Η αναχαιτίσιμη άνοδος της ακροδεξιάς στην Ευρώπη

Η άνοδος της ριζοσπαστικής δεξιάς στην Ευρώπη εγείρει πολλά ερωτήματα. Το κλειδί εδώ είναι η κρίση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Προκειμένου να ανατρέψει αυτή την εξέλιξη, η αριστερά είναι αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις: την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας και του εθνικισμού και την προάσπιση της δημοκρατίας. 

Η νίκη του υποψηφίου των Πρασίνων, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Αυστρίας επί του ακροδεξιού αντιπάλου του, αποτελεί σαφώς ένα λόγο ανακούφισης. Αν είχε επικρατήσει ο δεύτερος, η Αυστρία θα ήταν η πρώτη χώρα της Δυτικής Ευρώπης που θα εξέλεγε έναν καθαρά ριζοσπαστικό δεξιό ως  αρχηγό κράτους. Ο οποίος, επιπλέον, ευθυγραμμιζόμενος με τη ναζιστική παράδοση, θεωρεί την Αυστρία αναπόσπαστο μέρος της ιστορικής επικράτειας της Γερμανίας, γεγονός το οποίο, όχι μόνο αντιβαίνει στο συνταγματικό δίκαιο της Αυστρίας, αλλά είναι αντίθετο και με την ευρωπαϊκή μεταπολεμική τάξη. Σε κάθε περίπτωση, το ακραίο εκλογικό αποτέλεσμα που εξασφάλισε τη νίκη στον Βαν ντερ Μπέλεν με την  ισχνή διαφορά του ενός τα εκατό, αναδεικνύει την επισφαλή κατάσταση στην οποία βρίσκεται η δημοκρατία της Αυστρίας.
Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε την παραμονή των κρίσιμων αυστριακών εκλογών, στο Αριστερό Φόρουμ της Νέας Υόρκης.     
 Η ακροδεξιά στην Ευρώπη παρουσιάζει τη συγκεχυμένη εικόνα ενός διασπασμένου πολιτικού κινήματος. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η άκρα δεξιά είναι διασπασμένη σε τρεις πολιτικές ομάδες, καθώς και σε έναν αριθμό ευρωβουλευτών που δεν ανήκουν σε καμιά ομάδα. Δεν συμπεριλαμβάνω, εδώ, το κυβερνητικό κόμμα Fidesz της Ουγγαρίας το οποίο, δίχως αμφιβολία, είναι κόμμα της ριζοσπαστικής δεξιάς, παρότι ανήκει στην ομάδα των συντηρητικών, ΕΡΡ (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα).
Εκσυγχρονισμένα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα
Είναι απαραίτητο να διακρίνουμε το νεοναζισμό από τα κόμματα της εκσυγχρονισμένης ριζοσπαστικής δεξιάς που καταφέρνουν στις μέρες μας να συγκεντρώνουν το 20-30% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο. Δεν μπορούμε, έτσι απλά, να αποκαλούμε αυτά τα σύγχρονα κόμματα φασιστικά. Καταρχάς και κυρίως, γιατί η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται έτσι απλά και κατά δεύτερον, για τον πολιτικό λόγο ότι η έννοια φασισμός στην Ευρώπη παραπέμπει στο ναζισμό και τα τερατώδη εγκλήματά του. Επομένως, θα ήταν λάθος και άστοχο να χαρακτηρίσουμε συλλήβδην φασιστικό ένα εκλογικό σώμα που ισοδυναμεί με το ένα τρίτο του πληθυσμού, και για τον μείζονα λόγο ότι τα εν λόγω κόμματα θα ισχυρίζονται πάντα το αντίθετο.
Εδώ όμως, πρέπει να διατυπώσουμε μια σημαντική θεωρητική επιφύλαξη: οι παρατηρήσεις των συγχρόνων που βίωσαν την άνοδο του φασισμού τη δεκαετία του 1920, όπως για παράδειγμα των Άρθουρ Ρόζενμπεργκ, Αντόνιο Γκράμσι, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Ότο Μπάουερ, Καρλ Πολάνυι, κ.ά., θυμίζουν, όντως, ανησυχητικά αυτό που η σύγχρονη πολιτική επιστήμη ορίζει ως δεξιό λαϊκισμό. Πιο συγκεκριμένα:        
·        Η «αντισυστημική» ρητορική,    
·        Η αυταρχική αντίληψη για την κοινωνία και
·        Ο εθνικός εθνικισμός (ξενοφοβία, ρατσισμός και αντιευρωπαϊσμός) που συνοδεύεται από
·        Κοινωνικό σοβινισμό (που σημαίνει ότι το κοινωνικό κράτος πρέπει να αφορά αποκλειστικά και μόνο τα εθνικά μέλη του).
Επομένως, τι συμβαίνει στην Ευρώπη;
Το κλειδί εδώ είναι η κρίση των ευρωπαϊκών δημοκρατιών, όπως την κατέδειξε πολύ πρόσφατα η απόφαση του Φρανσουά Ολάντ να εφαρμόσει ένα νέο αντιδραστικό εργασιακό νόμο, παρακάμπτοντας την κυβέρνηση και χρησιμοποιώντας έκτακτες εξουσίες.
Η ερμηνεία της ανόδου της ριζοσπαστικής δεξιάς ως φαινομένου που απαντάται στις απογοητευμένες και μπερδεμένες κατώτερες τάξεις και εξαπλώνεται στην κοινωνία από τα κάτω προς τα πάνω, αποτελεί υπεραπλούστευση. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι τα δεξιά ριζοσπαστικά κόμματα διεισδύουν σε προλεταριακά, πρώην σοσιαλδημοκρατικά εκλογικά σώματα. Όμως, τα συμπεράσματα αυτά παραμένουν μεροληπτικά, στο βαθμό που οι δημοσιευμένες έρευνες δεν περιλαμβάνουν την κατανομή των ψήφων και σε άλλα στρώματα του εκλογικού σώματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα επιτυχημένα ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα διαπερνούν τις ταξικές διαιρέσεις, ενώ η κομματική τους επιρροή κατανέμεται περίπου ισότιμα σε μια ευρεία γκάμα κοινωνικών τάξεων.  
Οι Ευρωπαίοι νιώθουν όλο και περισσότερο άβολα με τις δημοκρατίες τους. Σύμφωνα με το φθινοπωρινό Ευρωβαρόμετρο, το 62% των Ευρωπαίων πιστεύουν ότι τα πράγματα έχουν πάρει λάθος κατεύθυνση: 48% δηλώνουν ότι δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις τους και 43% ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τις δημοκρατίες τους. Αυτό δεν είναι νέο. Τα διαθέσιμα στοιχεία υπαγορεύουν ότι η διαδικασία διάβρωσης είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990. Το νέο, όμως, είναι ότι η δυσφορία αυτή συγκλίνει τώρα με τη συνεχιζόμενη οικονομική και κοινωνική κρίση.
Ο Γκράμσι μιλούσε, τη δεκαετία του 1920, για ένα ‘interregnum’ από το οποίο αναδύθηκε ο φασισμός, ως συνθήκη κατά την οποία «οι μεγάλες μάζες αποκόβονται από τις παραδοσιακές ιδεολογίες τους και δεν πιστεύουν πλέον σε ότι πίστευαν στο παρελθόν». Αυτό αποτελεί συνέπεια της αποτυχίας του νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή, -και εδώ θα αναφερθώ σε ένα κείμενο του 1944, του Καρλ Πολάνυι-, της «κατάρρευσης του «ουτοπικού εγχειρήματος» κατασκευής κοινωνιών και διεθνών σχέσεων στη βάση ενός ‘αυτορρυθμιζόμενου συστήματος της αγοράς’».
Ο αντιευρωπαϊσμός ενοποιεί τη ριζοσπαστική δεξιά
Είδαμε, μετά τις εκλογικές νίκες του Fidesz στην Ουγγαρία και του κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης στην Πολωνία, ότι τα εν λόγω κόμματα δεν επιδιώκουν απλώς να αλλάξουν τους πολιτικούς συνασπισμούς εντός του κοινοβουλίου, αλλά πασχίζουν να στρέψουν τα κράτη σε πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Οι λόγοι της ανόδου τους είναι σύνθετοι. Στην κρίση, την επισφάλεια και το φόβο των μεσαίων τάξεων ότι θα απολέσουν τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας που είχαν, ας προσθέσουμε  και τη φθορά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η απογοήτευση που προκαλούν οι παραπάνω παράγοντες, όταν η αριστερά δεν είναι σε θέση να την ισοσκελίσει μέσω μιας πειστικής ριζοσπαστικής εναλλακτικής πρότασης, ωθεί πολύ εύκολα τον κόσμο στην αγκαλιά της ριζοσπαστικής δεξιάς. 
Αυτά τα φαινόμενα επηρεάζουν όλη την Ευρώπη. Παραδόξως, όσο έντονα η ριζοσπαστική δεξιά της Ευρώπης διασπάται από ανταγωνιστικούς εθνικισμούς, άλλο τόσο (έντονα) είναι ενωμένη πολιτικά από έναν ισχυρό αντιευρωπαϊσμό. Από τη συνθήκη της Λισαβόνας και μετά, η ΕΕ δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια οικονομική και νομισματική ένωση, αλλά και ένα σύστημα θεσμοποιημένων πολιτικών σχέσεων μεταξύ κρατών και εθνών, οι οποίες απορρέουν και από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τη νίκη του καπιταλισμού την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Η άνοδος του εθνικισμού αποτελεί δείκτη της δραματικής επιδείνωσης των εθνικών σχέσεων στην Ευρώπη, ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, το Βορρά και το Νότο, τη Γερμανία και τη Γαλλία κ.τ.λ.. Η επιδείνωση αυτή είναι ένα από τα καταστροφικά αποτελέσματα των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται από την ΕΕ πάνω από μια δεκαετία. Επομένως, αν δε σταματήσει η λιτότητα, ή αν δε δημιουργήσουμε ένα ευρύ πανευρωπαϊκό κίνημα κατά της λιτότητας, δεν θα μπορέσουμε να αναχαιτίσουμε τον εθνικισμό.  
Τέσσερα είναι τα πολιτικά διακυβεύματα που αφορούν τη ριζοσπαστική αριστερά:
1. Είναι αλήθεια ότι το αποφασιστικό πεδίο μάχης (και για την ακροδεξιά) είναι η καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας και της ανεργίας των νέων, ειδικά στη Νότια Ευρώπη. Αυτό απαιτεί μια νέα επενδυτική πολιτική, την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και μια κοινωνικοοικονομική μετατόπιση προς την κατεύθυνση της αλληλέγγυας οικονομίας, όχι μόνο εντός των κρατών μελών, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 
2. Το άλλο πεδίο μάχης είναι η προάσπιση της δημοκρατίας. Η αξίωση της ριζοσπαστικής δεξιάς να πάρει την εξουσία αποτελεί πραγματική απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία η οποία απειλείται ταυτόχρονα (και εδώ τα πράγματα περιπλέκονται) και από τις μεταδημοκρατικές πρακτικές των πολιτικών ελίτ στα ευρωπαϊκά κράτη μέλη και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα εκδημοκρατιστεί ή θα διαλυθεί, δηλαδή, θα αντικατασταθεί από ένα σύστημα κρατών με ανταγωνιστικούς εθνικισμούς που θα θέσουν ξανά σε κίνδυνο την ειρήνη στην Ευρώπη.   
3. Ο εθνικισμός αποτελεί και τη στρεβλή προβολή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και την έκφραση μιας ελλειμματικής δημοκρατίας. Η αριστερά δεν θα πρέπει να παγιδεύεται στο ψευτοδίλημμα της απόφασης μεταξύ του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και της ευρωπαϊκής ενότητας αλλά, τουναντίον, να προτείνει ένα πρόγραμμα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα εγγυάται τη δημοκρατία σε επίπεδο Ευρώπης, ενώ ταυτόχρονα θα σέβεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των κρατών-μελών.      
4.  Τέλος, υπάρχει και ένας άλλος παράγοντας σε αυτή την ευρωπαϊκή κρίση. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ως σύνολο είναι απροετοίμαστες για τον Μεγάλο Μετασχηματισμό που είναι σε εξέλιξη και που θα αλλάξει το ρόλο της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο κόσμος, που ενημερώνεται από την τηλεόραση και το διαδίκτυο, τρομάζει με αυτή την προοπτική, γιατί δεν κατανοεί τις κοινωνικές διεργασίες που τη δημιουργούν.
Αλλά, αυτό παραπέμπει στο γενικότερο αγώνα για έναν ‘νέο κοινό νου’ όπως έγραφε ο Αντόνιο Γκράμσι, χωρίς τον οποίο η πρόοδος είναι αδύνατη και η επαναφορά στον πρωτογονισμό μη αναστρέψιμη, γεγονός που συνιστά στόχο των ακροδεξιών κομμάτων.

Παρουσίαση στο Αριστερό Φόρουμ του 2016, στο πάνελ: Capitalisms Right Turn: From Far Right Populism to Authoritarian Neoliberal State (Η δεξιά στροφή του καπιταλισμού: από τον ακροδεξιό λαϊκισμό στο αυταρχικό νεοφιλελεύθερο κράτος), στις 21 Μαΐου 2016.

Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου