Η αρχή της διάλυσης του δημόσιου και ακαδημαικού πανεπιστημίου στην Ελλάδα

Τα τελευταία τουλάχιστον τέσσερα χρόνια το δημόσιο και δημοκρατικό πανεπιστήμιο υπονομεύεται συστηματικά από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις μέσω της διάλυσης των δομών των ιδρυμάτων, της κατάργησης των συλλογικών και δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων και πρωτίστως μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού.

Την ίδια στιγμή, οι συγχωνεύσεις τμημάτων, πανεπιστημίων κτλ στο πλαίσιο του σχεδίου ΑΘΗΝΑ έχουν ήδη συρρικνώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση στο μέγιστο βαθμό, καταργώντας κυρίως ιδρύματα Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕΙ) καθώς και αυτά της περιφέρειας. Τώρα, χτυπούν στην καρδιά του πανεπιστημίου: στόχος τους οι άνθρωποί του, δηλαδή, το 25% του διοικητικού προσωπικού τίθεται σε διαθεσιμότητα, 1349 άνθρωποι από 8 ΑΕΙ της χώρας, που στελεχώνουν τη διοίκηση, τα εργαστήρια, τις πανεπιστημιακές κλινικές, βιβλιοθήκες, μουσεία κα. Με αυτό το χτύπημα διαλύονται το ΕΚΠΑ και ΕΜΠ παντελώς ενώ τα υπόλοιπα έξη αδυνατούν να λειτουργήσουν. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για «fast track αξιολόγηση» που την διενεργεί φυσικά το Υπουργείο Παιδείας σκοπεύοντας να απαξιώσει το δημόσιο και δωρεάν πανεπιστήμιο ώστε να το μετατρέψει σε ΙΕΚ, ιδιωτικοποιώντας παράλληλα τις βασικές του υπηρεσίες. Αυτό το καταστροφικό πραξικόπημα θα σημάνει ένα ιστορικό πισωγύρισμα του πανεπιστημίου στη δεκαετία του 1970 ενώ την ίδια στιγμή θα επιφέρει και την κατάρρευση τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Την ίδια στιγμή η διαθεσιμότητα/απολύσεις του διοικητικού προσωπικού αποτελεί το πρώτο στάδιο της συνολικής συρρίκνωσης του πανεπιστημίου αφού θα ακολουθήσει και η διαθεσιμότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων. Η λογική είναι η ίδια που εφαρμόστηκε σε άλλους κλάδους. Η Τρόικα ζητά σάρκα, οπότε θα πρέπει αυτή να δοθεί ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των δημοσιών υπαλλήλων που πρέπει να απολυθούν:
Από τους 270 πανεπιστημιακούς δασκάλους, οι οποίοι εργάζονταν με σύμβαση, μόνο 21 «επιβίωσαν» σε όλη την Ελλάδα, οι υπόλοιποι έχουν ήδη απολυθεί. Οι συνάδελφοι αυτοί πρόσφεραν πολύτιμο διδακτικό και ερευνητικό έργο για πολλά χρόνια λαμβάνοντας ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς. Οι μαζικές αυτές απολύσεις έγιναν σιωπηρά.

ΤΟ Υπουργείο Παιδείας αυξάνει τον αριθμό των διδακτικών ωρών κατά 30% με σκοπό να δημιουργήσει ένα επίπλαστο πλεόνασμα διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού έτσι ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των πανεπιστημιακών που πρόκειται να απολυθούν. Μιλούν για 40% του εν ενεργεία διδακτικού – ερευνητικού προσωπικού!

Στη δημιουργία του πλασματικού πλεονάσματος του διδακτικού-ερευνητικού προσωπικού θα συνεισφέρει και η μείωση του αριθμού των φοιτητών/τριων μέσω της επιβολής διδάκτρων σε όσους/ες παραμένουν εγγεγραμμένοι/ες αλλά έχουν υπερβεί το όριο των τεσσάρων ελαχίστων ετών φοίτησης.

Την ίδια στιγμή η μείωση του αριθμού των μαθητών/τριων που θα συμμετέχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις θα υποβαθμίσει περαιτέρω την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο νόμος για το «νέο λύκειο», ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα, μέσω της συρρίκνωσης της τεχνολογικής εκπαίδευσης και της επακόλουθης διοχέτευσης των παιδιών σε ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης αποκλείει την εισαγωγή τους στα πανεπιστήμια. Οι μαθητές/τριες που θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το σχολείο θα γίνουν μαθητευόμενοι/ες σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και είναι αυτοί που κατά κανόνα ανήκουν στις φτωχότερες και μη-προνομιούχες κοινωνικές τάξεις.  

Το μεγάλο και αισιόδοξο μήνυμα είναι ότι οι διοικητικοί και οι πανεπιστημιακοί έχουν ήδη δημιουργήσει ένα μαζικό κίνημα αντίστασης μέσα από απεργίες, διαμαρτυρίες, συνελεύσεις των συλλόγων τους σε κάθε πανεπιστήμιο, σε συνεργασία και με άλλους κλάδους, κυρίως τους καθηγητές της δευτεροβάθμιας. Το μαζικό κίνημα, στο οποίο οι πανεπιστημιακοί και οι διοικητικοί του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι φοιτητές/τριες παίζουν τον πιο αποφασιστικό ρόλο, έχει ως στόχο του να ανοίξει το δρόμο για την ανατροπή της κυβέρνησης. Για το λόγο αυτό είναι ύψιστης σημασίας η δημιουργία στην πράξη ενός παν-εκπαιδευτικού μετώπου με τη συμμετοχή καθηγητών, πανεπιστημιακών και φοιτητών.  
           

Σισσυ Βελισσαρίου
Μέλος του ΔΣ του Συλλόγου της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ και του ΔΣ του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»