θα επιθυμούσαν όσοι απλά θέλουν να «βελτιώσουν τον καπιταλισμό» η οποία, όμως, ταυτόχρονα θα ήταν αποδεκτή από τους αριστερούς, σε ένα πλαίσιο σεβασμού της αλληλεγγύης και της ισότητας. Οι συνθήκες για κάποια μεγάλη συστημική αλλαγή δεν υπάρχουν σήμερα, όχι μόνο στην Δημοκρατία της Τσεχίας αλλά και σε όλη την Ευρώπη, όπως φαίνεται από πρόσφατες έρευνες για τις προσδοκίες των πολιτών. Σύμφωνα με αυτές, το 95% των Τσέχων θα ήθελαν από τις εκλογές να προκύψει «κάποια αλλαγή». Μεταξύ άλλων, αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για άλλη μια φορά οι εκλογές θα οδηγήσουν στην ανάδυση κάποιων νέων πολιτικών δυνάμεων, παρά τις κακές εμπειρίες προηγούμενων περιόδων.

Έτσι, το κόμμα ΑΝΟ 2011 (YES 2011) (που αυτο-χαρακτηρίζεται κεντροδεξιό) το οποίο υποστηρίζεται από έναν δισεκατομμυριούχο βιομήχανο τροφίμων και χημικών προϊόντων που πρόσφατα αγόρασε μια από τις πιο δημοφιλείς ημερήσιες εφημερίδες, μπορεί να είναι μια νέα δύναμη στη Βουλή. Για την ώρα, οι σοσιαλδημοκράτες προηγούνται στην κοινή γνώμη (με προβλεπόμενο ποσοστό που θα τους εξασφαλίσει περίπου το 34% των εδρών), και ακολουθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα Βοημίας-Μοραβίας και το TOP 09 (ένα φιλελεύθερο δεξιό κόμμα στο οποίο προεδρεύει ο Κάρελ Σβάρτζενμπεργκ) που εκτιμάται ότι θα λάβουν περίπου 15-17 % το καθένα. Η δημοτικότητα του σημερινού δεξιού ηγεμόνα, του Δημοκρατικού Κόμματος Πολιτών (ODS), βρίσκεται στο ένα τρίτο της αντίστοιχης των σοσιαλδημοκρατών. Το κόμμα που πρόσκειται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας- το SPOZ (ένα κεντροαριστερό κόμμα που του πρόγραμμά του περιλαμβάνει στοιχεία άμεσης δημοκρατίας)- και το προαναφερθέν ΑΝΟ απολαμβάνουν δημοτικότητα συγκρίσιμη σχεδόν με αυτή του ODS. Οι χριστιανοδημοκράτες προβλέπεται ότι θα μείνουν εκτός Βουλής.

Δεδομένου ότι οι εκλογές πρέπει να διεξαχθούν εντός 60 ημερών, υπάρχει λίγος χρόνος τόσο για μια αποτελεσματική εκστρατεία όσο και για προσωπικές πολιτικές με βάση κάποιο σχέδιο. Αυτό θα μπορούσε να δυσκολέψει τα κυρίαρχα αριστερά κόμματα- τους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές. Μπορεί να χάσουν τις λεγόμενες ψήφους διαμαρτυρίας που θα κατευθυνθούν σε νέα κόμματα. Η μελλοντική στάση των σοσιαλδημοκρατών απέναντι στους κομμουνιστές είναι επίσης ασαφής. Μια απόφαση που πήραν πριν δεκαεπτά χρόνια αποκλείει να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους κομμουνιστές. Όμως, ακόμα και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει προτείνει μια κυβέρνηση μειοψηφίας των σοσιαλδημοκρατών που θα στηρίζεται από τους κομμουνιστές ή από τη δική του ομάδα SPOZ.

Πέρυσι, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Βέντεσλας της Πράγας. Άκουσαν πολλές καλές ομιλίες από διάφορους ομιλητές που προέρχονταν από πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Είναι σημαντικό ότι (προς το παρόν) η συζήτηση αφορά έναν μόνο από αυτούς τους ομιλητές, ο οποίος θα μπορούσε να ηγηθεί στην προεκλογική εκστρατεία επικεφαλής της αριστεράς (προερχόμενος από την σοσιαλδημοκρατία). Μέχρι στιγμής, τα κόμματα δεν έχουν εκφράσει μεγάλο ενδιαφέρον για τις εκλογές και ακόμα και οι εκπρόσωποι διαφόρων κινημάτων και πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν δείξει κάποια επιθυμία να καταθέσουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις στην αγορά. Μια αντικειμενική δυσκολία που εμποδίζει τη δημιουργία ενός όσο το δυνατόν ευρύτερου αριστερού μετώπου είναι η έλλειψη χρόνου. Κάποιοι έχουν εκφράσει ανησυχίες για τη δομή των κομμάτων (κυρίως του Κομμουνιστικού Κόμματος), φοβούμενοι ότι, πίσω από την πλάτη των σεμνών κομματικών μελών, θα βγουν στο προσκήνιο πρόσωπα που θα εκφράζουν πρωτοβουλίες στη διαμόρφωση των οποίων δεν έχουν συμμετάσχει. Πιθανότατα το παιχνίδι θα γίνει με τους γνωστούς παλιούς τρόπους-κομματικές υποψηφιότητες και «επιλογές σιγουριάς»-τόσο ως προς τους υποψήφιους όσο και ως προς τα συνθήματα.

Αυτές οι εκλογές δε θα αφορούν μανιφέστα, ούτε την ποιότητα ούτε τις λεπτομέρειές τους. Το πιθανότερο είναι ότι θα θριαμβεύσουν τα συναισθήματα που θα υποκινηθούν από την χειραγώγηση των ΜΜΕ. Χωρίς αμφιβολία, θα παιχθεί το χαρτί του αντικομμουνισμού, έστω και αν η αποτελεσματικότητά του συνεχώς εξασθενίζει. Τι είδους ευρωπαϊκές αποχρώσεις θα δούμε είναι ένα ερώτημα που μένει να απαντηθεί. Οι εκλογές θα έχουν πιθανότατα αποκλειστικά «εθνικό» χαρακτήρα. Σήμερα το πιθανότερο είναι ότι, παρά τις «αναμενόμενες αλλαγές», οι εκλογές δε θα επιφέρουν κανένα ουσιαστικό μετασχηματισμό στην τσεχική πολιτική σκηνή. Θα μπορούσαν, όμως, να είναι η αρχή.

Πράγα, 26 Αυγούστου 2013