Η άνοδος και η πτώση του κράτους πρόνοιας

Ο Άσμπγιορν Βαλ μιλά για τη Νορβηγία, την οποία παρομοιάζει με το «άνω κατάστρωμα του Τιτανικού», για το κράτος πρόνοιας το οποίο δεν έχει απαιτήσει η εργατική τάξη, αλλά και για το γιατί έχει περάσει η ημερομηνία λήξης του. Επίσης, αναφέρεται στον «γνήσιο» και σύγχρονο καπιταλισμό στη Σερβία και την ΕΕ, στο αδιέξοδο του συνδικαλιστικού κινήματος και στις εναλλακτικές λύσεις που υπάρχουν.

Η Νορβηγία θεωρείται μία από τις πιο πετυχημένες χώρες στην Ευρώπη και στον κόσμο (οικονομικά, κοινωνικά κ.λπ.) και έτσι προβάλλεται ως πρότυπο. Αποτελεί όμως εξαίρεση στη σημερινή εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της κρίσης που αυτός προκάλεσε;

 

Άσμπγιορν Βαλ: Η Νορβηγία βρίσκεται όντως σε καλύτερη θέση από τις περισσότερες άλλες χώρες στον κόσμο για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, είναι προικισμένη από τη φύση, καθώς αποτελεί μια πλούσια πετρελαιοπαραγωγό χώρα (αλλά και μεγάλους αλιευτικούς πόρους και άφθονη υδροηλεκτρική ενέργεια). Αυτό δίνει στην κυβέρνηση ένα τεράστιο ετήσιο πλεόνασμα, το οποίο ζηλεύουν οι περισσότερες χώρες. Το πετρέλαιο και οι βιομηχανίες που είναι συναφείς με αυτό δημιουργούν θέσεις εργασίας σε αριθμό που διατηρεί την ανεργία μεταξύ των χαμηλότερων στον κόσμο, γύρω στο 3%. Αυτό το χαμηλό ποσοστό ανεργίας επιτρέπει στα συνδικάτα να παραμένουν σχετικά ισχυρά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Δεύτερον, η Νορβηγία είχε ήδη από τα πλέον ανεπτυγμένα κράτη πρόνοιας όταν πρωτοβρέθηκε στην επικράτειά της πετρέλαιο, τη δεκαετία του 1960. Οι συσχετισμοί δύναμης στην κοινωνία ήταν τέτοιοι που κατέστησαν δυνατή την κοινωνικοποίηση των περισσότερων εσόδων από το πετρέλαιο, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε πολλές άλλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, όπου μεγάλες εταιρείες και/ή τοπικές ελίτ είναι σε θέση να καρπωθούν τα τεράστια έσοδα και κέρδη από αυτή τη βιομηχανία. Επομένως, η Νορβηγία ούτε απαιτήθηκε ούτε ήταν πολιτικά εφικτό να εφαρμόσει πολιτικές σκληρής λιτότητας σαν αυτές που βλέπουμε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ο σχετικά μεγάλος δημόσιος τομέας, σε αντίθεση με τη βασική νεοφιλελεύθερη θεωρία, συνέβαλε επίσης στη σταθεροποίηση της οικονομίας και στη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, και τα επιπλέον έσοδα από το πετρέλαιο δόθηκαν στη δημόσια οικονομία το 2008-2009 για τον περαιτέρω περιορισμό των επιπτώσεων της κρίσης.

Από την άλλη πλευρά, τα τελευταία 30 χρόνια βλέπουμε και στη Νορβηγία να εφαρμόζονται περισσότερο ή λιγότερο ήπιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, τόσο από τις δεξιές κυβερνήσεις όσο και από τις λεγόμενες αριστερές. Η απελευθέρωση της αγοράς, η απορρύθμιση και οι ιδιωτικοποιήσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Το συνταξιοδοτικό σύστημα έχει μεταρρυθμιστεί και αποδυναμωθεί (μειωμένες συντάξεις για τους περισσότερους ανθρώπους, μικρότερη αναδιανομή από πάνω προς τα κάτω, ανάληψη μεγαλύτερου ατομικού κινδύνου κ.λπ.). Οι λεγόμενες νέες μέθοδοι δημόσιας διαχείρισης έχουν εισαχθεί στον δημόσιο τομέα, έτσι ώστε, για παράδειγμα, ο νοσοκομειακός τομέας να προσανατολίζεται περισσότερο προς την αγορά. Η ανισότητα και η παιδική φτώχεια έχουν αυξηθεί κ.λπ. Όλα αυτά έχουν συμβεί με έναν πιο μετριοπαθή τρόπο από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά η κατεύθυνση δεν διαφέρει.

Πιστεύω ότι η παρούσα ευνοϊκή κατάσταση στη Νορβηγία είναι μάλλον εύθραυστη. Η χώρα είναι βαθιά ενσωματωμένη στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία και γι’ αυτό επηρεάζεται έντονα από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση. Μια περαιτέρω οπισθοδρόμηση στην παγκόσμια οικονομία μπορεί να πλήξει σημαντικά τις εξαγωγές της κάτι που θα οδηγήσει σε ταχεία αύξηση της ανεργίας, με συνέπεια την αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού κινήματος· ενός κινήματος που ενσωματώνει βαθιά την ιδεολογία της κοινωνικής συνεργασίας και γι’ αυτό δεν μπορεί να σηκώσει ισχυρούς αντιπαραθετικούς αγώνες αν και όταν αυτό είναι αναγκαίο. Αν έπρεπε να περιγράψω με δυο κουβέντες τη νορβηγική κατάσταση θα έλεγα το εξής: «Ναι, είναι αλήθεια ότι το νορβηγικό μοντέλο πρόνοιας έχει παραμείνει ως τώρα στο άνω κατάστρωμα του παγκόσμιου πλοίου, αλλά αυτό μπορεί κάλλιστα να είναι το άνω κατάστρωμα του Τιτανικού».

 

Όπως είπατε, σήμερα η Νορβηγία κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στο παγκόσμιο σύστημα. Αναλογικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες επέτρεψαν την ανάδυση του κράτους πρόνοιας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πώς ακριβώς εξελίχθηκαν τα πράγματα;

 

Η ιστορία του κράτους πρόνοιας είναι στενά συνδεδεμένη με τον ταξικό συμβιβασμό μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου που έγινε στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης τη δεκαετία του ’30 ή αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Επομένως, η άνοδος του κράτους πρόνοιας και στη Νορβηγία επηρεάστηκε έντονα από τους παγκόσμιους συσχετισμούς δύναμης (συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της Ρώσικης Επανάστασης και της συνακόλουθης δημιουργίας ενός ανταγωνιστικού οικονομικού συστήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και της ανάγκης των καπιταλιστών της Δύσης να κερδίσουν τη στήριξη της δικής τους εργατικής τάξης στον ψυχρό πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση). Ταυτόχρονα υπήρχαν πολλές εθνικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες έδωσαν στο κράτος πρόνοιας διαφορετική μορφή και περιεχόμενο ανά χώρα, καθώς και διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης. Έτσι, παρά τις ομοιότητες που έχουν οι σκανδιναβικές χώρες (Δανία, Σουηδία και Νορβηγία) υπάρχουν και σημαντικές διαφορές.

Ιστορικά, η Νορβηγία δεν είχε ποτέ ισχυρή ανώτερη τάξη, ούτε κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας ούτε στον καπιταλισμό. Σε μια μικρή και αραιοκατοικημένη χώρα οι μικροί αγρότες αποτελούσαν μια σημαντική, ανεξάρτητη ομάδα, με ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. Τη δεκαετία του ’30 υπήρξε πολύ ισχυρή ανάπτυξη και ενδυνάμωση του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, η οποία βασίστηκε στην ταξική συμμαχία εργατών, μικρών αγροτών και αλιέων που ήταν ιδιοκτήτες σκαφών. Ως αποτέλεσμα, ο φασισμός δεν έγινε ποτέ ισχυρός στη Νορβηγία. Ένα άλλο αποτέλεσμα ήταν ότι η κύρια ένωση εργοδοτών αποφάσισε να συνάψει συμφωνία με το συνδικαλιστικό κίνημα (το 1935) – μια πρώτη επισημοποίηση ενός ώριμου ταξικού συμβιβασμού. Την ίδια περίπου εποχή, το Εργατικό Κόμμα κέρδισε επαρκή υποστήριξη για να σχηματίσει την πρώτη του κυβέρνηση. Το κράτος πρόνοιας αναπτύχθηκε στη Νορβηγία βασισμένο σε αυτό το συμβιβασμό και σε αυτό το συσχετισμό δύναμης.

Είναι φανερό λοιπόν ότι στη δημιουργία των προϋποθέσεων ανάδυσης του κράτους πρόνοιας συνέβαλαν τόσο παγκόσμιες όσο και εθνικές συνθήκες. Σε παγκόσμιο επίπεδο τον κύριο ρόλο έπαιξε η απειλή του σοσιαλισμού, η οποία έκανε τους καπιταλιστές της Δυτικής Ευρώπης να προχωρήσουν σε έναν ταξικό συμβιβασμό (ως το μη χείρον κατά την άποψή τους). Πρέπει να έχουμε επίσης κατά νου ότι το κράτος πρόνοιας δεν αποτέλεσε ποτέ αίτημα της εργατικής τάξης προτού εγκατασταθεί (δεν υπήρχε καν η έννοια «κράτος πρόνοιας»). Η εργατική τάξη αγωνιζόταν για το σοσιαλισμό, κάτι που όπως γνωρίζουμε δεν επιτεύχθηκε. Το κράτος πρόνοιας ήταν το αποτέλεσμα μιας ιστορικά πολύ συγκεκριμένης εξέλιξης, που λίγο πολύ οδήγησε στον ιστορικό συμβιβασμό εργασίας και κεφαλαίου. Γι’ αυτό, το ίδιο το κράτος πρόνοιας είναι ένας συμβιβασμός συμφερόντων και γι’ αυτό άλλωστε είναι τόσο πολύπλευρο και γεμάτο αντιφάσεις. Παρότι αποτελεί τεράστια κοινωνική πρόοδο για τους περισσότερους ανθρώπους, ίσως πρέπει να υπενθυμίσουμε στο αρκετά μετριοπαθές σημερινό εργατικό κίνημα ότι το κράτος πρόνοιας δεν ταυτίζεται –ούτε το έκανε ποτέ– με τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχρονη ταξική δυναμική, είναι ρεαλιστικό να περιμένουμε την επιστροφή του συστήματος πρόνοιας που κυριάρχησε το τρίτο τέταρτο του 20ού αιώνα;

 

Θεωρώ πως η εποχή του κράτους πρόνοιας έχει περάσει ή ότι, εν πάση περιπτώσει, το τέλος της καταφθάνει. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση βλέπουμε ακριβώς τη συστηματική καταστροφή του. Όπως είπα και προηγουμένως το κράτος πρόνοιας δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας ιστορικά πολύ συγκεκριμένης εξέλιξης που δεν μπορεί να αντιγραφεί με κανένα τρόπο. Ήταν το αποτέλεσμα συνεκτικών ρυθμίσεων και περιορισμών που επιβλήθηκαν στο κεφάλαιο (έλεγχος κεφαλαίου, ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, ρύθμιση των τραπεζών, ταχεία επέκταση της δημόσιας ιδιοκτησίας σε πολλές χώρες και –για να μην ξεχνιόμαστε– δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες έδωσαν στους συνηθισμένους ανθρώπους περισσότερη δυνατότητα επιρροής στην πολιτική). Η αλλαγή των συσχετισμών δύναμης που επέφερε η νεοφιλελεύθερη επίθεση που ξεκίνησε γύρω στο 1980 έχει οδηγήσει στην κατάργηση των περισσότερων από αυτές τις ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα η δομή της εξουσίας στην οποία βασιζόταν το κράτος πρόνοιας να έχει ήδη εξαφανιστεί. Αυτό που βιώνουμε τώρα είναι πάνω κάτω μια περίοδος σοδειάς για τις καπιταλιστικές και δεξιές πολιτικές δυνάμεις, κατά την οποία εκμεταλλεύονται τις νέες συνθήκες για να απαλλαγούν από τα καλύτερα μέρη του κράτους πρόνοιας (όχι από όλο το κράτος πρόνοιας – άλλωστε ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού και έτσι αντανακλά σε σημεία και καπιταλιστικά συμφέροντα). Επομένως, το να αγωνιστούμε για την αποκατάσταση του κράτους πρόνοιας δεν έχει σήμερα νόημα. Φυσικά, πρέπει να υπερασπιστούμε όσα έχουμε πετύχει μέσω του κράτους πρόνοιας, αλλά μια πιο μακροπρόθεσμη δουλειά μας είναι να αποκαταστήσουμε το όραμα για μια άλλη κοινωνία, που θα επιδιώκει να καλύπτει τις ανάγκες των λαών – και τις στρατηγικές για να φτάσουμε εκεί.

 

Για την ώρα είναι βέβαιο ότι το σύστημα κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση: μέτρα λιτότητας τα οποία επιβάλλονται με το πρόσχημα της κρίσης εξαλείφουν τα τελευταία ίχνη κράτους πρόνοιας. Χρησιμοποιείται η κρίση ως δικαιολογία για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια της κυρίαρχης τάξης;

 

Αναμφίβολα. Βλέπω ότι πολλά πολιτικά στελέχη και συνδικαλιστές της αριστεράς λένε σήμερα ότι η πολιτική λιτότητας της τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ) καθώς και των περισσότερων κυβερνήσεων στην Ευρώπη είναι λανθασμένη, γιατί δεν θα συμβάλει στην ανάκτηση της οικονομικής ανάπτυξης και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Γι’ αυτό προσπαθούν να πείσουν την τρόικα και τους ευρωπαίους πολιτικούς να αλλάξουν πολιτική. Νομίζω ότι πρόκειται για σοβαρή παρερμηνεία της κατάστασης. Βραχυπρόθεσμος στόχος της τρόικας δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά η κατάργηση του κράτους πρόνοιας και η ήττα του συνδικαλιστικού κινήματος. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει σήμερα.

 

Η κυρίαρχη ερμηνεία της μετασοσιαλιστικής πραγματικότητας στη Σερβία είναι ότι εξακολουθούμε να πορευόμαστε προς τον «γνήσιο καπιταλισμό» και ότι η ενσωμάτωση στην ΕΕ θα λύσει τα περισσότερα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Για σας, τι αντιπροσωπεύει η ΕΕ σήμερα;

 

Όλο αυτό μου ακούγεται σαν πολιτικό παραμύθι. Τι σημαίνει «γνήσιος καπιταλισμός»; Είναι μήπως ο μεταπολεμικός καπιταλισμός του κράτους πρόνοιας, που έχει πια τελειώσει, ή ο πιο σκληρός, απάνθρωπος καπιταλισμός, που μαστίζεται από την κρίση και που τον βλέπουμε να ξεδιπλώνεται γύρω μας σήμερα – αυτός που ο Σαμίρ Αμίν έχει ονομάσει «γενικευμένος μονοπωλιακός καπιταλισμός»; Για να πιστέψει κανείς ότι η ένταξη στην ΕΕ θα δημιουργήσει ένα μέλλον ευημερίας για τη Σερβία, με δεδομένο το τι γίνεται τώρα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τις χώρες της Βαλτικής, τη Βουλγαρία κ.α., πραγματικά απαιτείται ένα μεγάλο κομμάτι αβάσιμης αισιοδοξίας.

Παρότι η ΕΕ υφίσταται ήδη από το 1958 (ΕΟΚ), και με πιο θετικούς στόχους, η σημερινή ΕΕ έχει πάρει τη μορφή (Σύμφωνα και Όργανα) και το περιεχόμενό της κατά τη νεοφιλελεύθερη εποχή, κάτι που αντανακλάται έντονα στη δομή της εξουσίας της, στις πολιτικές και τη νομοθεσία της. Γι’ αυτό το λόγο ενεργεί επιθετικά προς το συμφέρον του κεφαλαίου. Ο νεοφιλελυθερισμός και οι πολιτικές λιτότητας είναι λίγο πολύ ενσωματωμένες στο Σύνταγμα της ΕΕ σήμερα, και ο κεϊνσιανισμός (ή οι παραδοσιακές κοινωνικές πολιτικές) είναι απαγορευμένος από το νόμο (κάτι που μάλιστα υποστηρίζεται από όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης). Το γεγονός ότι η ΕΕ ήδη από την αρχή είχε ένα βαθύ δημοκρατικό έλλειμμα, έδωσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα όσον αφορά το θέμα αυτό. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η ΕΕ μετατρέπεται γρήγορα σε ένα όλο και πιο αυταρχικό υπερεθνικό κρατικό μόρφωμα, για το συμφέρον πρωτίστως του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – μια εξέλιξη που, υπό το πρίσμα της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.

 

Είμαστε μάρτυρες μαζικών κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών σε όλη την Ευρώπη, στις οποίες τα συνδικάτα παίζουν σημαντικό ρόλο. Μπορείτε να μας πείτε πόσο έχουν αλλάξει τον τελευταίο μισό αιώνα τα συνδικάτα, η δύναμή τους και η θέση τους στην κοινωνία; Πόσο τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από την τρόικα τα έχουν παραλύσει περαιτέρω και έχουν αφήσει τους εργαζόμενους χωρίς το βασικό τους όπλο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους;

 

Το συνδικαλιστικό κίνημα υφίσταται τεράστια επίθεση στην Ευρώπη σήμερα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει περιορίσει το δικαίωμα στην απεργία, συλλογικές συμβάσεις στον δημόσιο τομέα αναιρέθηκαν από τις κυβερνήσεις σε τουλάχιστον δέκα χώρες μέλη της ΕΕ, και οι μισθοί περικόπηκαν, όλα χωρίς καμιά διαπραγμάτευση με τα συνδικάτα. Σε διάφορες χώρες έχει εισαχθεί νομοθεσία που περιορίζει με διάφορους τρόπους το δικαίωμα της απεργίας και επιτρέπει τη χρησιμοποίηση πιο σκληρών μέτρων για την καταστολή απεργιών από την αστυνομία κ.λπ. Επιπλέον, παρέχεται ακόμη μεγαλύτερη εξουσία στις δυνάμεις του καπιταλισμού, ενώ σε επίπεδο ΕΕ εισάγονται κανονισμοί που διευκολύνουν την εκμετάλλευση του τεράστιου χάσματος αμοιβών μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, επιφέροντας ένα κοινωνικό ντάμπινγκ στη Δύση.

Η κατάσταση αυτή έχει πυροδοτήσει κινητοποιήσεις και αγώνες από τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα σε πολλές χώρες. Παρ’ όλα αυτά το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ευρώπη έχει αποδυναμωθεί σοβαρά κατά τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης εποχής και παλεύει από θέση άμυνας. Έχει μεταξύ άλλων να αντιμετωπίσει την υψηλή ανεργία και την τεράστια απώλεια μελών. Ως τώρα δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί μια συντονισμένη πανευρωπαϊκή αντίσταση, αν και οι δράσεις της 14ης Νοεμβρίου πέρυσι –όταν τα συνδικάτα σε 6 ευρωπαϊκές χώρες (Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα) πραγματοποίησαν κοινή γενική απεργία, ενώ σε πολλές άλλες χώρες οργάνωσαν διαδηλώσεις– ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.

Τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο οι περισσότερες συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες είναι έντονα επηρεασμένες από την ιδεολογία των κοινωνικών εταίρων, δίνοντας άσκοπη μεγάλη προτεραιότητα στον λεγόμενο κοινωνικό διάλογο, σε μια εποχή που οι εργοδότες αποσύρονται από τον ταξικό συμβιβασμό και επιτίθενται αδιάκοπα εναντίον όλων των πραγμάτων που είχαν δεχτεί στο παρελθόν στο πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου. Στην τρέχουσα κατάσταση αυτή η τακτική του συνδικαλιστικού κινήματος είναι αδιέξοδη.

Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) έχει καταθέσει ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο», προτείνει δηλαδή έναν νέο ταξικό συμβιβασμό, ως βασικό στόχο της εκστρατείας της. Φαίνεται πως σκοπεύουν να πείσουν τους εργοδότες και τους πολιτικούς ότι ένας νέος ταξικός συμβιβασμός (παρόμοιος με τον μεταπολεμικό) θα είναι «προς το συμφέρον όλων». Με δεδομένους τους σκληρούς αγώνες και τη μετατόπιση των συσχετισμών δύναμης που απαίτησε ο προηγούμενος συμβιβασμός, αυτό ακούγεται αρκετά απληροφόρητο, για να το θέσω ευγενικά.

 

Ποιες είναι οι προτάσεις σας για περεταίρω οργάνωση του αγώνα των εργαζομένων; Είναι δυνατό να αποκατασταθεί η ισορροπία τώρα που τα πράγματα έχουν σαφώς γυρίσει υπέρ της πλευράς του κεφαλαίου; Και άραγε πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με μια τέτοια εξέλιξη ή να διεκδικούμε κάτι ακόμη παραπάνω;

 

Θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι έχω την απάντηση, όμως δεν υπάρχει εύκολη λύση. Είμαστε σε αμυντική θέση σήμερα και θα χρειαστεί χρόνος για να οργανώσουμε, να κινητοποιήσουμε και να οικοδομήσουμε την κοινωνική δύναμη που είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου και των κρατών, και έτσι να αλλάξουμε τη ροή των πραγμάτων. Χρειάζεται σκληρή οργανωτική δουλειά στους εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων και των διευρυνόμενων ομάδων των επισφαλών και περιστασιακών εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας κ.λπ. Μετά πρέπει να οικοδομήσουμε ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες, πρώτα μέσα στο ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα και έπειτα με άλλα κοινωνικά κινήματα (η εν εξελίξει διαδικασία της Εναλλακτικής Συνόδου –www.altersummit.eu– είναι μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση). Με βάση όσα ήδη ανέφερα, το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει επίσης να εγκαταλείψει την ιδεολογία των κοινωνικών εταίρων, η οποία στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει σήμερα μια ανεφάρμοστη αναπόληση ενός ταξικού συμβιβασμού που έχει ήδη περάσει στην ιστορία. Αυτό απαιτεί πολλή συζήτηση εντός του συνδικαλιστικού κινήματος.

Ωστόσο, η ίδια η πραγματικότητα θα μας βοηθήσει σε αυτή τη συζήτηση: η σκληρή επίθεση που εξαπολύεται εναντίον των καλύτερων τμημάτων του κράτους πρόνοιας, εναντίον των εργατών, των γυναικών, της νεολαίας, αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος εξίσου, θα προκαλέσει την αντίσταση όλο και περισσότερων κοινωνικών ομάδων. Ζούμε τις απαρχές μιας καινούριας εποχής κοινωνικών αγώνων. Όμως τα κοινωνικά μοντέλα δεν μπορούν να αντιγραφούν, ούτε από προγούμενες φάσεις στην ιστορία ούτε από χώρα σε χώρα. Αντίθετα αποτελούν τα απτά αποτελέσματα των αγώνων και των συσχετισμών δύναμης στην κοινωνία. Επομένως, δεν υπάρχει «επιστροφή στην ισορροπία», με την έννοια της αποκατάστασης του μεταπολεμικού ταξικού συμβιβασμού και του κράτους πρόνοιας. Αυτό είναι ό,τι είχαμε αλλά δεν έχουμε πια, ακριβώς επειδή ένας τέτοιος κοινωνικός συμβιβασμός δεν ήταν, και δεν θα είναι ποτέ, μια σταθερή ισορροπία. Το γεγονός ότι τώρα χάνουμε το κράτος πρόνοιας αποδεικνύει ότι δεν προχωρήσαμε αρκετά την προηγούμενη φορά. Το βασικό πρόβλημα ήταν ότι το ζήτημα της ιδιοκτησίας δεν τέθηκε πλήρως. Το ζήτημα της κοινωνικής ιδιοκτησίας των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών καθώς και των μέσων παραγωγής θα πρέπει να ξαναμπεί στην ατζέντα, όπως και η δημοκρατία –η αληθινή δημοκρατία–, για να διορθώσουμε τα προηγούμενα λάθη στους αγώνες για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.

 

Τη συνέντευξη πήραν ο Βλαντιμίρ Σίμοβιτς και ο Ντάρκο Βέσιτς του Κέντρου Χειραφετητικής Πολιτικής (CPE), της Σερβίας.