Η Ακροδεξιά στην Ευρώπη

Εγκαινιάζουμε στην ιστοσελίδα μας τη θεματική εστίαση στη “Ριζοσπαστική, Άκρα και Λαϊκιστική Δεξιά”: Μπορούν τα ακροδεξιά κόμματα με εθνικιστική και λαϊκιστική ατζέντα να έρθουν στην εξουσία ακόμα και στα μεγάλα κράτη της ΕΕ; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της πρόκλησης που αυτά αποτελούν για την Αριστερά;

    Στις τελευταίες ευρωπαϊκές εκλογές, σε τρεις χώρες (Μεγάλη Βρετανία, Δανία και Γαλλία) αναδείχθηκαν σε πρώτη δύναμη ριζοσπαστικά δεξιά εθνικιστικά κόμματα. Ο αριθμός των δεξιών εθνικιστών ευρωβουλευτών τετραπλασιάστηκε. Αυτοί ανήκουν σε διαφορετικές ομάδες του ευρωκοινοβουλίου, ενώ ένας σημαντικός αριθμός δεξιών ριζοσπαστικών και νεοφασιστών βουλευτών δεν εντάχθηκε σε ευρωομάδες και το ουγγρικό ΦΙΝΤΕΖ (FIDESZ), παρ ότι έχει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά ενός δεξιού ριζοσπαστικού κόμματος, βρήκε τη θέση του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα.

    Ο όρος “ριζοσπαστική Δεξιά” είναι πολύ αόριστος, δεδομένου ότι αναφέρεται σε ένα φάσμα που περιλαμβάνει κόμματα νεοναζιστικά, αλλά και κάποια δεξιά που έχουν αλλάξει τον τρόπο που εμφανίζονται και εκφράζονται έτσι ώστε να είναι αποδεκτά από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.

    Η ιστορική εμπειρία της Αριστεράς στην αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς είναι σημαντική και εκτεταμένη. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην παράβλεψη των νέων δεδομένων.

    Δεν υπάρχει κάποιος σύγχρονός μας που να έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να περιγράψει το πλαίσιο της ανόδου της ακροδεξιάς και της καπιταλιστικής κρίσης πιο καθαρά από όσο ο Καρλ Πολάνι. Στο βασικό του έργο , Ο μεγάλος μετασχηματισμός, έγραφε ότι ο σοσιαλισμός και ο εθνικισμός έχουν τις ρίζες τους στον καπιταλισμό που βρίσκεται σε κρίση. Και οι δύο αντίδραση στην κατάρρευση της “ουτοπικής επίπονης προσπάθειας” κατασκευής κοινωνιών και διεθνών σχέσεων στη βάση ενός “αυτορυθμιζόμενου αγοραίου συστήματος”.[1]

    Σήμερα, η αύξηση της εκλογικής δύναμης των ακροδεξιών κομμάτων συχνά εξηγείται με έναν απλουστευτικό τρόπο ως διαμαρτυρία των απογοητευμένων κατώτερων τάξεων. Όμως, τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ακροδεξιά κόμματα σε πολλές χώρες είναι δημοφιλή και στα μεσαία στρώματα, ενώ επεκτείνονται ακόμα και σε ομάδες υψηλού εισοδήματος.

    Επιπλέον, η ακροδεξιά ριζοσπαστική σκέψη είναι πιο κοντά στο νεοφιλελεύθερο zeitgeist από όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όπως γράφει ο ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Κας Μούντε, πρόκειται για μια “παθολογία της κανονικότητας” παρά για μια “κανονική παθολογία”.

     

      Τι είναι ο λαϊκισμός;

    Μεταξύ των δεξιών ριζοσπαστικών κομμάτων με λαϊκιστικές προσεγγίσεις που έχουν μια αξιόλογη δύναμη σε διάφορες χώρες, περιλαμβάνονται το Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, το Εθνικό Μέτωπο, το Λαϊκό Κόμμα στη Δανία, η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, οι Σουηδοί Δημοκράτες, οι Αληθινοί Φινλανδοί, το PVV στην Ολλανδία και το Κόμμα της Ελευθερίας στην Αυστρία. Όλα αυτά τα κόμματα θεωρούνται σήμερα τυπικά λαϊκιστικά.

    Στην πολιτική επιστήμη η έννοια του λαϊκισμού αρχικά αφορούσε τα αυταρχικά κινήματα που επικαλούνται το “λαό”. Σύντομα έγινε φανερό ότι, όσο δεν γινόταν προσπάθεια διατύπωσης ενός πιο ακριβούς ορισμού, η έννοια μετατρεπόταν σε μια επιθετική λέξη, με την οποία χαρακτηρίζονταν διάφορα πολιτικά κινήματα που είχαν αντίθετες επιδιώξεις μεταξύ τους.

    Η Αριστερά και η αριστερή φιλελεύθερη πολιτική επιστήμη έχει σημαντικές δυσκολίες με το φαινόμενο του λαϊκισμού. Για παράδειγμα, η βρετανίδα πολιτική επιστήμονας Μάργκαρετ Κάνοβαν παρατηρεί ότι “το αιώνιο σύνθημα των λαϊκιστών” είναι ότι “οι πολιτικοί και οι ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος έχουν υποκλέψει ένα μέρος της λαϊκής εξουσίας,”, κάτι που φυσικά δεν είναι εντελώς ψευδές.

    Συνεπώς, ο λαϊκισμός προκύπτει πάντοτε από το χάσμα που υπάρχει σε μια δημοκρατία μεταξύ υποσχέσεων και πραγματοποίησής τους.

    Εκκινώντας από αυτό το χάσμα μεταξύ υπόσχεσης και πραγματικότητας, ο λαϊκισμός εκφράζει έναν βαθύτερο δομικό ανταγωνισμό των καπιταλιστικών κοινωνιών, αυτόν μεταξύ της υποτιθέμενης ισότητας που είναι ο στόχος της δημοκρατίας και της υπαρκτής ανισότητας που αναπαράγει συνεχώς η ιεραρχική οικονομική τάξη. Ο λαϊκισμός είναι, λοιπόν, σύμπτωμα της δυσκολίας να διατηρηθεί η διαμεσολάβηση μεταξύ αυτών των δύο αντιτιθέμενων στοιχείων της πραγματικότητας του καπιταλισμού. Έτσι, η ενίσχυσή του είναι σημάδι μιας σοβαρής κρίσης της δημοκρατίας.

    Ο Κας Μούντε προσπάθησε επίσης να απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με την έννοια του λαϊκισμού. Κατ’ αυτόν, η συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων που αποκαλούνται “λαϊκιστικά, δεξιά ριζοσπαστικά”, έχουν “έναν ιδεολογικό πυρήνα πρωτογονισμού, αυταρχισμού και λαϊκισμού”. Το τελευταίο, παρατηρεί, “θεωρεί ότι η κοινωνία εν τέλει διακρίνεται σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, “τον απλό λαό” και την “διεφθαρμένη ελίτ”.[2]

    Υπάρχει μια εντυπωσιακή ομοιότητα, που σε κάνει να μην πιστεύεις στα μάτια σου, μεταξύ όσων συμβαίνουν σήμερα και εκείνων που διαβάζει κανείς ότι έγιναν τις δεκαετίες του1920 και του 1930: Ο Πολάνι παρατήρησε συμπτώματα υφέρποντος φασισμού στην “κριτική του κομματικού συστήματος”, καθώς και σε μια γενική απαξίωση του “καθεστώτος” ή όπως αλλιώς αποκαλείται η υπάρχουσα δημοκρατική πολιτειακή διάρθρωση.

    Επιπλέον, ο σημερινός λαϊκιστικός λόγος ξενίζει με την προκλητική, ορισμένες φορές επιθετική γλώσσα που σπάει τα ταμπού. Αυτός ο μη πολιτικά ορθός λόγος εμφανίζεται ως αντίθετος στον κυρίαρχο.

    Η αντίφαση βρίσκεται στο εξής: Παρά την επαναστατική τους ρητορική, οι λαϊκιστές είναι εκπληκτικά κομφορμιστές και συντηρητικοί στα βασικά κοινωνικά ζητήματα. Για παράδειγμα, το Εθνικό Μέτωπο ουδόλως είναι αντίθετο στις πολιτικές λιτότητας. Αντίθετα, τις προτείνει για μια απροσδιόριστη χρονική περίοδο με στόχο την επίτευξη ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, όχι για να σωθεί το ευρώ και την Ευρώπη, αλλά το κράτος και το έθνος.

    Αυτό είναι το κλειδί για να κατανοήσει κανείς τι είναι πράγματι ο λαϊκισμός. Δεν είναι να μιλάς στο λαό με λαϊκή γλώσσα, κάτι που εν πάση περιπτώσει έχει πολύ μικρή σημασία.

    Στο βαθμό που ο λαϊκισμός είναι επαναστατικός, αφορά την απείθεια απέναντι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Αυτό που συστηματικά μπερδεύει η πολιτική επιστήμη είναι ότι ο λαϊκισμός είναι μια συντηρητική απείθεια η οποία, ακριβώς όπως η συντηρητική απείθεια του πρώιμου φασισμού, ενυπάρχει σε ένα πρόγραμμα αντίθετο προς τα αντίστοιχα φιλελεύθερα ή αριστερά προγράμματα.

     

      Από το νεοφιλελευθερισμό στον κοινωνικό σωβινισμό

    Στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής, τα πετυχημένα λαϊκιστικά κόμματα κολυμπούσαν, μερικά χρόνια πριν, στο νεοφιλελεύθερο κυρίαρχο ρεύμα, σύμφωνα με το οποίο π.χ. το κοινωνικό κράτος συνδέεται με ένα διεφθαρμένο σύστημα που αποκοιμίζει το λαό με την ψευδαίσθηση “ότι πληρώνοντας φόρους εξαργυρώνει την παραίτησή του από κάθε αίσθηση υπευθυνότητας”, όπως είπε ο αυστριακός λαϊκιστής πολιτικός, Γιοργκ Χάιντερ.[3] Αυτές οι απόψεις βρήκαν εύφορο έδαφος κυρίως σε κράτη, σαν την Αυστρία΄, στα οποία το πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την ισχυρή διασύνδεση κομμάτων, ομάδων συμφερόντων και δημόσιας οικονομίας.

    Στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, σχεδόν όλα τα λαϊκιστικά κόμματα υπέστησαν μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση. Ο, αρχικά νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού, χαρακτήρας του προγράμματός τους αντικαταστηθηκε από ένα “νεο-κοινωνικό λόγο”.

    Στην πραγματικότητα, δεν πρόσθεσαν απλώς κοινωνικά αιτήματα στα προγράμματά τους, αλλά υιοθέτησαν μια μάχιμη θέση από την οποία θέλουν να ανατρέψουν τον τρόπο πρόσληψης της κοινωνικής πολιτικής που είχε επικρατήσει μέχρι σήμερα, ο οποίος διαμορφώθηκε από τα συνδικάτα και την Αριστερά.

    Το Εθνικό Μέτωπο, για παράδειγμα, θέλει να αποκαταστήσει το σύστημα υγείας της Γαλλίας με την προνομιακή μεταχείριση των Γάλλων σε σχέση με τους ξένους. Ορισμένοι πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότι ο συνδυασμός “αριστερών θέσεων” στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής με παραδοσιακά δεξιά επιχειρήματα αποτελεί ένδειξη της “υπέρβασης μιας σαφούς διάκρισης μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς[4] που οφείλεται στον λαϊκιστικό λόγο.

    Αλλά το πρόγραμμα του Εθνικού Μετώπου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ταλαντεύεται μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Τα βασικά κεφάλαια του προγράμματος αυτού του κόμματος για τις εκλογές του 2014 φέρουν τους τίτλους “το κύρος του κράτους”, “το μέλλον του έθνους”, “η κοινωνική ανοικοδόμηση” και “η επανίδρυση της δημοκρατίας”. Αυτό είναι το πρόγραμμα. Το κράτος δεν προέρχεται από το έθνος, το οποίο στηρίζεται στην κοινωνία, όπως επί Διαφωτισμού. Συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο: το κράτος προηγείται τόσο του έθνους όσο και της κοινωνίας, είναι υπερκείμενο.

    Ο “σωβινισμός της ευημερίας” δεν έχει στόχο απλώς να δημιουργήσει νέες διαιρέσεις στις κοινωνίες, αλλά είναι και το σχέδιο για την αναδιάταξη του εθνικού σώματος, που εφαρμόζεται από πάνω προς τα κάτω.

    Οι λαϊκιστές δεν θέλουν να μοιραστούν την εξουσία τους με κανέναν, ούτε καν με τον λαό. Ο στόχος τους είναι να εκπροσωπήσουν το λαό με ένα νέο τρόπο. Αυτός ο νέος τρόπος εκπροσώπησης του λαού βασίζεται στην άμεση και αποκλειστική σχέση μεταξύ του χαρισματικού αρχηγού και αυτών που τον ακολουθούν. “Το {αυταρχικό} αρχηγικό σύστημα παρουσιάζεται ως μια μορφή κράτους που είναι σε επαφή με το λαό, γιατί υποτίθεται ότι μόνο ο αρχηγός είναι σε θέση να πραγματώσει τη θέληση του λαού”. [5] Ακόμα και όταν δεν λέγεται έτσι ακριβώς, η μορφή του κράτους που εξυπηρετεί αυτόν τον στόχο δεν είναι η δημοκρατία αλλά η δικτατορία, η διακυβέρνηση της οποίας γίνεται στη βάση της αρχής “αυτοί που είναι εναντίον του αρχηγού είναι εναντίον του λαού”.[6]

    Σήμερα τα λαϊκιστικά κόμματα στοιχίζονται στην Ευρώπη πίσω από τις σημαίες του εθνικισμού και της αντίθεσης στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

      Μπορούν οι δεξιοί λαϊκιστές να έρθουν στην εξουσία στην Ευρώπη;

    Είναι πιθανόν τα δεξιά ριζοσπαστικά κόμματα να έρθουν στην εξουσία στα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη; Το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν στη Γαλλία έλαβε την πρώτη θέση στις εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο. Οι πιθανότητες της Μαρίν Λεπέν να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2017 δεν είναι λίγες με δεδομένη την κρίση στη γαλλική κοινωνία και τις δυσκολίες της Αριστεράς.

    Όμως, η επιτυχία των κομμάτων αυτών εξαρτάται από πιο θεμελιώδεις κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες και “εντάσσεται στην κρίση του κυρίαρχου ιδεολογικού λόγου, ο οποίος με τη σειρά του είναι μέρος της γενικής κρίσης της κοινωνίας”.[7]

    Σε μια κατάσταση κρίσης, ισχυρίζεται ο αργεντίνος πολιτικός επιστήμονας Ερνέστο Λακλάου “μια τάξη ή μερίδα τάξης μπορεί, με στόχο να κερδίσει την ηγεμονία”, να αποφασίσει “να απευθυνθεί σε όλο το “λαό” [8], επιδιώκοντας με την κινητοποίησή του μια νέα μορφή διακυβέρνησης που θα μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα τρέχοντα προβλήματα.

    Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι η Ευρώπη βαδίζει, με μεγάλη ταχύτητα, προς μια κοινωνική και πολιτική κρίση.

     

      Εθνικισμός στην Ευρώπη

    Ο αυταρχικός κολλεκτιβισμός και η εθνικιστική διαμερισματοποίηση καλύπτουν σήμερα το χάσμα που άφησαν από την έναρξη της κρίσης ο νεοφιλελεύθερος ατομικισμός και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σε μια δραματικά οξυμένη κατάσταση, το ερώτημα είναι αν οι δεξιοί ριζοσπάστες λαϊκιστές είναι σε θέση να υποσχεθούν μια πολιτική σταθεροποίηση των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων (όπως υποσχέθηκε κάποτε ο Χίτλερ στο γερμανικό μεγάλο κεφάλαιο).

    Μπορεί ο εθνικισμός να είναι ακόμα σήμερα το όπιο του λαού, προσομοιώνοντας την κοινωνική ολοκλήρωση με την ενίσχυση της εθνικής κοινότητας απέναντι σε εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς; Και αν ο δεξιός λαϊκισμός είναι μια κυβερνητική επιλογή σε διάφορες ισχυρές χώρες, μπορεί ο εθνικισμός που εκπροσωπεί να οδηγήσει στην αλλαγή των διακρατικών σχέσεων στην Ευρώπη;

    Από τη μια πλευρά, αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν σε κάποιες από αυτές τις χώρες η εθνικιστική επιλογή κέρδιζε την αποδοχή στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης και εξαφάνιζε τους πολιτικούς του ανταγωνιστές. Τότε ίσως υπήρχε μια κατάτμηση της Ένωσης σε διαφορετικά μπλοκ, το ισχυρότερο εκ των οποίων θα αυτό γύρω από το οικονομικό και κοινωνικό κέντρο της Ευρώπης, τη νέα ενωμένη Γερμανία, το οποίο θα ασκούθσε μια περισσότερο ή λιγότερο ήπια ηγεμονία στο σύνολο της ηπείρου.

    Από την άλλη πλευρά, όπως φάνηκε από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει επίσης η δυνατότητα να έρθουν στην εξουσία κόμματα που αρνούνται να δεχθούν τις πολιτικές λιτότητας στις οποίες εμμένουν οι θεσμοί της ΕΕ. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, το πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν μια κρίση των ευρωπαϊκών θεσμών τα αποτελέσματα της οποίας είναι δύσκολο να προβλεφθούν.

    Η Ευρώπη είναι σε σταυροδρόμι και οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν σε ορισμένα κράτη σε επίπεδο ΕΕ θα καθορίσουν την πορεία της για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο αγώνας δεν θα γίνεται πια στα περιθώρια του πολιτικού φάσματος αλλά θα αφορά την πλειοψηφία και το κέντρο της κοινωνίας.


    Ομιλία στη διάσκεψη των εκδοτών του περιοδικού Socialist Register 2016, Πανεπιστήμιο Γιορκ Τορόντο, 17.2.2015 

    Notes:

    1. Polanyi, The Great Transformation: The Political and Economic Origins of Our Time, Beacon Press; Boston, 2002 (1944), p. 31.

    2. Cas Mudde, The Far Right and the European Elections, Current history Magazine 03/2014, http://works.bepress.com/cas_mudde/75. “Ο πρωτογονισμός είναι ένας συνδυασμός εθνικισμού και ξενοφοβίας, που υποστηρίζει ότι μια χώρα πρέπει να κατοικείται αποκλειστικά από μέλη της γηγενούς ομάδας (“το έθνος”) και ότι τα μη γηγενή στοιχεία (πρόσωπα και ιδέες) απειλούν ουσιωδώς το ομογενές έθνος-κράτος.

    3. Jörg Haider, Die Freiheit, die ich meine – Das Ende des Proporzstaates. Plädoyer für die Dritte Republik, Frankfurt am Main and Berlin 1993, p. 153.

    4. Susanne Frölich-Steffen, Populismus im Osten und im Westen, in Ellen Bos and Dieter Segert, eds, Osteuropäische Demokratien als Trendsetter? Parteien und Parteiensysteme nach dem Ende des Übergangsjahrzehnts, Budrich: Opladen, 2008, p. 315.

    5. Hans-Henning Scharsach, Rückwärts nach rechts – Europas Populisten, Vienna 2002, pp. 212 f.

    6. Scharsach, Rückwärts nach rechts – Europas Populisten,  p.213.

    7. Laclau, Politics and Ideology in Marxist Theory, p. 153.

    8. Laclau, Politics and Ideology in Marxist Theory, p. 153.