Η αριστερά επί προεδρίας Μακρόν

Μια συνέντευξη με την Έλσα Φοσιγιόν, νεοεκλεγείσα βουλεύτρια του Κομμουνιστικού Κόμματος, για τη διάσπαση της γαλλικής αριστεράς και τα επόμενα βήματα στον αγώνα κατά του Μακρόν.

Ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία εξασφάλισε την αποφασιστική πλειοψηφία στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο της χώρας, Εμανουέλ Μακρόν, και στο κόμμα του Εμπρός!  (En Marche!)

Παρότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό για τη γαλλική ριζοσπαστική αριστερά, ειδικά μετά την προβολή που είχε η προεκλογική εκστρατεία του Μελανσόν, μάλλον τριπλασιάζει την εκπροσώπησή της στο κοινοβούλιο, από τους δέκα σε τριάντα βουλευτές.

Μια από τους/τις εκλεγμένους/ες είναι η Ελσά Φοσιγιόν από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα που βρέθηκε στην κορυφή των εκλογικών προτιμήσεων στο Ζενβιλιέ, προάστιο στα βορειοδυτικά του Παρισιού. Τις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής εκστρατείας μίλησε με τον Μαξίμ Μπενατούιγ για τις προκλήσεις που έθεσαν οι εκλογές και την αναβίωση της προοπτικής για αναδιάταξη της αριστεράς.

Μαξίμ Μπενατούιγ (στο εξής: Μ.Μπ.): Παρότι στις προεδρικές εκλογές επτά εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, μόνο 2,5 εκατομμύρια από αυτούς ψήφισαν την Ανυπότακτη Γαλλία στον πρώτο γύρο των βουλευτικών. Ποιοί πιστεύετε πως είναι οι λόγοι αυτής της διαφοράς;

Ελσα Φοσιγιόν (στο εξής: Ε.Φ.): Σε αυτά τα 2,5 εκατομμύρια θα πρέπει να προσθέσουμε και όσους ψήφισαν το γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΓ), το Μέτωπο της Αριστεράς (Front de Gauche: περιλαμβάνει το ΚΚΓ, το Αριστερό Κόμμα και το Μαζί), και άλλα πρόσωπα που στηρίζουν ή θεωρούνται ότι στήριξαν το πρόγραμμα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν για την προεδρική εκλογή. Όλοι αυτοί δεν μας κάνουν επτά εκατομμύρια αλλά πάνω από 3, ίσως 3,5 εκατομμύρια. Για παράδειγμα, στην εκλογική μου περιφέρεια, όσοι ψήφισαν τη δική μου υποψηφιότητα μπορούν να προστεθούν σε αυτά τα 2,5 εκατομμύρια.

Το λέω αυτό γιατί πολλοί από εμάς στηρίξαμε το πρόγραμμα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές, όχι μόνο μέλη ή συμπαθούντες της Ανυπότακτης Γαλλίας, αλλά και άνθρωποι σαν κι εμένα που δεν είναι μέλη της, αλλά στήριξαν «Το Μέλλον από Κοινού» (LAvenir en Commun).

Η δύναμη της προεκλογικής εκστρατείας του Μελανσόν ήταν ότι σταδιακά έκανε τον κόσμο να πιστέψει ότι ήταν δυνατό να κερδίσει. Αυτό του έδωσε πολλή δύναμη, και δημιούργησε πολλές ελπίδες. Ξεκίνησα να συμμετέχω στην εκστρατεία υπέρ του Μελανσόν το Νοέμβριο και ήταν απίστευτο να βλέπεις, σε μια εργατική εκλογική περιφέρεια σαν τη δική μου, πώς άνθρωποι που δεν ψήφιζαν ή ψήφιζαν χωρίς ενθουσιασμό, άρχιζαν ξαφνικά να επαναλαμβάνουν αποσπάσματα από τους λόγους του Μελανσόν. Δεν το έκαναν ευελπιστώντας μόνο μια νίκη, αλλά και μια βαθιά πολιτική αλλαγή.

Μ.Μπ: Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν κινητοποιήθηκαν ξανά για τις βουλευτικές εκλογές;

Ε.Φ.: Στις προεδρικές εκλογές, άκουγα πολλούς να λένε: «μιλά για εμάς», «μιλά με την καρδιά και την ψυχή μας». Υπήρχε ένα συναίσθημα υπερηφάνειας να ανήκει κανείς σε μια κοινότητα της εργατικής τάξης. Δε μιλούσαν πλέον για απόσυρση, αλλά για αλληλεγγύη και άνοιγμα στους άλλους. Και ήταν πολύ ισχυρό. Αλλά γεννήθηκε χάρη στην πεποίθηση ότι η νίκη ήταν εφικτή.   

Δεν είμαι πολιτική επιστήμονας και βλέπω τα πράγματα από τη δική μου σκοπιά ως ακτιβίστρια και υποψήφια. Αλλά η προεδρική εκλογή είναι στο επίκεντρο της γαλλικής πολιτικής ζωής, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Και αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο από τότε που ο Σαρκοζί εξασφάλισε περισσότερες εξουσίες για τον πρόεδρο. Επί Ολάντ είχαμε μια Εθνοσυνέλευση που ψήφιζε ότι της ζητούσε ο πρόεδρος. Είχαμε, δηλαδή, ένα πισωγύρισμα σε ότι αφορά το έργο της να διαβουλεύεται και να συζητά. Επομένως, αν ρωτούσαμε τον κόσμο αν πιστεύουν ότι η εκλογή ενός βουλευτή μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους, δε νομίζω ότι θα υπήρχαν πολλοί που θα απαντούσαν καταφατικά. Οι δυο εκλογικές αναμετρήσεις που θεωρούνται σημαντικές στη Γαλλία είναι οι προεδρικές και οι δημοτικές.   

Θα έλεγα, επίσης, ότι παρότι ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν διαθέτει πολλή γοητεία όταν μιλά σε πλήθη και είναι μια προσωπικότητα εθνικής εμβέλειας που εκπροσωπεί την Ανυπότακτη Γαλλία, αυτό το είδος πολιτικού λόγου είναι μοιραίο να είναι λιγότερο αποτελεσματικό και θελκτικό στις βουλευτικές εκλογές από ότι στις προεδρικές.

Μ.Μπ.: Με εξαίρεση περίπου πενήντα εδρών, η Ανυπότακτη Γαλλία και το ΚΚΓ δεν κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία για κοινή κάθοδο στις εκλογές. Μπορείτε να μας πείτε για ποιους λόγους;

Ε.Φ.: Είμαι μέλος του ΚΚΓ από το 2005, από την εκστρατεία κατά του Ευρωσυντάγματος. Ήταν εκείνη η εκστρατεία που ανέδειξε τη γοητεία του να δουλεύεις μαζί με άλλους αριστερούς που επιθυμούν το μετασχηματισμό της κοινωνίας και αυτή η αριστερά να είναι μια δύναμη που μπορεί να νικήσει. Έτσι γεννήθηκε το Μέτωπο της Αριστεράς, ως πολιτική εναλλακτική που επιτρέπει τη συνεργασία στους κόλπους αυτής της αριστεράς, παρόλο τον πλουραλισμό και τις διαφοροποιήσεις της. Μέσα στο ΚΚΓ υποστήριξα το μοντέλο του Μετώπου της Αριστεράς για συλλογική εργασία και συζήτηση. Αλλά πιστεύω ότι, παρά τις προσπάθειες, το Μέτωπο παρέμεινε σε υπερβολικό βαθμό ένα κομματικό καρτέλ που λειτουργεί διαμέσου των ηγετών των οργανώσεων που το συγκροτούν. Και βέβαια, προέκυψαν πολλές διαφωνίες αναφορικά με τη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει.

Εξαιτίας αυτού, και της αποτυχίας του να ανοιχτεί σε πιο ευρέα πολιτικά υποκείμενα, σύντομα εξέπεσε σε μια μορφή αντιπαράθεσης «γραμμών» και δεν προχώρησε πολύ  στη συζήτηση για το νέο πρόγραμμα της αριστεράς. Έτσι, το Μέτωπο της Αριστεράς γινόταν όλο και λιγότερο ελκυστικό σε εκλογικό επίπεδο. Οι προεδρικές εκλογές προέκυψαν τη στιγμή που το Μέτωπο δεν ήταν σε πολύ καλή φόρμα. Το ΚΚΓ υποστήριξε τη συμμετοχή στις προκριματικές της αριστεράς (που θα ήταν, σε τελική ανάλυση, ανταγωνισμός μεταξύ των υποψηφίων του Σοσιαλιστικού Κόμματος και μελών μικρότερων κομμάτων). Αλλά ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν, που ήταν ο υποψήφιος του Μετώπου της Αριστεράς το 2012, πήγε κόντρα σε όλους και ανακοίνωσε τη δική του υποψηφιότητα. Έτσι, στο συνέδριο του ΚΚΓ η συζήτηση εξελίχθηκε γύρω από το τι θα κάνει το κόμμα και οι αντιπαραθέσεις των δυο τελευταίων ετών είχαν τις συνέπειές τους. Χρειάστηκε χρόνο για να επέλθει ενότητα και, ευτυχώς, το Νοέμβριο το 2016 οι Κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να στηρίξουν την υποψηφιότητα Μελανσόν.   

Ήταν αναπόφευκτο για τη δυναμική του Μετώπου της Αριστεράς να είναι διαφορετική από αυτήν του 2012. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να δούμε γιατί οι διαπραγματεύσεις για τις βουλευτικές εκλογές δεν πήγαν καλά. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Δεν πιστεύω ότι το κοινό ψηφοδέλτιο θα μας επέτρεπε να έχουμε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά σίγουρα θα αποτελούσαμε μια ισχυρή αριστερή εναλλακτική στους κόλπους της Εθνοσυνέλευσης. Θα ήμασταν αναμφίβολα η εναλλακτική δύναμη απέναντι στον Μακρόν. Παρόλα αυτά, κάτι τέτοιο είναι και σήμερα εφικτό, αν καταφέρουμε να καταλήξουμε σε μια μελλοντική συνεργασία.    

Μ.Μπ.: Ο Εμανουέλ Μακρόν εξασφάλισε τεράστια πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές, από τις μεγαλύτερες στην ιστορία της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αποτελεί αυτό ένδειξη μιας συντριπτικής επιτυχίας του προγράμματός του; Και τι είναι αυτό το πρόγραμμα;

Ε.Φ.: Το πρόγραμμα του Μακρόν είναι έντονα νεοφιλελεύθερο και έντονα υπέρ της λιτότητας, αποφασισμένο να διαλύσει τον Εργατικό Κώδικα. Είναι το πρόγραμμα της ένωσης εργοδοτών (MEDEF). Έχουμε δει το γενικό πλαίσιο του Νόμου για την Εργασία (Loi Travail) μέρος δύο. Υπάρχουν πράγματα που η Ελ Κομρί που ήταν πίσω από τον πρώτο νόμο, ήθελε να κάνει, αλλά ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να τα περάσει. Ακόμη και αυτά που πέρασαν ήταν άνευ προηγουμένου.

Περισσότερο ακόμη κι από το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του, θα έλεγα ότι το πρόγραμμα Μακρόν θα είναι πολύ αυταρχικό, ανάλογο με εκείνο του Μανουέλ Βαλς (πρώην πρωθυπουργού). Παρότι ο Μακρόν αρέσκεται να παρουσιάζεται ως ένας ήπιος πολιτικός, τα προεδρικά διατάγματα που λέει ότι θα εκδώσει είναι βαθιά αντιδημοκρατικά. Προτίθεται επίσης να επιμηκύνει το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Αυτό θα εντείνει το αυταρχικό κλίμα.  

Το πρόγραμμα του Μακρόν, όπως αυτός και όλο το μηντιακό, επιχειρηματικό, πολιτικό και πολιτιστικό κατεστημένο το παρουσιάζει, εκφράζει ένα κλίμα στη γαλλική κοινωνία και πολιτική, όπου επικρατεί η άποψη ότι δεν πρέπει να συνεχιστεί η πολιτική ένταση. Ο Μακρόν εκμεταλλεύτηκε πολύ καλά τη συγκεκριμένη συγκυρία, διακηρύσσοντας ότι δεν ανήκει «ούτε στην αριστερά ούτε στη δεξιά», προσελκύοντας κόσμο από την κεντροαριστερά αλλά και από την κοινωνία των πολιτών. Παρότι φαίνεται ότι είναι κόλπο, ανταποκρίνεται σε μια πραγματικότητα της γαλλικής κοινωνίας όπου ο κόσμος λέει ότι κουράστηκε να είναι ‘υπέρ ή κατά’, κουράστηκε με τις συγκρούσεις, και θέλει τα πράγματα να καταλαγιάσουν. Αυτό όμως σημαίνει να καταλαγιάσει η ταξική σύγκρουση, σα να μην υπάρχουν τα συμφέροντα των πλουσίων από τη μια κι εκείνα των φτωχών από την άλλη. Στην πραγματικότητα, ο Ολάντ εφάρμοζε το ίδιο πρόγραμμα χωρίς να εγκαταλείψει τα παραδοσιακά κόμματα. 

Όσον αφορά στην απήχηση του προγράμματός του, πήρε 24% στον πρώτο γύρο των προεδρικών, αποτέλεσμα όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Και τότε η προσέλευση στις κάλπες ήταν μικρή. Αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχει μια διάχυτη διάθεση, που φάνηκε από το μεγάλο του ποσοστό στις βουλευτικές εκλογές, ότι πρέπει να του δοθεί μια ευκαιρία.

Μ.Μπ: Στις 19 Μαρτίου στο Παρίσι, έγινε μια «Πορεία υπέρ της δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας», μια πρωτοβουλία των οικογενειών των θυμάτων αστυνομικής βίας που στήριξαν πολλές οργανώσεις στα λαϊκά προάστια (εργατικές γειτονιές με μεγάλους πληθυσμούς εθνοτικών μειονοτήτων).

Τα αιτήματά τους ήταν: όχι άλλη βία, όχι άλλο ρατσισμό και ειρήνη στις γειτονιές τους. Πιστεύετε ότι η παραδοσιακή αριστερά υποστήριξε επαρκώς αυτά τα αιτήματα; Θα μπορούσαμε να τα αποδώσουμε σε ένα ρεύμα αφύπνισης απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική τάξη;

Ε.Φ.: Ως μέλος κόμματος της παραδοσιακής αριστεράς, πρέπει να πω πως όχι, δεν αγκαλιάσαμε επαρκώς αυτά τα αιτήματα. Πρέπει να δουλέψουμε παραπάνω. Όσο για τη συσχέτιση με τη γενικότερη αφύπνιση, υπάρχει αναμφίβολα. Και το ΚΚΓ και η Ανυπότακτη Γαλλία, παρότι δεν είναι κόμμα αλλά κίνημα, πρέπει να δουλέψουν περισσότερο. Το ίδιο ισχύει και για τους Πράσινους και για άλλα μικρότερα κόμματα.

Αλλά πέρα από την αναγνώριση αυτής της ανάγκης, χρειάζεται και δράση. Και για να μιλήσω για το δικό μου κόμμα, υπάρχουν πολλές διαφωνίες για το τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη διαμαρτυρία της 19ης Μαρτίου, υπήρχαν διαφωνίες για το αν θα συμμετείχαμε – και, ναι, συμφωνήσαμε να το κάνουμε- αλλά και για το είδος έκκλησης που θα κάναμε και με ποιους θα συμμετείχαμε. Υπήρχαν ομάδες από το χώρο των οργανώσεων με τις οποίες και θέλαμε και δεν θέλαμε να συνεργαστούμε. Επομένως, υπήρξαν διαφωνίες και ανάμεσα και σε όσους ήθελαν να ασχοληθούν με αυτά τα ζητήματα.

Ίσως ως γυναίκα να αισθάνομαι γι’ αυτό όπως αισθάνομαι για τον τρόπο που τα αριστερά κόμματα υποδέχθηκαν το φεμινιστικό ζήτημα. Γνωρίζω αυτό το θέμα λίγο καλύτερα, έχοντας κάνει σπουδές και μελετήσει πάνω σε αυτό. Για παράδειγμα, ξέρω ότι κάποια εποχή τα φεμινιστικά θέματα αφορούσαν πολύ λίγο το ΚΚΓ. Έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να συζητάμε για το σεξισμό μεταξύ μας οι γυναίκες, αλλά δεν μας διευκόλυναν να το κάνουμε. Οι άνδρες του κομμουνιστικού χώρου ήταν πολύ αρνητικοί, το ίδιο και ορισμένες γυναίκες που πίστευαν ότι δεν ήταν αυτός ο ρόλος μας.     

Ο αντιρατσισμός δεν είναι ίδιο ζήτημα, αλλά βλέπουμε μια ανάλογη κατάσταση σήμερα. Πρέπει να το επεξεργαστούμε. Ας μην κοροϊδευόμαστε, πολλοί από τους ανθρώπους που οργανώνονται στο κίνημα κατά της βίας και του ρατσισμού στην αστυνομία δεν είναι μέλη του κόμματός μας. Όμως πρόκειται για μείζον κοινωνικό θέμα που πλήττει την εργατική τάξη. Επομένως, πρέπει να ασχοληθούμε με αυτό, να φέρουμε κι άλλους ανθρώπους και να εμπιστευτούμε τις οργανώσεις, τα δημόσια πρόσωπα και όσους δίνουν αυτό τον αγώνα.

Η αστυνομική βία θέτει για το ΚΚΓ το ζήτημα της αστυνομίας εν γένει: πώς πρέπει να λειτουργεί; Όμως η συζήτηση για την αστυνομική βία δεν θίγει από μόνη της το ζήτημα του πώς πρέπει να είναι η αστυνομία. Ναι, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ρατσισμός στην αστυνομία, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται το γενικότερο προβληματισμό για την αστυνομία. Είναι ο ρόλος της να υπηρετεί την ειρήνη και να προστατεύει τους Γάλλους πολίτες; Υπάρχει κάποια επιφύλαξη για το αν πρέπει να το συζητάμε, ακόμη και σε κοινωνιολογικό επίπεδο, εξαιτίας του υψηλού ποσοστού του Εθνικού Μετώπου στην αστυνομία. Αλλά υπάρχουν λόγοι για να θέσουμε τέτοια ερωτήματα.

Μ.Μπ: Στις προεδρικές εκλογές η Ανυπότακτη Γαλλία προσπάθησε να δημιουργήσει κάτι νέο στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας, με μια λαϊκιστική αριστερή στρατηγική όπου η κύρια αντίθεση ήταν «ο λαός εναντίον της ολιγαρχίας». Αλλά ήταν κι ένα κίνημα που ξέφευγε από την γενικότερη αριστερή προσέγγιση που είχε δοκιμαστεί στο παρελθόν. Η προσέγγιση αυτή είχε επιφέρει μακροχρόνιες διαφωνίες, ειδικά αναφορικά με τη δυνατότητα μετασχηματισμού της ΕΕ και με περιβαλλοντικά ζητήματα όπως η πυρηνική ενέργεια. 

Πόσο πιθανή είναι η υπέρβαση αυτών των πολιτικών και στρατηγικών διαφορών μετά τις εκλογές, στην προσπάθεια ανασύνθεσης της αριστεράς;

Ε. Φ: Νομίζω πως το καινούριο, η έννοια της ρήξης, η σαφήνεια, είναι στοιχεία πολύ σημαντικά που έφερε η Ανυπότακτη Γαλλία. Το είδαμε στην προεδρική εκλογή. Ανταποκρίνεται στην ανάγκη κάθε αριστεράς που επιθυμεί να μετασχηματίσει την κοινωνία, να γκρεμίσει κάποια από τα θεμέλιά της και πιθανώς να νικήσει, όχι μόνο στις εκλογές, αλλά και στο ιδεολογικό πεδίο.

Αλλά ενώ θεωρώ ότι αυτά συνέβαλαν θετικά, πιστεύω ότι η έλλειψη σεβασμού της Ανυπότακτης Γαλλίας απέναντι στην πολυμορφία της αριστεράς του μετασχηματισμού μπορεί να της δημιουργήσει πρόβλημα. Επιπλέον, ο λαϊκισμός δεν αποτελεί τη δική μου πολιτική κουλτούρα. Νομίζω ότι πρέπει να χρησιμοποιούμε την αντίθεση «αριστερά – δεξιά» που αποτελεί σημείο αναφοράς για μεγάλο τμήμα του γαλλικού πληθυσμού. Ως υποψήφια στο δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών, είναι σημαντικό το γεγονός ότι μπορώ να λέω ότι εκπροσωπώ την αριστερά, είναι κάτι που ο κόσμος καταλαβαίνει και στηρίζει. Η αντίθεση «αριστερά- δεξιά» αποτελεί και σήμερα πυξίδα για πολλούς. Όπως είναι αλήθεια και ότι είναι τελείως θολή για πολλούς άλλους, εξαιτίας της διαδοχής αριστεράς και δεξιάς στην κυβέρνηση, από τον Σαρκοζί στον Ολάντ. Έτσι, η αντίθεση μεταξύ κυριάρχων και υποτελών, ή του λαού και της ολιγαρχίας, επιτρέπει μια νέα μορφή ταύτισης. Αυτό το κατάλαβε πολύ καλά η Ανυπότακτη Γαλλία. 

Είναι σημαντικό να υιοθετήσουμε μια στρατηγική ρήξης με τη σοσιαλδημοκρατία, γιατί η σοσιαλδημοκρατία στη Γαλλία σήμερα είναι απολύτως ταυτισμένη με το νεοφιλελευθερισμό. Χρειαζόμαστε αυτήν τη ρήξη για να καταστήσουμε απολύτως σαφές στον γαλλικό πληθυσμό ότι υπάρχει μια αριστερά που δεν έχει καμιά σχέση με το νεοφιλελευθερισμό και για να παρουσιάσουμε ένα σαφές σχέδιο κοινωνικού μετασχηματισμού. Στα σταυροδρόμια της γαλλικής κοινωνίας, όπου είναι δύσκολο να αναδυθεί κάτι νέο, πρέπει να βάλουμε ένα δύσκολο στοίχημα: να κάνουμε σαφή την αντίθεση «αριστεράς – δεξιάς» στο πλαίσιο της σχέσης «λαού-ολιγαρχίας». Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Αλλά πιστεύω ότι μπορούμε να συνενώσουμε πραγματικά τους ανθρώπους μόνο αν είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε. Διαθέτουμε κάποια εξαιρετικά εργαλεία από το παρελθόν που δημιούργησαν οι διανοούμενοι στη Γαλλία, την Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Αυτά είναι πράγματα που αξίζει να τα χρησιμοποιούμε και ανάμεσά τους θα περιλάμβανα και την αντίθεση «αριστερά- δεξιά». Η αντίθεση «λαός – ολιγαρχία» δε λαμβάνει υπόψη της τη διαφορά αξιών και δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση αναφορικά με τις αξίες μας που έχουν να κάνουν με το άνοιγμα στον κόσμο και το διεθνισμό. Πρέπει να χρησιμοποιούμε ένα «Εμείς» που να μη συνεπάγεται έναν επικίνδυνο «Άλλο».  

Μ.Μπ: Σε αυτό το σχέδιο, υπάρχει χώρος για ότι απομένει από το Σοσιαλιστικό Κόμμα; Στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών το ποσοστό τους έπεσε στο 6% που είναι ιστορικό χαμηλό, και επαναλήφθηκε και στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών. Μπορεί αυτό να παίξει κάποιο θετικό ρόλο στην ανασυγκρότηση της αριστεράς;

Ε.Φ: Πριν απαντήσω πρέπει να πω ότι πιστεύω πως εμείς, δηλαδή το ΚΚΓ και η αριστερά του μετασχηματισμού, υπεραναλύσαμε τη στρατηγική των σχέσεών μας με το ΣΚ. Είχαμε την ηγεμονία στην αριστερά και απέναντί μας ένα ΣΚ που ενέταξε τη σοσιαλδημοκρατία σε ένα πρόγραμμα εντελώς νεοφιλελεύθερο. Έπρεπε να πούμε ότι δεν είναι έτσι η αριστερά. Νομίζω ότι οι προεδρικές εκλογές του 2017 μας επέτρεψαν να το πούμε, γεγονός που οδήγησε σε νέους προσδιορισμούς και σημεία αναφοράς για τον κόσμο. 

Ήταν ένα από τα στοιχήματα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν και το κέρδισε μερικώς. Είναι κάτι που πρέπει να αγκαλιάσουμε και συμφωνώ ότι πρέπει να έρθουμε σε ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία προκειμένου να την ανοικοδομήσουμε. Ξεκαθάρισε τα πράγματα και ήταν ένα βήμα μπροστά, επομένως, δεν θέλω να επιστρέψω στην εποχή κατά την οποία η ανοικοδόμηση της αριστεράς εξαρτιόταν από το τι θα γίνει με το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Η σοσιαλδημοκρατία σήμερα έχει πολλά προβλήματα να επιλύσει.

Ωστόσο, υπάρχει ένα τμήμα της γαλλικής κοινωνίας που παραμένει πιστό στο ΣΚ και εκπροσωπείται από την πολιτική του. Δε νομίζω ότι επιθυμούμε να τα σπάσουμε μαζί τους, γιατί παραμένουν τμήμα της αριστεράς. Φαντάζομαι ότι αναζητούν μια πυξίδα και οφείλουμε να τους παρέχουμε ένα χώρο στον οποίο θα αισθάνονται ευπρόσδεκτοι.  

Είναι δύσκολο να πούμε τι είναι το ΣΚ σήμερα. Οι προσωπικότητές του, οι εκλεγμένοι και τα μέλη του δεν αποτελούν ενιαία ομάδα. Ένα τμήμα του έφυγε προς τον Μακρόν και το Εμπρός! (En Marche). Και είναι εξίσου σημαντικό να καταλάβουμε ότι ο λόγος που πήρε 6% είναι ότι αφομοίωσε την ήττα και την αδυναμία να κερδίσει μετά από την προεδρία Ολάντ. Υπήρξε πολύ έντονη απογοήτευση. Δεν ξέρω τι θα γίνει με το ΣΚ. Αλλά συχνά έχει ειπωθεί ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει πεθάνει και επέζησε.

Καταφέραμε να σταματήσουμε το Σοσιαλιστικό Κόμμα να αποτελεί την ηγεμονική δύναμη της αριστεράς. Αυτό δε σημαίνει ότι θα καταφέρουμε να πάρουμε και όλες τις αριστερές ψήφους. Για να σας δώσω ένα πολύ συγκεκριμένο παράδειγμα: στην εκλογική μου περιφέρεια, το Ζενβιλιέ, υπήρχε ένας βουλευτής του ΣΚ, ο Ρολάν Μυζό. Εκλέχθηκε με τον Ολάντ το 2012, ενώ στο παρελθόν ήταν βουλευτής του ΚΚ. Στην πόλη Κολόμπ, που ανήκει στην ίδια περιφέρεια, το 2012 ο Μυζό πήρε 2000 ψήφους. Αν πάρουμε το δικό μου εκλογικό ποσοστό στον πρώτο γύρο και προσθέσουμε τις ψήφους της Ανυπότακτης Γαλλίας, θα έχουμε ακριβώς 2000 ψήφους. Παρότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαλύθηκε και παρότι ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν τα πήγε καλά στις προεδρικές εκλογές, στην Κολόμπ τουλάχιστον, η αριστερά του μετασχηματισμού δεν τα πήγε καλύτερα από το 2012.     

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είναι πια ηγεμονεύουσα δύναμη στην αριστερά, αλλά η αριστερά δεν είναι ακόμη σε φόρμα. Αυτό που με ενδιαφέρει πραγματικά, είναι πώς θα καταφέρουμε να υλοποιήσουμε την ανοικοδόμηση της αριστεράς. Δηλαδή, μια αριστερά που θα την αφορά η «Πορεία για τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια», μια αριστερά που θα θεωρεί απαραίτητο τον φεμινισμό στην εποχή μας, μια αριστερά που να μπορεί να ξαναφέρει τις λαϊκές τάξεις πίσω στον πολιτικό στίβο. Δηλαδή, τον κόσμο που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε στην Εθνοσυνέλευση, με όλη του την ποικιλομορφία. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε. Διαθέτουμε μερικά υλικά γι’ αυτό, αλλά όχι ολόκληρη τη συνταγή.

Η Ελσά Φοσιγιόν είναι υποψήφια με το Κομμουνιστικό Κόμμα στην περιφέρεια Ζενβιλιέ στα βορειοδυτικά του Παρισιού.

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Jacobin στις 18 Ιουνίου, https://www.jacobinmag.com/2017/06/macronfrenchcommunistpartyelectionsenmarchemelenchon

 

Μετάφραση: Καλλιόπη