Ευρήματα “κοινωνικής επιτήρησης”στην Ουγγαρία

Το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς προχώρησε στη χαρτογράφηση της κοινωνικής κατάστασης σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Τον Απρίλιο ήταν η σειρά της Ουγγαρίας, μιας από τις λεγόμενες μετακομμουνιστικές χώρες. Ο συντάκτης, ο οποίος ζει στην Πράγα, εκμεταλλέυτηκε την ευκαιρία προκειμένου να συγκρίνει την ουγγρική πραγματικότητα με την κατάσταση στην Τσεχία.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, ποιοτικά, η κατάσταση στην Ουγγαρία είναι μάλλον παρόμοια με αυτή άλλων μετακομμουνιστικών χωρών. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην εθνική όψη των πραγμάτων και στην επίλυση προβλημάτων και κοινωνικών εντάσεων με την κατίσχυση των οργάνων της εξουσίας. Η χώρα είναι περισσότερο ευρωσκεπτικιστική και αρνητική στις υπαγορεύσεις των “ευρωισχυρών”, αλλά είναι επίσης αυστηρά αντικομμουνιστική και αντισοσιαλιστική. Γίνεται επίσης αισθητή μια σειρά από ιστορικές μνήμες και παραδόσεις. Τα πράγματα κινούνται προς μια περισσότερο απολυταρχική κοινωνία, που λειτουργεί προς όφελος ενός συγκεκριμένου τμήματος του πληθυσμού – ομολογουμένως σχετικά μεγάλου. Αυτό το τμήμα δίνει στο καθεστώς μακροπρόθεσμη, σταθερή πλειοψηφική υποστήριξη (που εξακολουθεί να εξασφαλίζει στο FIDESZ μια εκλογική νίκη με ποσστό της τάξης του 50% σε αντίθεση με τους Σοσιαλιστές, που έχουν τη μισή εκλογική δύναμη, και το λαϊκιστικό, φασιστικό JOBIK που έχει το ένα έκτο).
Όλα τα κόμματα που συνάντησα επέκριναν την κυβέρνηση του FIDESZ και έδωσαν παραδείγματα  της επιδείνωσης της κατάστασης επί των ημερών της. Όμως οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης είναι πολιτικά ποικίλες και το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχουν περισσότερα που τους ενώνουν από την αντικυβερνητική τους στάση.
Το Βινάρ της Δυτικής Ουγγαρίας που επισκέφθηκα μοιάζει να είναι ένα συνηθισμένο χωριό. Έχει 243 κατοίκους (στους οποίους περιλαμβάνονται δύο οικογένειες Ρομ) και ετήσιο προϋπολογισμό 26 εκατομμύρια φιορίνια. Δουλειές υπάρχουν μόνο στη γεωργία (βοοειδή, παραγωγή γάλακτος) και ένα μεγάλο τμήμα των κατοίκων εργάζεται για πολύ χαμηλούς μισθούς, που δεν καλύπτουν το κόστος ζωής. Υπάρχουν επίσης πέντε επίσημα δηλωμένοι άνεργοι και 14 άνθρωποι που λαμβάνουν επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Η κοινότητα δεν μπορεί να προχωρήσει σε ααπτυξιακές επενδύσεις, ή ακόμη και στην απλή αναπαραγωγή της υπάρχουσας κατάστασης. Οικονομικά, ζει από το παρελθόν (συμπεριλαμβανομένου και του κομμουνιστικού παρελθόντος) και γίνεται σταδιακά φτωχότερη, ενώ οι νέοι φεύγουν να βρουν δουλειά σε άλλες περιοχές ή στο εξωτερικό. Τα επίπεδα εγκληματικότητας πάντως είναι χαμηλά. Παρότι η άμεση κατάσταση δεν είναι εξαιρετικά προβληματική, αν δεν υπάρξουν αλλαγές στο υπάρχον σύστημα, θα προκύψουν μακροπρόθεσμα σοβαρά προβλήματα.
Υπάρχουν και άλλα μέρη στην Ευρώπη (κυρίως στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη) σε παρόμοια κατάσταση, ακόμα και σε σχέση με το επίπεδο φτώχειας, το καθένα φυσικά με συγκεκριμένα εθνικά χαρακτηριστικά αλλά και με μια κοινή ενίσχυση των κοινωνικών εντάσεων.  
Εκτός από τα “εθνικά ζητήματα”, η ουγγρική πραγματικότητα διαφέρει από την τσέχικη ως προς τη χρήση σκληρών μεθόδων επιβολής της εξουσίας αλλά και τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να “συμμορφωθούν”, καθώς οι δημοκρατικές αρχές και μέθοδοι διακυβέρνησης παραμερίζονται. Αντίθετα, στην Τσεχία χρησιμοποιούνται ηπιότερα μέσα.
Στην Ουγγαρία αποτελεί πια καθεστώς ο αποκλεισμός ορισμένών ομάδων του πληθυσμού με βάση τα κοινωνική ή τα εθνοτικά τους χαρακτηριστικά, και μάλιστα με τη συναίνεση ενός σημαντικού ποσοστού των πολιτών. Με τον δικό του τρόπο, το κράτος συνεχίζει να “τιμωρεί” τους “αποτυχημένους” και να περιορίζει τα ανθρώπινά τους δικαιώματα. Παρ’ όλα αυτά, εφαρμόζει επίσης ένα είδος “κοινωνικής” πολιτικής προς όφελος ενός μέρους τους. Παρουσιάζεται ως ο προστάτης των ουγγρικών εθνικών συμφερόντων, που έρχονται αντιμέτωπα με “μοχθηρές” παγκοσμιοποιημένες δυνάμεις.
Στην Ουγγαρία, όπως και στην Τσεχία, υπάρχει διαφθορά, πελατειακές σχέσεις, όπως επίσης και χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων και ιδρυμάτων που συνδέονται με την συνδέονται με την κυβερνώσα ελίτ,. Η κοινωνική πρόνοια προς την κατώτερη τάξη αποτελεί περισσότερο αντικείμενο φιλανθρωπίας (από την εκκλησία και κοινωνικές οργανώσεις) παρά κρατική μέριμνα, κάτι που προφανώς από αριστερή σκοπιά δεν αποτελεί στρατηγική λύση. Θα μπορούσαν να αναφερθούν σοκαριστικά παραδείγματα φτώχειας, η οποία υπάρχει και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Παράλληλα μπορεί κανείς να δει την αύξηση της επιρροής της εκκλησίας στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς και γενικότερα. Αυτό όμως ου κυρίως δείχνει η ουγγρική περίπτωση είναι ότι οι πολίτες στις μετακομμουνιστικές χώρες είναι περισσότερο διατεθειμένοι να υποχωρήσουν στα αιτήματά τους για δημοκρατία,  με αντάλλαγμα μεγαλύτερη κοινωνική ασφάλεια (ή τουλάχιστον την υπόσχεσή της). Και για να το πετύχουν θυσιάζουν ορισμένες ομάδες του πληθυσμού καθώς και τα δικαιώματα και τις συνθήκες διαβίωσής τους.
Όλα αυτά μαρτυρούν την ανάγκη για μια πιο ενεργητική έρευνα προκεμένου να βρεθούν διέξοδοι από την κοινωνικο-πολιτική κρίση στις μετακομμουνιστικές κοινωνίες. Είναι σημαντικό ότι στις συζητήσεις μας με τους κατοίκους δεν αναφέρθηκε καμιά από τις πρωτοβουλίες με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Αριστερά προσπαθεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων (π.χ. η Εναλλακτική Σύνοδος). Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού πρέπει να αποτελέσει το κίνητρο για περαιτέρω εξέταση του που εστιάζουν οι πολιτικές δραστηριότητες του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, του transform!, καθώς και άλλων ευρωπαϊκών αριστερών οντοτήτων.
Η φωτογραφία απεικονίζει το χωριό Βινάρ.