Ένας Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ του Μνημονίου

Η νέα ελληνική κυβέρνηση

Την προηγούμενη εβδομάδα ορκίστηκε η νέα ελληνική κυβέρνηση, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου. Τρία κόμματα, η Νέα Δημοκρατία (Συντηρητικοί, 29,66%), το ΠΑΣΟΚ (Σοσιαλδημοκράτες, 12,28%) και η Δημοκρατική Αριστερά (διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ το 2010, 6,26%) συμμετέχουν στην κυβέρνηση, όχι όμως με την ίδια ένταση. Η ΝΔ έχει 25 βουλευτές της στην κυβέρνηση, και τα υπόλοιπα 14 μέλη είναι τεχνοκράτες, πέντε προτεινόμενοι από το ΠΑΣΟΚ (μεταξύ άλλων για τα υπουργεία Περιβάλλοντος και Γεωργίας) και τέσσερις από τη ΔΗΜΑΡ (μεταξύ τους οι υπουργοί Δικαιοσύνης και Διοικητικής Μεταρρύθμισης). Στην κυβέρνηση συμμετέχουν μόλις δύο γυναίκες, μία υπουργός και μία υφυπουργός.
Το πολιτικό αδιέξοδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ και πάλι στο στόχαστρο.
Η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης δεν συνοδεύτηκε από την ανακοίνωση κάποιου ρητού και σαφούς πλαισίου δεσμεύσεων, απέναντι στους πολίτες. Στην πραγματικότητα, το μόνο για το οποίο έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση είναι πως θα προσπαθήσει να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη, με μια παράλληλη αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Θέση αρκετά αντιφατική, τόσο προς τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει διεθνώς η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέσω των αρχηγών τους, όσο και λόγω των αποτελεσμάτων της πολιτικής του Μνημονίου. Ως προς το πρώτο, είναι γνωστό πως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος έχουν υπογράψει προσωπικές δεσμεύσεις για την τήρηση του Μνημονίου, άρα δεν έχουν ούτε τη πολιτική δυνατότητα – αλλά ούτε και την επιθυμία – να αλλάξουν πολλά από την τα όσα προβλέπει η συμφωνία. Ως προς το δεύτερο, είναι σαφές πως είναι η ίδια η πολιτική του Μνημονίου που οδηγεί την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης και όχι η ακύρωσή της. Με το ΑΕΠ να πέφτει διαρκώς, το χρέος να αυξάνεται και τα δημόσια έσοδα να μειώνονται ως αποτέλεσμα της ύφεσης και παρά την αύξηση των φόρων στα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, είναι πολύ πιθανό στο μέλλον η χώρα να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις εσωτερικές της υποχρεώσεις και είτε να βγει μόνη της από την Ευρωζώνη, ώστε να μπορεί να κόψει το δικό της νόμισμα, είτε να μειώσει κι άλλο τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες και να οδηγήσει τους Έλληνες σε ένα επίπεδο διαβίωσης πολύ μακριά από το ευρωπαϊκό.

Φαίνεται, πως η νέα κυβέρνηση επικεντρώθηκε περισσότερο στην άσκηση πίεσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά στην ανάπτυξη του δικού της σχεδίου. Αφού δεν πέτυχε η προσπάθεια να χαρακτηριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα που φοβάται να αναλάβει ευθύνες, λόγω της άρνησής του να μπει στην κυβέρνηση, το επόμενο στάδιο ήταν να του ζητηθεί να συμμετάσχει σε μία «εθνική ομάδα διαπραγμάτευσης», ώστε να συμετάσχουν στη διαπραγμάτευση που θα πραγματοποιηθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, παρά το ότι διαφωνούν μεταξύ τους! Αυτή η αστεία πρόταση ασφαλώς απορρίφθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ και φάνηκε ακόμη πιο αστεία όταν τελικά οι αρχηγοί του ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ αποφάσισαν πως αφού ο νέος πρωθυπουργός δεν θα παραστεί στο Eurogroup, λόγω ενός προβλήματος υγείας, δεν θα παραστούν ούτε οι ίδιοι στη διαπραγμάτευση!
 
Η συμμετοχή της Δημοκρατικής Αριστεράς στην κυβέρνηση.
Ειδικότερα η στάση της Δημοκρατικής Αριστεράς έχει δημιουργήσει πολλά ερωτηματικά για το κατά πόσο η υποστήριξη μιας τέτοιας κυβέρνησης συνάδει με το χαρακτήρα ενός αριστερού κόμματος. Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία έχει το πιο σκληρό δεξιό και συντηρητικό προφίλ που είχε ποτέ της, έχοντας ενσωματώσει στελέχη του ακροδεξιού ΛΑΟΣ και με τον αρχηγό της να έχει ως κύριο στοιχείο στην πολιτική του ατζέντα το ζήτημα της εγκληματικότητας και της μετανάστευσης, συνδέοντας τα μόνο με τη «λύση» τους, την καταστολή, και όχι με την αιτία τους, τη φτώχεια. Δεύτερο, είναι άξιο απορίας το γιατί αφού η ΔΗΜΑΡ είχε ως σκοπό να συμμετάσχει σε μια τέτοια κυβέρνηση, γιατί δεν το έκανε από τις εκλογές του Μαΐου, όταν η NΔ είχε μικρότερο ποσοστό και η θέση της θα ήταν λιγότερο ισχυρή. Προφανώς η απάντηση είναι πως τότε η προτεραιότητα δεν ήταν να κυβερνηθεί η χώρα αλλά να πιεστεί και ο ΣΥΡΙΖΑ για να μπει στην κυβέρνηση ώστε να μην επωμισθεί η ΔΗΜΑΡ μόνη της την ευθύνη. Τρίτον, ο υπουργός οικονομίας Βασίλης Ράπανος, τον οποίο επέλεξε ο Αντώνης Σαμαράς, τοποθετούνταν επί δεκαπέντε χρόνια από το ΠΑΣΟΚ ως στέλεχος στις πιο κρίσιμες θέσεις. Είναι υποστηρικτής των συμφερόντων του τραπεζικού τομέα, ενώ πρόσφατα είχε διοριστεί πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας από τον πρώην πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Χρησιμοποιώντας μάλιστα αυτή τη θέση, έκανε μια αθέμιτη παρέμβαση στην προεκλογική περίοδο, με την δημοσίευση μιας «αντικειμενικής» έρευνας που συνέδεε ευθέως την απαρέγκλιτη τήρηση του Μνημονίου με την παραμονή στο ευρώ, συμβάλλοντας έτσι στον εκβιασμό των πολιτών. Ίσως, μετά από όλα αυτά, το ότι το 2010, χρονιά κρίσης, τα εισοδήματα του κ. Ράπανου ήταν πάνω 420.000 ευρώ, να είναι το λιγότερο σημαντικό από τα στοιχεία που θα έπρεπε να τον κάνουν απωθητικό για ένα αριστερό κόμμα.
Αλλά και ο νέος υπουργός οικονομικών που αντικατέστησε τον κ. Ράπανο μετά από λίγες μέρες λόγω του ότι και αυτό αντιμετώπισε ένα πρόβλημα υγείας, δεν θα μπορούσε με τίποτα να γίνει δεκτός από ένα κόμμα της Αριστεράς. Ο Γιάννης Στουρνάρας, είναι επί χρόνια Γενικός Διευθυντής του think tank του συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων. Έχει δηλώσει επανειλημμένως, με αυτή του την ιδιότητα, πως το Μνημόνιο πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως, ενώ την περίοδο που η Ελλάδα μπήκε στην Ευρωζώνη (με την περίφημη «δημιουργική λογιστική», δηλαδή με ψευδή στοιχεία για τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, εν γνώσει όμως των Ευρωπαίων ηγετών!) είχε κομβικό ρόλο, όντας υπεύθυνος για τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ εκ μέρους της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Τέλος, σε συνεργασία με τον αρχηγό ενός μικρού δεξιού κόμματος ο κ. Στουρνάρας είχε συστήσει το περασμένο Νοέμβριο μία ΜΚΟ με σκοπό την πώληση τμημάτων της περιουσίας του ελληνικού κράτους. Ακόμη και δέκα μέρες πριν τις εκλογές, ο Στουρνάρας, που τότε ήταν υπηρεσιακός υπουργός Ανάπτυξης, επιχείρησε να προωθήσει μια σειρά “fast track” επενδύσεων υπέρ ιδιωτών και σε βάρος του κράτους. Μετά από όλα αυτά, δεν είναι παράξενο το ότι το πρακτορείο Ρόιτερς, στην κατάταξη των πολιτικών κομμάτων της Ελλάδας σε μνημονιακά και αντι-μνημονιακά που πραγματοποίησε, δεν κατάφερε να εντάξει την ΔΗΜΑΡ σε καμία από τις δύο αυτές κατηγορίες, λόγω του αμφίσημου πολιτικού της στίγματος.
Τέλος, ένα ακόμη σοκ των πρώτων ημερών για την κυβέρνηση ήταν η αποκάλυψη πως ο νέος υφυπουργός ναυτιλίας είχε τιμωρηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την επιχειρηματική του δραστηριότητα με ένα πρόστιμο 200.000 ευρώ. Ο λόγος ήταν πως ο ίδιος και ο συνεργάτης του είχαν ιδρύσει μία off-shore εταιρεία μέσω της οποία στέρησαν έσοδα από τους μικρομετόχους τους. Η αποκάλυψη οδήγησε στην παραίτηση του υφυπουργού.
 
Οι μέρες που έρχονται, οι μάχες που μένουν να δοθούν.
Η επόμενη μέρα είναι δύσκολη για την ελληνική κυβέρνηση. Θα πρέπει να διαπραγματευτεί για να κερδίσει μία καλύτερη συμφωνία, την ίδια στιγμή που η Άγκελα Μέρκελ δηλώνει πως η έκδοση ευρωομολόγου συνιστά οικονομικό λάθος και πως η αναθεώρηση της πολιτικής του Μνημονίου θα πρέπει να περάσει “πάνω από το πτώμα της”! Το πιο σημαντικό όμως είναι πως η κυβέρνηση καλείται να αλλάξει μία πολιτική την οποία το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ την υποστηρίζουν στην πραγματικότητα πλήρως, αφού οι ίδιοι τη διαμόρφωσαν σε αγαστή συνεργασία με την Τρόικα και όχι κάτω από τη δική της επιβολή. Και η ανάγκη να αναθεωρήσουν την ίδια τους την πολιτική προκύπτει χάρη στο ότι τα πιο δυναμικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν με ελπίδα προς την Αριστερά, προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η δυναμική εναντίον του Μνημονίου που εκφράστηκε στις εκλογές ανάγκασε τα δύο – πρώην μεγάλα – κόμματα να αναζητήσουν μία νέα διέξοδο από το αδιέξοδο στο οποίο οι ίδιοι οδήγησαν τη χώρα. Και έδωσε στον ΣΥΡΙΖΑ την ευκαιρία να ξεκινήσει μια πορεία για να κάνει στο προσεχές διάστημα τις απαραίτητες μαζικές συνεδριακές διαδικασίες, ώστε μέσα στους επόμενους μήνες να μετατραπεί από μια συμμαχία σε ένα ενιαίο, μαζικό, πολυτασικό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, που θα εμπλέξει στις διαδικασίες και στις αποφάσεις του μεγάλα κομμάτια του κόσμου που τον στήριξαν, θα προσφέρει νέα υψηλά δείγματα δημοκρατίας και θα συμμετάσχει στην οργάνωση των αντιστάσεων των πολιτών απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης.
Το επόμενο διάστημα είναι σημαντικό και κρίσιμο όχι μόνο για το ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά, αλλά για όλο τον ελληνικό λαό και την εξέλιξη της ΕΕ. Πάνω από όλα όμως, είναι γοητευτικό. Γιατί μπροστά μας έχουμε έναν αγώνα για τη ζωή μας, για το μέλλον μας και για την πραγματοποίηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Και αυτοί οι αγώνες είναι από αυτούς που αξίζει κανείς να τους δίνει πιο πολύ από όλους. Γιατί είναι από τους αγώνες που γράφουν Ιστορία.