Ένα τολμηρό στοίχημα: Ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης μέσω μιας νέας Συνθήκης:

Με αφορμή τις ευρωπαϊκές εκλογές, πρέπει να παραδεχτούμε τη σχεδόν πλήρη απουσία από τον δημόσιο διάλογο, του τρόπου με τον οποίο έχουν σχεδιαστεί οι υφιστάμενοι θεσμοί της ΕΕ.

Παρότι πολλά κόμματα σε όλη την Ευρώπη αναφέρονταν, στο προεκλογικό τους πρόγραμμα, στην ανάγκη τροποποίησης των υφιστάμενων Συνθηκών της ΕΕ, το θέμα των Συνθηκών δεν συζητήθηκε σοβαρά την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας, ούτε σε ευρωπαϊκό, ούτε σε εθνικό επίπεδο. Όμως, πολλά κυρίαρχα θέματα της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας σχετίζονται με την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τις αδυναμίες της: από την αντιπαράθεση των Βρυξελών με τη Ρώμη για τον ιταλικό προϋπολογισμό του 2019, μέχρι τον άλυτο γρίφο του Brexit, την ανέφικτη γαλλογερμανική Συμφωνία του Μέσεμπεργκ (που επεδίωκε την αναζωπύρωση και εμβάθυνση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης) ή την ενδεχόμενη ένταξη της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Κροατίας στη ζώνη Σέγκεν και την Ευρωζώνη. Ακόμα και στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, οι δυνάμεις της οποίας αποτελούσαν την προμετωπίδα της διαμαρτυρίας κατά του νεοφιλελεύθερου και αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης τα τελευταία 50 χρόνια, η κριτική της αρχιτεκτονικής των θεσμών της ΕΕ, μοιάζει να μπήκε σε δεύτερη μοίρα…. Στο μεταξύ, μετά το 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η ριζοσπαστική Αριστερά συμφωνεί στις αναλύσεις της για την αρχιτεκτονική των θεσμών της ΕΕ, ως μιας καταναγκαστικής δομής που απαγορεύει την εφαρμογή οποιασδήποτε προοδευτικής κυβερνητικής ατζέντας, μέσω της επιβολής μέτρων λιτότητας και ορντοφιλελεύθερων διαρθρωτικών μέτρων.

Αυτή η απουσία από την τρέχουσα πολιτική συζήτηση, ρίχνει φως σε ένα σχέδιο που ξεκίνησε αρχικά από τον ακαδημαϊκό χώρο: το «Μανιφέστο για τον Εκδημοκρατισμό της Ευρώπης». Το κείμενο φέρει τις υπογραφές 120 πανεπιστημιακών και πολιτικών από 16 χώρες της ΕΕ και δημοσιεύτηκε, τον Δεκέμβριο του 2018, στις πιο έγκυρες ευρωπαϊκές εφημερίδες (The Guardian[1], Die Welt, Vanguardia, Le Monde[2]). Το Μανιφέστο επιδιώκει τη δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής Συνθήκης που θα αναπροσανατολίσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση προς ένα αριστερό, πιο προοδευτικό και οικολογικό πλαίσιο [3]. Συνοδεύεται από μια ολοκληρωμένη πρόταση για το πώς θα μπορούσε να είναι αυτή η νέα Συνθήκη [4] και ένα σχέδιο προϋπολογισμού [5], γιατί η νέα Συνθήκη αφορά και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που θα διορθώνει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες και θα προωθεί την οικονομική σύγκλιση των κρατών μελών της ΕΕ, στην κατεύθυνση της κοινωνικής ευημερίας με υψηλά κριτήρια [6]. Η πρόταση επιδιώκει, εντέλει, να εντάξει το θέμα των Συνθηκών στη δημόσια ατζέντα και να ενεργοποιήσει τον πολιτικό διάλογο γύρω από τον θεσμικό σχεδιασμό της ΕΕ, αλλά και να προσφέρει επιχειρήματα και ιδέες στην ευρωπαϊκή Αριστερά, που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει μια χειραφετητική θέση στον διάλογο αυτό. Από τον περασμένο Δεκέμβριο που το Μανιφέστο δόθηκε στη δημοσιότητα, έχει υπογραφεί από πάνω από 116.000 άτομα, γεγονός που καταδεικνύει την ευρεία αποδοχή του. Ως εκ τούτου, η συζήτηση της πρότασης και η αναζωπύρωση του δημόσιου διαλόγου γύρω από τα παραπάνω ζητήματα είναι και απαραίτητη και ζωτικής σημασίας για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Στο άρθρο που ακολουθεί, θα παρουσιάσουμε και θα περιγράψουμε αυτή την εναλλακτική Συνθήκη, καθώς και τη θεωρητική και πολιτική γέννησή της. Θα προσπαθήσουμε, ακόμα, να κάνουμε μια κριτική αποτίμησή της, από το πρίσμα, τόσο της προγραμματικής, όσο και της στρατηγικής της διάστασης.

 

Α. Η γέννηση του Μανιφέστου και η πολιτική του αξιοποίηση

Η πρόταση για μια εναλλακτική Συνθήκη γεννήθηκε την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας των γαλλικών εκλογών για την Προεδρία, το 2017. Μια ομάδα τεσσάρων Γάλλων ακαδημαϊκών δημοσίευσε, τον Μάρτιο του 2017, ένα δοκίμιο που περιείχε μια πρόταση για τον εκδημοκρατισμό της Ευρωζώνης μέσω της υιοθέτησης μιας νέας διακυβερνητικής Συνθήκης [7]. Στην ομάδα συμμετείχαν: ο Τομά Πικετί, διάσημος Γάλλος οικονομολόγος που έγινε γνωστός για το βιβλίο του για τις ανισότητες στον σύγχρονο καπιταλισμό [8], η καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου Στεφανί Ενέτ, και δυο πολιτικοί επιστήμονες με ειδίκευση στις Ευρωπαϊκές Σπουδές (οι Αντουάν Βοσέ και Γκιγιόμ Σακρίστ). Το δοκίμιό τους είχε τον τίτλο: «Συνθήκη για τον Εκδημοκρατισμό της Διακυβέρνησης της Ευρωζώνης» και συνδύαζε την -ισχυρή- επιχειρηματολογία υπέρ της ανάγκης εφαρμογής μιας νέας Συνθήκης -αντί της αναμόρφωσης των υφιστάμενων ευρωπαϊκών Συνθηκών- με τη λεπτομερή διατύπωση μιας πρότασης για τη νέα αυτή Συνθήκη.

Η πρόταση υιοθετήθηκε από τον Μπενουά Αμόν, υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, και αποτέλεσε τον σκελετό του ευρωπαϊκού του προγράμματος την περίοδο που προηγήθηκε των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία [9]. Με την υιοθέτηση της συγκεκριμένης προσέγγισης, υπέρ του επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η θέση του Αμόν διαφοροποιήθηκε αισθητά από τον τρόπο με τον οποίο ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία αντιμετωπίζουν το δημοκρατικό έλλειμμα και τον καταναγκαστικό ορντοφιλελεύθερο χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ο υποψήφιος της Ανυπότακτης Γαλλίας πρότεινε τη στρατηγική: «Σχέδιο Α/Σχέδιο Β»: το Σχέδιο Α αφορά στην προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης των υφιστάμενων Συνθηκών με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, με ταυτόχρονη, όμως, εφαρμογή του προγράμματος της Ανυπότακτης Γαλλίας, δηλαδή, παραβίαση των κανόνων των Συνθηκών, και κυρίως των δημοσιονομικών όρων της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΣΣΣΔ). Σε περίπτωση αποτυχίας της επαναδιαπραγμάτευσης των υφιστάμενων Συνθηκών και εξεύρεσης ενός αποδεκτού συμβιβασμού, θα έμπαινε σε εφαρμογή το Σχέδιο Β, που περιλάμβανε την έξοδο από την ΕΕ και την ευρωζώνη. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Αμόν και Μελανσόν εντός του αριστερού εκλογικού σώματος οδήγησε τον Μελανσόν σε καθαρή νίκη, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών τον Απρίλιο του 2017. Ο Μελανσόν, που ήλθε τέταρτος και δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στον δεύτερο γύρο, απέσπασε 19,58% των ψήφων, ενώ ο Αμόν μόνο 6,36%, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο αποτέλεσμα προεδρικών εκλογών για τους σοσιαλδημοκράτες, από το 1969. Οι αιτίες της ήττας του Αμόν είναι σύνθετες και πολλές και, επομένως, θα ήταν τελείως ανάρμοστο να την αποδώσουμε στο πρόγραμμά του για την Ευρώπη. Οι συγγραφείς του δοκιμίου για την εναλλακτική Συνθήκη, που συνήθως αποκαλείται «TDEM» (Συνθήκη για τον Εκδημοκρατισμό της Ευρώπης), δεν απογοητεύθηκαν, αλλά συνέχισαν να εργάζονται πάνω στην πρότασή τους, διοργανώνοντας επιστημονικά σεμινάρια γύρω από συγκεκριμένες πλευρές της.

Το Μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης είναι το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς και περιλαμβάνει πολλές αλλαγές σε σχέση με την αρχική πρόταση του 2017. Η πρόταση εκείνη επεδίωκε τον εκδημοκρατισμό μόνο της Ευρωζώνης, ενώ η νέα της εκδοχή αφορά και εκείνον των κρατών μελών της ΕΕ. Η νέα πρόταση περιλαμβάνει περισσότερα πεδία και ένα σχέδιο προϋπολογισμού, προκειμένου να γίνει πιο σαφές πώς μπορεί να είναι μια πιο δημοκρατική Ευρώπη. Οι υποστηρικτές του Μανιφέστου είναι κυρίως ακαδημαϊκοί: ο Μισέλ Αλιετά, ο Πατρίκ Μπουσερόν, ο Κριστιάν Σαβανέ, η Ντονατέλα Ντελα Πόρτα, ο Στέφεν Λέντορφ, ο Ντομινίκ Μεντά, ο Τομά Πορσέ, ο Μποαβεντούρα Ντε Σούσα Σάντος, κ.ά. Στη λίστα των υποστηρικτών του περιλαμβάνονται και πολλοί αριστεροί πολιτικοί από τα κόμματα των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών, καθώς και από τη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως οι: Μάσιμο Ντ’ Αλέμα, Φάμπιο Ντε Μάσι, Ολιβιέ Φορ, Γιανίκ Ζαντό, Αλμπέρτο Μοντέρο, Άλεξ Σέφερ, Μπορίς Βαγιό [10]. Οι πολιτικοί προέρχονται κυρίως από τους Γάλλους Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους, ενώ στη λίστα συμμετέχει κι ένας των Ποδέμος και δυο Γερμανοί βουλευτές (ο ένας από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο άλλος από το Die Linke). Επιπλέον, το νέο πολιτικό κίνημα του Αμόν, το Générations (Γενιές) υιοθέτησε ξανά την πρόταση TDEM, μερικά κεντρικά σημεία της οποίας συμπεριλήφθηκαν στο προεκλογικό του πρόγραμμα ενόψει των ευρωπαϊκών εκλογών [11].

 

Β. Μια στρατηγικά καινοτόμα προσέγγιση

Αφετηρία της πρότασης είναι η ανάδειξη μιας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008 και της αποκαλούμενης κρίσης δημόσιου χρέους. Το 2010, δημιουργήθηκε μια τέτοια διακυβέρνηση μέσω νέων Συνθηκών (της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση: ΣΣΣΔ, που καθιέρωνε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας) και νομοθετικών πακέτων (Six Pack και Two Pack), με τα οποία η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ τροποποιήθηκε βαθιά. Η νέα αυτή διακυβέρνηση εστιάστηκε σχεδόν αποκλειστικά στη φορολογική και τη δημοσιονομική σταθερότητα, μέσω του περιορισμού του δημόσιου ελλείμματος και του δημόσιου χρέους με πολιτικές λιτότητας, καθώς και στην εφαρμογή «διαρθρωτικών αλλαγών» που στόχευαν κυρίως στην απορρύθμιση των αγορών εργασίας, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Επιπρόσθετα, η νέα διακυβέρνηση βάθυνε τη δημοκρατική κρίση της ΕΕ, ενισχύοντας τις αρμοδιότητες της Επιτροπής με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου και ενισχύοντας τον ρόλο του Γιούρογκρουπ, που αποτελεί ένα άτυπο φόρουμ και, ως εκ τούτου, ένα σώμα αδιαφανές και σκοτεινό. Σε συνδυασμό με την παραπάνω δυναμική, δεν σημειώθηκε καμιά σημαντική πρόοδος στις αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου ή τους δημοκρατικούς μηχανισμούς ελέγχου της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπως και τα εθνικά κοινοβούλια, έχουν μόνο συμβουλευτικό ρόλο στη διακυβέρνηση της ζώνης του ευρώ και αυτές οι ανισορροπίες τροφοδοτούν την κρίση δημοκρατίας στην ΕΕ. Εξ’ ου και ο διπλός στόχος της TDEM: ο εκδημοκρατισμός της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης και ο αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής της στην κατεύθυνση της οικολογικής μετάβασης και της μάχης κατά των ανισοτήτων, μέσω της κατάργησης των πολιτικών λιτότητας και της εφαρμογής δίκαιων κοινωνικών μέτρων προς όφελος των πολλών και όχι των λίγων. Η κρίση του δημόσιου χρέους, ειδικά η ελληνική κρίση και η μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τους θεσμούς της ΕΕ το πρώτο τρίμηνο του 2015, μας διδάσκουν ότι είναι μάλλον απίθανο να γίνει μια αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών με στόχο την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων τα επόμενα χρόνια. Η συνολική αναθεώρηση των Συνθηκών απαιτεί την ομοφωνία των κρατών μελών της ΕΕ, γιατί το καθένα από αυτά έχει δικαίωμα βέτο στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας ευρείας πλειοψηφίας υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης της ορντοφιλελεύθερης προσέγγισης.

Η προσέγγιση της TDEM διαφέρει από το σχέδιο επαναδιαπραγμάτευσης των Συνθηκών και απορρέει από την εμπειρία που έχει κατακτηθεί από τις διακυβερνητικές Συνθήκες που καθιέρωσαν την υφιστάμενη ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση: τόσο η ΣΣΣΔ, όσο και η Συνθήκη καθιέρωσης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δεν αποτελούν τροποποιήσεις των υφιστάμενων Συνθηκών [12], αλλά διεθνείς Συνθήκες που εφαρμόστηκαν αρχικά από ορισμένα κράτη μέλη και σταδιακά υπογράφηκαν και υιοθετήθηκαν και από τα υπόλοιπα. Για να μιλήσουμε τεχνικά, δεν έχουν υιοθετήσει όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ τη ΣΣΣΔ (η Δημοκρατία της Τσεχίας δεν την έχει υπογράψει), ενώ η Συνθήκη για τον ΕΜΣ έχει υπογραφεί μόνο από τα 19 κράτη μέλη της ευρωζώνης. Το Μανιφέστο προτείνει να υπερβούμε το εμπόδιο του βέτο στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μέσω μιας διεθνούς, διακυβερνητικής Συνθήκης, ανεξαρτήτως των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Έτσι, όσα κράτη μέλη επιθυμούν, θα μπορούν θεωρητικά να υιοθετήσουν τη Συνθήκη για τον Εκδημοκρατισμό, πέρα από τους περιορισμούς που θέτει η συνολική αναθεώρηση των υφιστάμενων Συνθηκών.

           Η κεντρική ιδέα είναι ότι η Συνθήκη για τον Εκδημοκρατισμό μπορεί να τεθεί σε ισχύ χωρίς την ομόφωνη συμφωνία όλων των κρατών μελών της ΕΕ, και απαιτεί στην ουσία, προκειμένου να υιοθετηθεί και να εφαρμοστεί, την αποφασιστικότητα κάποιων αριστερών κυβερνήσεων. Το άρθρο 20 της προτεινόμενης Συνθήκης ορίζει ότι μπορεί να τεθεί σε ισχύ εφόσον επικυρωθεί από έναν αριθμό κρατών τα οποία αντιπροσωπεύουν το 70% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα συμβαλλόμενα κράτη υπερβούν αυτό το όριο, θα διαθέτουν αρκετή νομιμοποίηση ώστε να ξεκινήσουν τη διαδικασία ρύθμισης της νομισματικής ένωσης και της οικονομικής της διακυβέρνησης. Μιλώντας με όρους στρατηγικής, η TDEM εισάγει μια καινοτομία που μπορεί θεωρητικά να λύσει το αδιέξοδο της συνολικής αναθεώρησης των Συνθηκών που δημιουργεί ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων. Προϋποθέτει, ωστόσο, την υιοθέτηση της Συνθήκης από τις τέσσερις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωζώνης (Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία και Γερμανία), δημιουργώντας έτσι μια άλλη μορφή βέτο…

Γ. Ο εκδημοκρατισμός της ΕΕ μέσω ενός κοινού προϋπολογισμού τον οποίο θα διαχειρίζεται μια νέα Ευρωπαϊκή Συνέλευση

Η TDEM περιλαμβάνει δυο κύριες προτάσεις, στόχος των οποίων είναι ο εκδημοκρατισμός της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ο αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής της Ευρώπης προς την οικολογική μετάβαση και την κοινωνική δικαιοσύνη: τη δημιουργία ενός προϋπολογισμού «για τον εκδημοκρατισμό» που θα συζητηθεί και θα ψηφιστεί από μια νέα Ευρωπαϊκή Συνέλευση. Στόχος του προϋπολογισμού αυτού θα είναι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης ενός περιβαλλοντικά βιώσιμου και κοινωνικά δίκαιου ευρωπαϊκού μοντέλου. Θα επιδιώκει τη μείωση των ανισοτήτων του πλούτου σε ευρωπαϊκό επίπεδο (τόσο μεταξύ των κρατών, όσο και στο εσωτερικό τους), τη θέσπιση ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών, την αύξηση των επιπέδων απασχόλησης και την οικονομική σύγκλιση των κρατών μελών προς μια γενναιόδωρη και δίκαιη κοινωνική προστασία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το Μανιφέστο προτείνει έναν προϋπολογισμό που θα ισούται με το 4% του ΑΕΠ της ΕΕ, που είναι χονδρικά 800 δις ευρώ (ο τρέχων προϋπολογισμός της ΕΕ αντιστοιχεί στο 1% του ΑΕΠ της). Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός θα χρηματοδοτείται από την επιβολή τεσσάρων ευρωπαϊκών φόρων, σε όλα τα κράτη που θα υπογράψουν τη Συνθήκη: τη φορολόγηση των εταιρικών κερδών, την προοδευτική φορολόγηση των μεγάλων ακινήτων, την προοδευτική φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και τη φορολόγηση των εκπομπών αερίων.

Ο φόρος επί των εταιρικών κερδών θα είναι κοινός σε όλη την Ευρώπη, 15% επί των κερδών, και θα προστίθεται στον εθνικό φόρο. Θα καθοριστεί ένας ελάχιστος συνολικός φορολογικός συντελεστής για τα εταιρικά κέρδη, που θα περιλαμβάνει τον εθνικό και τον ευρωπαϊκό συντελεστή και θα ανέρχεται στο 37% επί των κερδών, ώστε να αναγκάζονται τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ως ελάχιστο εθνικό φορολογικό συντελεστή το 22%. Αυτός ο φόρος θα αποφέρει χρηματοδότηση ίση με το 1,5% του ΑΕΠ, τουλάχιστον, και θα συμβάλει στην καλύτερη φορολόγηση των κερδών. Η προοδευτική φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων θα αυξήσει τους ανώτερους συντελεστές φορολόγησης των εισοδημάτων αυτών, που σήμερα είναι, κατά μέσο όρο, 40%. Αν ο ευρωπαϊκός φορολογικός συντελεστής είναι 10% για ετήσια εισοδήματα άνω των 100.000 ευρώ και 20% για όσα είναι άνω των 200.000 ευρώ, ο συνολικός φόρος θα ανέλθει σε 50% και 60% αντίστοιχα για τις δυο παραπάνω κατηγορίες εισοδημάτων, ενώ ο μέσος όρος του ανώτερου φορολογικού συντελεστή σήμερα είναι 40%. Ο φόρος αυτός θα αποφέρει 1% του ΑΕΠ της ΕΕ και θα αποκαταστήσει την προοδευτική φορολόγηση των πολύ υψηλών εισοδημάτων. Η προοδευτική φορολόγηση του ιδιωτικού πλούτου θα έχει ως εξής: 1% για ακίνητα αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ και 2% για ακίνητα αξίας άνω των πέντε εκατομμυρίων. Οι συντελεστές αυτοί θα συμβάλουν στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και θα αποφέρουν περίπου 1,1% του ΑΕΠ της ΕΕ. Τέλος, η φορολόγηση των εκπομπών αερίων θα έχει τη μορφή ενός ελάχιστου συντελεστή 30 ευρώ για κάθε τόνο άνθρακα που εκπέμπεται εντός της ΕΕ. Θα αποφέρει 0,4% του ΑΕΠ και θα εναρμονίσει τα διαφορετικά συστήματα φορολόγησης του διοξειδίου του άνθρακα που εφαρμόζονται σήμερα στην Ευρώπη. Η εναρμόνιση αυτή είναι απαραίτητη πριν από μια ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση του φορολογικού συντελεστή, σε δεύτερο στάδιο. Οι παραπάνω τέσσερις φόροι είναι και εργαλεία για την καλύτερη ρύθμιση της απορυθμισμένης και νεοφιλελεύθερης ευρωπαϊκής οικονομίας, γιατί θα αποθαρρύνουν τη χρήση ανήθικων πρακτικών: από την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα, μέχρι την επιδίωξη εξαιρετικά υψηλών εισοδημάτων, κερδών ή ακινήτων.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό, οι δημιουργοί του Μανιφέστου συνιστούν το μισό ποσό του να μεταβιβάζεται στα συμβαλλόμενα κράτη, τα οποία θα μπορούν να το διαθέτουν όπως επιθυμούν. Ακόμα και αν τα κράτη μέλη δεν χρησιμοποιούν τα χρήματα για κοινωνικούς ή οικολογικούς σκοπούς, ο τρόπος συλλογής τους έχει αναδιανεμητικό χαρακτήρα, γιατί εξισορροπεί τη φορολογική βάση προς όφελος των πολλών. Οι συγγραφείς προτείνουν το υπόλοιπο του προϋπολογισμού να δαπανάται για τη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας και των πανεπιστημίων (με στόχο την επιτάχυνση της καινοτομίας, μέσω της ανάπτυξης της έρευνας και των δυνατοτήτων ανάπτυξης), για τη χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής διαχείρισης της μετανάστευσης (τη δημιουργία καλών συνθηκών υποδοχής των μεταναστών και την κατανομή του κόστους στα κράτη μέλη), για τη δημιουργία ενός δημόσιου-ιδιωτικού Ευρωπαϊκού Ταμείου -το οποίο δεν έχει δημιουργηθεί ακόμη- για την οικολογική μετάβαση, που θα χρηματοδοτεί βιώσιμα επενδυτικά προγράμματα, και για άμεσες επενδύσεις σε βιώσιμες μορφές ανάπτυξης.

Ωστόσο, το συγκεκριμένο σχέδιο προϋπολογισμού δεν είναι παρά μια πρόταση που διατυπώνουν οι συγγραφείς του Μανιφέστου. Η TDEM καθ’ εαυτή, περιλαμβάνει τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού για τον εκδημοκρατισμό από ίδιους πόρους, που θα αντλούνται από τις τέσσερις προαναφερθείσες φορολογήσεις (άρθρο 9) και καθορίζει τη μέγιστη διαφορά που μπορεί να προκύπτει μεταξύ της συνολικής συμβολής της κάθε χώρας και του συνολικού ποσού χρηματοδότησης που αυτή λαμβάνει (ως άμεσα έσοδα ή επενδύσεις στην επικράτειά της) [13]. Πυρήνας της προτεινόμενης Συνθήκης είναι μια νέα θεσμική μορφή που θα έχει στόχο τον εκδημοκρατισμό της ΕΕ και της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης (ΕΝΕ) μέσω της δημιουργίας μιας νέας Ευρωπαϊκής Συνέλευσης. Η συζήτηση και ψήφιση του προϋπολογισμού για τον εκδημοκρατισμό, καθώς και ο προσδιορισμός του συντελεστή και της φορολογικής βάσης αυτών των τεσσάρων ευρωπαϊκών φόρων, θα αποτελεί μια από τις πολλές αρμοδιότητες αυτής της νέας Συνέλευσης. Η Συνθήκη ορίζει ότι αποστολή της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης θα είναι η «καταπολέμηση των ανισοτήτων και η εγγύηση της εφαρμογής ενός μοντέλου κοινωνικής, δίκαιης και ισότιμης ανάπτυξης. Η Συνέλευση θα έχει το πολύ από 400 μέλη, 80% των οποίων πρέπει να προέρχονται από τα εθνικά κοινοβούλια και 20% από το Ευρωπαϊκό. Το 20% θα ορίζεται από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων στις κοινοβουλευτικές του ομάδες. Το υπόλοιπο 80%, θα αναδεικνύεται από τα εθνικά Κοινοβούλια, επίσης ανάλογα με τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του κάθε κοινοβουλίου. Ο αριθμός των μελών της Συνέλευσης που προέρχονται από τα εθνικά κοινοβούλια θα ορίζεται κατ’ αναλογία του πληθυσμού των κρατών μελών, υπό τον όρο ότι όλα τα εθνικά κοινοβούλια θα έχουν τουλάχιστον ένα εκπρόσωπο στη νέα Συνέλευση. Η ιδέα είναι να αντιμετωπιστεί η άρνηση πολλών εθνικών κοινοβουλίων της ΕΕ να εκχωρήσουν φορολογικές και δημοσιονομικές εξουσίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της συμμετοχής μελών των εθνικών τους κοινοβουλίων στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Επιπλέον, αυτό θα οδηγήσει, μεσοπρόθεσμα, σε πολύ μεγαλύτερο «εξευρωπαϊσμό» των εθνικών βουλευτικών εκλογών, καθώς μέρος των μελών των εθνικών κοινοβουλίων θα συμμετέχουν και στο κοινοβούλιο της χώρας τους και στην Ευρωπαϊκή Συνέλευση.

Η Συνθήκη ορίζει ότι η Συνέλευση θα αποτελεί, μαζί με το Γιούρογκρουπ, την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα έχει νομοθετικό -για οικονομικά θέματα- και δημοσιονομικό ρόλο. Η Συνέλευση θα αποφασίζει για τον ρόλο του Γιούρογκρουπ, τους τρόπους λειτουργίας του και, ως εκ τούτου, θα ρυθμίζει τη λειτουργία του άτυπου και αδιαφανούς αυτού σώματος [14]. Τα άρθρα 7 και 8 καθορίζουν τη δημοσιονομική διαδικασία, στην οποία η Συνέλευση θα έχει τον πρώτο λόγο, πάνω, τόσο από το Γιούρογκρουπ όσο και από την Κομισιόν, η συμμετοχή της οποίας θα είναι μόνο τεχνικού και συμβουλευτικού χαρακτήρα. Σε περίπτωση διαφωνίας για τον προτεινόμενο Προϋπολογισμό εκδημοκρατισμού, η Συνέλευση θα έχει τον τελευταίο λόγο, πάνω από το Γιούρογκρουπ. Επιπλέον, θα είναι νομικά αρμόδια για θέματα που άπτονται της οικολογικής μετάβασης ή του αγώνα κατά των ανισοτήτων, καθώς και της δημιουργίας ενός δίκαιου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας. Η νομοθετική δικαιοδοσία θα ανήκει στην Κομισιόν, το Γιούρογκρουπ και τη Συνέλευση, αλλά ο τελευταίος λόγος, σε περίπτωση διαφωνίας με το Γιούρογκρουπ, θα ανήκει στη Συνέλευση. Η TDEM, επιπλέον, αποδίδει στη νέα Συνέλευση κεντρικό ρόλο στον έλεγχο και την καθοδήγηση της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ: αυτή θα εγκρίνει την ατζέντα των Συνόδων Κορυφής της ευρωζώνης που έχουν ως αντικείμενο την οικονομική και κοινωνική πολιτική, καθώς και το πρόγραμμα εργασιών του Γιούρογκρουπ. Η Συνέλευση, ακόμα, θα εγκρίνει τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ, τις οικονομικές διευκολύνσεις που παρέχονται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (των μνημονίων συμπεριλαμβανομένων), τα στάδια του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου (στα οποία περιλαμβάνονται και όλα τα στάδια της διαδικασίας για τα υπερβολικά ελλείμματα). Πέραν αυτού, η TDEM αποδίδει στη Συνέλευση ελεγκτικό ρόλο απέναντι στους άλλους θεσμούς της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ (Κομισιόν και ΕΚΤ), τη δυνατότητα αξιοποίησης της πραγματογνωμοσύνης του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ, καθώς και τη δυνατότητα να συγκροτεί εξεταστικές επιτροπές και να ζητά έγγραφα από την ΕΚΤ και την Κομισιόν. Η Συνέλευση θα εγκρίνει τις τοποθετήσεις σε όλες σχεδόν τις υψηλές θέσεις της ΕΕ (τα προεδρεία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου Υπουργών, το προεδρείο του Γιούρογκρουπ, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, τους διευθυντές του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας). Θα αξιολογεί, μια φορά τον χρόνο, τον βαθμό ανταπόκρισης της ΕΚΤ στον θεσμικό της ρόλο (για τη σταθερότητα των τιμών και τον πληθωρισμό) και θα εγκρίνει την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό. Τέλος, η Συνέλευση θα καθορίζει, μαζί με το Γιούρογκρουπ, τους τρόπους συγκράτησης του δημόσιου χρέους των κρατών μελών, όταν αυτό υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων.

Δ. Κριτική αποτίμηση της TDEM

Εκτός από τη στρατηγική καινοτομία του να προτείνεται μια νέα Συνθήκη που θα είναι ανεξάρτητη από τις υφιστάμενες, η TDEM προσφέρει στη ριζοσπαστική Αριστερά και τον προοδευτικό χώρο γενικότερα, δυο στοιχεία μείζονος σημασίας. Το πρώτο είναι η προγραμματική ανανέωση του πολιτικού διαλόγου και των συζητήσεων για την ΕΕ, ενώ το δεύτερο ήταν, η δυνατότητα διαμόρφωσης -σε ένα βαθμό- της πολιτικής ατζέντας κατά την προεκλογική περίοδο, ενόψει των ευρωεκλογών. Αφού η TDEM οραματίζεται την ΕΕ όπως κι εμείς και δεν εστιάζεται μόνο στις διορθώσεις που μπορούν να γίνουν στο πλαίσιο των υφιστάμενων Συνθηκών, ξαναδημιουργεί την προοπτική προς τη συλλογική θεώρηση μιας εναλλακτικής ΕΕ και του πώς αυτή μπορεί να είναι. Αυτή η θεώρηση, ωστόσο, δεν είναι η ιδεαλιστική προσέγγιση μιας ουτοπικής προοδευτικής ΕΕ, γιατί η TDEM στηρίζεται στον μετασχηματισμό των υφιστάμενων θεσμών. Προτείνει στη ριζοσπαστική Αριστερά ένα δρόμο που οδηγεί, από την παρούσα κατάσταση, σε μια διαφορετική ΕΕ με πολύ περισσότερη κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη, με οικολογική μετάβαση και καταπολέμηση των ανισοτήτων. Η TDEM αναπροσανατολίζει τις θεωρήσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στην αναζήτηση των ουσιαστικών βελτιώσεων που επιθυμούμε να γίνουν στους υφιστάμενους θεσμούς, αντί να ασκούμε μόνο κριτική στη σημερινή αδιέξοδη κατάσταση, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Και η TDEM και το Μανιφέστο, φέρνουν έναν αέρα δροσιάς και ανανέωσης στον σχεδόν ανύπαρκτο διάλογο για τον θεσμικό σχεδιασμό της ΕΕ, εντός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, και αυτό πρέπει να το παραδεχτούμε.

Επιπλέον, το Μανιφέστο προτάθηκε ως ένας τρόπος διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας της προεκλογικής περιόδου, καθιστώντας πιο εμφανές το ζήτημα των Ευρωπαϊκών Συνθηκών και στρέφοντας τον δημόσιο διάλογο στον θεσμικό σχεδιασμό της ΕΕ, με την προτεινόμενη Συνθήκη στο επίκεντρό του. Η φήμη και η επιστημονική αυθεντία των ακαδημαϊκών που υπογράφουν το Μανιφέστο συνέβαλαν στην πλατιά απήχηση και τη διάδοση της TDEM 2.0, όπως και στη δημοσίευση του Μανιφέστου σε έγκυρες εφημερίδες των μεγαλύτερων κρατών μελών της ΕΕ. Παρότι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων και η ατέλειωτη διαδικασία του Brexit ελαχιστοποίησαν την επιρροή της TDEM στη δημόσια ατζέντα, ας σημειωθεί ότι η προτεινόμενη Συνθήκη και ο προτεινόμενος προϋπολογισμός περιέχουν πολλές μεταρρυθμιστικές ιδέες που μπορούν να υιοθετηθούν ως ανεξάρτητες. Ως εκ τούτου, η TDEM και ο προϋπολογισμός αποτελούν ένα είδος εργαλειοθήκης για την προώθηση κάποιων θεμάτων στην πολιτική ατζέντα, και αυτό ακριβώς έκαναν οι συγγραφείς της TDEM από την πρώτη στιγμή δημοσιοποίησης του Μανιφέστου. Αρχικά, ο Πικετί δημοσίευσε στην εφημερίδα Le Monde ένα άρθρο για την κοινωνική και οικολογική αναποτελεσματικότητα, τον παράλογο χαρακτήρα του σημερινού δημοσιονομικού πλαισίου της Ευρώπης και την ανάγκη μιας ριζοσπαστικής αλλαγής στο φορολογικό σύστημα της ΕΕ που θα συνδέεται με τον εκδημοκρατισμό της [15]. Ένα δεύτερο άρθρο, το οποίο υπέγραφε μια ομάδα πανεπιστημιακών και πολιτικών (Ολιβιέ Φορ, Πιέρ Λοράν, Ρεζίς Ζουανικό), υποστήριζε τη φορολόγηση των πολυεθνικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο την πάταξη της φορολογικής απάτης και διαφυγής [16]. Τέλος, πρόσφατα δημοσιεύτηκε, από τους συγγραφείς της Συνθήκης και ορισμένους άλλους πανεπιστημιακούς (Αν-Λορ Ντελάτ, Λουκά Σανέλ, Μανόν Μπονζού) [17], ένα σύντομο δοκίμιο που συνόψιζε τις βασικές προτάσεις της TDEM, μαζί με μια εκτενή συνέντευξη του Πικετί στη γαλλική κεντροαριστερή εφημερίδα Libération[18]. Επομένως, η TDEM αποτελεί μια βάση εμπλουτισμού του δημόσιου διαλόγου με προοδευτικές ιδέες και μια προσπάθεια διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας την προεκλογική περίοδο των Ευρωεκλογών.

 

Ωστόσο, η προσέγγιση της TDEM έχει και αδυναμίες και όρια, με κύρια την απουσία αναφοράς στους τρέχοντες συσχετισμούς στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι οι υφιστάμενες Συνθήκες δεν μπορούν να τροποποιηθούν, οφείλεται στο δικαίωμα βέτο που έχουν όλα τα κράτη μέλη, εφόσον η όποια τροποποίηση απαιτεί ομοφωνία. Η TDEM επιδιώκει την υπέρβαση αυτού του εμποδίου μέσω της δημιουργίας μιας επιπλέον διακυβερνητικής Συνθήκης και, ως εκ τούτου, της μετατόπισης της πολιτικής μάχης στο εθνικό επίπεδο. Αν όμως κοιτάξουμε τους συσχετσμούς δυνάμεων στα κράτη μέλη, οι μόνες κυβερνήσεις που θα μπορούσαν να τεθούν υπέρ της TDEM ή τουλάχιστον κάποιων τμημάτων της, είναι η ελληνική και, ίσως, η πορτογαλική και η ισπανική. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στηρίζονται στη ριζοσπαστική Αριστερά (Ποδέμος στην Ισπανία και Μπλόκο της Αριστεράς και Κομμουνιστικό Κόμμα στην Πορτογαλία), για την πλειοψηφία στα κοινοβούλιά τους, γι’ αυτό και πιθανόν να έκλιναν προς την ιδέα μιας μεταρρύθμισης της ΕΕ με προοδευτική χροιά. Όμως, ο πολιτικός προσανατολισμός των κυβερνήσεων της Πορτογαλίας και της Ισπανίας δεν είναι, σαφώς, τόσο ριζοσπαστικός όσο η TDEM, και αν υπάρχει το ενδεχόμενο να ενδιαφερθούν για κάποιες επιμέρους προτάσεις, είναι απίθανο να αποδεχθούν ολόκληρη τη Συνθήκη. Ακόμα και στην Ελλάδα, που η ριζοσπαστική Αριστερά είναι στην κυβέρνηση, η στάση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιούλιο του 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και μετά, έρχεται σε αντίθεση με ένα μεγάλο μέρος της TDEM. Επιπλέον, με δεδομένο ότι το άρθρο 20 της TDEM ορίζει ότι η Συνθήκη θα τεθεί σε ισχύ εφόσον επικυρωθεί από μια ομάδα κρατών που αντιπροσωπεύουν το 70% του πληθυσμού της ΕΕ, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία, οι πιθανοί υπογράφοντες αντιπροσωπεύουν μόνο 67 εκατομμύρια Ευρωπαίων, δηλαδή, το 13% του πληθυσμού της ΕΕ. Ακόμα και στο πλαίσιο της TDEM, το στρατηγικό αδιέξοδο παραμένει. Γιατί θα πρέπει να την υπογράψουν η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία. Όμως, φαίνεται αδύνατο, από τα εκλογικά αποτελέσματα και την ιδεολογική κατάσταση που επικρατεί στην Ιταλία και τη Γερμανία, να δεχθούν να υπογράψουν οικειοθελώς μια τέτοια Συνθήκη. Αλλά και γενικότερα, τα περισσότερα μέτρα της TDEM ξεπερνούν τα όρια των κυβερνήσεων πολλών κρατών μελών, όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά και της αποκαλούμενης Χανσεατικής Λίγκας [19], της γαλλικής κυβέρνησης του Μακρόν και άλλων. Μεταξύ των μέτρων, εκείνα τα οποία θα απορρίψουν και για τα οποία θα ασκήσουν βέτο οι παραπάνω κυβερνήσεις είναι η δημιουργία Ευρωομολόγων, η αλλαγή της διακυβέρνησης του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας εις βάρος της Κομισιόν και του Συμβουλίου, αλλά και η αλλαγή ορισμένων κεντρικών φορολογικών και δημοσιονομικών κανόνων (κυρίως της διαδικασίας για τα υπερβολικά ελλείμματα και του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου). Στην ουσία, η στρατηγικά καινοτόμα διάσταση της TDEM είναι θεωρητικά πρωτοπόρα, αλλά αν την εξετάσουμε στο πλαίσιο του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωζώνης, καταλήγουμε στο ίδιο αδιέξοδο με εκείνο της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ζητά την αναθεώρηση των Συνθηκών. Η TDEM και το Μανιφέστο δεν είναι εφαρμόσιμα στον παρόντα ιδεολογικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι συσχετισμοί δεν ευνοούν καθόλου τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που ενδεχομένως θα υιοθετούσαν την TDEM. Η Συνθήκη, αντιμετωπίζει, εκ των πραγμάτων, τα ίδια ακριβώς προβλήματα για τα οποία σχεδιάστηκε, δηλαδή, το βέτο των ορντοφιλελεύθερων κυβερνήσεων αν τεθεί το θέμα της αλλαγή της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Οπότε, δεν αποτελεί μια μαγική στρατηγική συνταγή για την επίλυση του υφιστάμενου αδιεξόδου. Επιπλέον, η προσέγγιση αυτή είναι προβληματική, γιατί προσπαθεί να επεξεργαστεί μια εναλλακτική πολιτική χωρίς να λαμβάνει εξαρχής υπόψη της τους συσχετισμούς δυνάμεων και είναι υπερβολικά ιδεαλιστική, ή έστω, κάπως αφελής. Η θεωρητική, τεχνική και ιδεολογική συνοχή των προτάσεων της TDEM έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την πραγματικότητα των κοινωνικών κινημάτων, των προοδευτικών κομμάτων και των αγώνων τους.

Το δεύτερο βασικό μειονέκτημα της TDEM είναι η απουσία κριτικής σε πολλά ουσιαστικά σημεία των ισχυουσών Συνθηκών που ακολουθούν τη λογική του ορντοφιλελευθερισμού και της λιτότητας: η TDEM δεν αμφισβητεί τον ρόλο της ΕΚΤ και το γεγονός ότι αποκλειστικός της στόχος είναι η σταθερότητα των τιμών. Δεν προτείνει την προσθήκη οικολογικών ή κοινωνικών στόχων στη λειτουργία της (όπως είναι, για παράδειγμα, ο στόχος της μέγιστης απασχόλησης που συμπληρώνει εκείνον της σταθερότητας των τιμών και αποτελούν τη διπλή λειτουργία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ). Επιπλέον, δεν αμφισβητεί την ανάθεση της νομισματικής πολιτικής σε έναν ανεξάρτητο θεσμό, ενώ είναι ευρέως αποδεκτό ότι η διάκριση της νομισματικής από τη δημοσιονομική πολιτική και η έλλειψη συντονισμού ανάμεσά τους οδηγούν σε ένα μη ικανοποιητικό κράμα πολιτικής. Οι μη συμβατικές πολιτικές που ασκούσε η ΕΚΤ στο παρελθόν, προκειμένου να ενεργοποιεί τον πληθωρισμό, είχαν θετικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη και την απασχόληση, παρότι η απουσία δημοσιονομικής πολιτικής κινήτρων (λόγω της επιβολής της λιτότητας μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και του Δημοσιονομικού Συμφώνου) μείωσαν αισθητά τη δυνατότητα ανάκαμψης μετά το τέλος της κρίσης. Το μόνο που κάνει η TDEM είναι να προσδίδει στη νέα της Συνέλευση περισσότερες δυνατότητες ελέγχου της ΕΚΤ, οι οποίες όμως, είναι εξαιρετικά περιορισμένες σε σχέση με την πρωτεύουσα σημασία που έχει η νομισματική πολιτική, για την εφαρμογή μιας ριζοσπαστικής αλλαγής των πολιτικών της ΕΕ, στην κατεύθυνση της οικολογικής μετάβασης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της μείωσης των ανισοτήτων. Με ανάλογο τρόπο, τα βασικά θεσμικά εμπόδια μιας τέτοιας αλλαγής δεν καταργούνται, απλά περιορίζεται η επιρροή τους, από τη δημιουργία μιας Συνέλευσης της Ευρωζώνης που θα έχει τη νομική δυνατότητα να εφαρμόζει προοδευτικά μέτρα. Η TDEM θα αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, της αποκαλούμενης φορολογικής και δημοσιονομικής πειθαρχίας που επέβαλε η Συνθήκη του Μάαστριχτ και ενίσχυσε το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, αλλά οι διατάξεις που δημιούργησαν τους παραπάνω μηχανισμούς θα παραμείνουν. Αντίστοιχα, ο κεντρικός ρόλος του Γιούρογκρουπ και της Κομισιόν στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής, θα τροποποιηθεί ελαφρά από τη λειτουργία της Συνέλευσης, δημιουργώντας μια νέα ισορροπία δυνάμεων στην ΕΝΕ. Όμως, αυτή η αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων ανάμεσα στους θεσμούς και τους διορθωτικούς μηχανισμούς της κυβέρνησης λιτότητας της Ευρωζώνης, θα είναι σαφώς αδύναμη να αναπροσανατολίσει ριζικά και μακροπρόθεσμα την ευρωπαϊκή ενοποίηση προς μια προοδευτική κατεύθυνση. Αν πρόκειται να δημιουργήσουμε μια νέα Συνθήκη, θα πρέπει αυτή να αντιμετωπίζει όλα τα προβληματικά ζητήματα, αντί να περιορίζεται σε κάποιες διορθώσεις των βασικών αδυναμιών. Αυτή η περιορισμένη κριτική ή, έστω, η απουσία μιας συνολικής αμφισβήτησης όλων των ορντοφιλελεύθερων διατάξεων της σημερινής αρχιτεκτονικής της ΕΕ, ίσως είναι επιλογή των συγγραφέων της TDEM, οι οποίοι αποφάσισαν, μάλλον, να επικεντρωθούν σε ορισμένες βασικές πλευρές (ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, εκδημοκρατισμός της διακυβέρνησης της ΕΝΕ), προκειμένου η TDEM να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή και να συζητηθεί ευρέως. Η πρότασή τους δίνει έμφαση στη νομική και τεχνική λειτουργία της TDEM και στην αξιοπιστία της, χωρίς να αντιμετωπίζει συνολικά τις θεσμικές ρίζες των πολιτικών ορντοφιλελεύθερης λιτότητας και ανταγωνισμού της ΕΕ. Το αποτέλεσμα είναι μια λιγότερο ριζοσπαστική πολιτική πρόταση, ο στόχος της οποίας περιορίζεται στη δημιουργία ενός νέου συσχετισμού δυνάμεων εντός της ΕΝΕ, και όχι στην ριζική ανακατανομή των συσχετισμών σε όλη την ΕΕ.

 Συμπεράσματα

Η αποτίμηση μιας πολιτικής πρότασης τόσο πλούσιας, τόσο επιμελώς διατυπωμένης και τόσο ανεπτυγμένης όπως η TDEM, απαιτεί να την κρίνουμε γι’ αυτό που είναι. Προφανώς, η TDEM δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα από τα ευρωπαϊκά κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ούτε ένα ακροαριστερό προεκλογικό πρόγραμμα ή μια ακαδημαϊκή κριτική όλων των θεσμικών αδυναμιών της σημερινής ΕΕ. Η TDEM είναι μια πολιτική καινοτομία που δημιουργήθηκε από πανεπιστημιακούς και τέθηκε στον δημόσιο διάλογο για να συζητηθεί, να υιοθετηθεί, να σχολιαστεί, να τροποποιηθεί, να ξαναγραφτεί. Με άλλα λόγια, συνιστά τροφή για σκέψη για όποιον πιστεύει ότι ο αναπροσανατολισμός της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε προοδευτικούς και οικολογικούς στόχους αποτελεί πρωταρχική ανάγκη. Προσφέρει στα κόμματα, τα σωματεία και τα κοινωνικά κινήματα της Αριστεράς, νέους τρόπους θεώρησης των εναλλακτικών λύσεων απέναντι στη σημερινή διακυβέρνηση της ΕΝΕ και νέες οπτικές γωνίες στη διεξαγωγή του πολιτικού διαλόγου για τη θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ. Είναι μια ιδεαλιστική πρόταση που προσπαθεί να βρει με ποιο τρόπο οι προοδευτικοί άνθρωποι επιθυμούν να είναι ή να γίνει η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Τέλος, ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια αλλαγής του πλαισίου της ευρωπαϊκής προεκλογικής εκστρατείας, μια προσπάθεια να ανοίξει η πολιτική ατζέντα γύρω από τα θεσμικά ζητήματα και να μην παραμένει μόνο στο μεταναστευτικό και την ασφάλεια.

Επίσης, τα βασικά κόμματα και τα σωματεία της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν μείνει πίσω στην αναβίωση του δημόσιου ενδιαφέροντος σε θέματα διακυβέρνησης της ΕΝΕ, αφήνοντας τους συγγραφείς της TDEM να παλεύουν μόνοι τους. Το μικρό πολιτικό βάρος που έχουν τα κόμματα που υιοθέτησαν την TDEM (κυρίως το κίνημα του Αμόν το οποίο παραμένει γύρω στο 3%) δε βοηθά. Ούτε η σύγχυση που προκλήθηκε από το γεγονός ότι ο Αμόν υποστήριξε το κίνημα του Βαρουφάκη, παρά τις ουσιαστικές διαφορές που χωρίζουν την TDEM από την προγραμματική πλατφόρμα του Βαρουφάκη [20]. H TDEM, όμως, εξακολουθεί να είναι χρήσιμη και μετά τις Ευρωεκλογές. Παρότι η υιοθέτηση και εφαρμογή της είναι αδύνατη στο εγγύς μέλλον (σχεδόν όπως και η ειρηνική αναθεώρηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, με προοδευτικό πρόσημο), ορισμένα στοιχεία της μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους νέους ευρωβουλευτές στις μάχες εντός και εκτός Κοινοβουλίου. Οι νέοι βουλευτές, θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να ασκήσουν πιέσεις, ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να αποκτήσει περισσότερες ερευνητικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες και να χρησιμοποιήσουν την TDEM για να διαμορφώσουν τα αιτήματά τους.

Τέλος, η TDEM μας υπενθυμίζει ότι το κλειδί για τη ριζική αλλαγή της ΕΕ είναι οι διακυβερνητικές συμφωνίες και η παράκαμψη των σημερινών θεσμών της ΕΕ. Η λύση για την ανατροπή του ορντοφιλελευθερισμού που διέπει τις πολιτικές της ΕΕ εξαρτάται από τις αριστερές εθνικές κυβερνήσεις που είναι διατεθειμένες να κάνουν «ό,τι χρειαστεί» για τον αναπροσανατολισμό της πορείας της ευρωπαϊκής ενοποίησης και που αναγνωρίζουν την ανάγκη δημιουργίας ενός προοδευτικού μετώπου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που θα είναι ριζικά κατά της λιτότητας. Ως προς αυτό, η TDEM ταιριάζει, κατά περίεργο τρόπο, με κάποιες στρατηγικές προτάσεις που συζητιούνται στη ριζοσπαστική Αριστερά, οι οποίες τονίζουν την ανάγκη απειθαρχίας στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες (μέσω της εφαρμογής προοδευτικών κοινωνικών και οικολογικών πολιτικών) και της ταυτόχρονης μετατροπής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε πεδίο μάχης μεταξύ των οπαδών της παρούσας κατάστασης και των αριστερών κυβερνήσεων που επιθυμούν να επαναδιατυπωθούν οι Συνθήκες. Αυτή η πρόταση αποτελεί την τελευταία εκδοχή της στρατηγικής της Ανυπότακτης Γαλλίας «Σχέδιο Α/Σχέδιο Β», και η ανάλυσή της, με την οποία συμφωνεί η TDEM, απαιτεί από τις κυβερνήσεις να είναι έτοιμες να μπουν σε ολοκληρωτικό πόλεμο, τόσο με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όσο και με τις ορντοφιλελεύθερες εθνικές κυβερνήσεις.

Η διαφορά έγκειται στα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο αυτό: από την απειλή απειθαρχίας στις Συνθήκες μέχρι την αποβολή από την ΕΕ, ή μια εναλλακτική ευρωπαϊκή ενοποίηση μέσω της υπογραφής μιας νέας Συνθήκης (πέρα από, και ενάντια στις ισχύουσες) από τις αριστερές κυβερνήσεις. Και οι δυο προτάσεις, όμως, έχουν μια κοινή προϋπόθεση: την ανάληψη της εξουσίας από τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Σημειώσεις:

[1]https://www.theguardian.com/commentisfree/2018/dec/09/manifesto-divided-europe-inequality-europeans

[2]https://www.lemonde.fr/idees/article/2018/12/09/nous-lancons-aujourd-hui-un-appel-pour-transformer-les-institutions-et-les-politiques-europeennes_5394926_3232.html

[3]http://tdem.eu/en/manifesto/

[4]http://tdem.eu/en/treaty/

[5]http://tdem.eu/en/a-budget-for-europe/

[6]https://www.socialeurope.eu/manifesto-for-the-democratization-of-europe

[7]http://www.seuil.com/ouvrage/pour-un-traite-de-democratisation-de-l-europe-stephanie-hennette/9782021372755

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε μια αγγλική μετάφραση, από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Press: http://www.hup.harvard.edu/catalog.php?isbn=9780674988088

[8] Piketty, Thomas, Capital in the Twentieth First Century, Harvard University Press, 2014

http://www.hup.harvard.edu/catalog.php?isbn=9780674430006

[9]https://www.benoithamon2017.fr/2017/03/10/pour-une-europe-desirable/

[10]http://tdem.eu/en/signatories/

[11]https://www.marianne.net/politique/quel-programme-pour-l-europe-les-reponses-de-benoit-hamon-tete-de-liste-generations

[12]  Οι δυο βασικές Συνθήκες είναι: η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (αρχικά Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε το 1992) και η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρχικά Συνθήκη της Ρώμης ή Συνθήκη Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, που υπογράφηκε το 1957)

[13] Η TDEM ορίζει ότι αυτή η διαφορά δεν μπορεί να ξεπερνά το 0,1% του ΑΕΠ του κάθε κράτους μέλους. Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται η παράκαμψη της ισχυρής αντίδρασης που προβάλλεται σήμερα σε οποιαδήποτε σημαντική χρηματική μεταφορά ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ. Η διάταξη επιδιώκει να αντικρούσει το ενδεχόμενο σχόλιο ότι ο προϋπολογισμός για τον εκδημοκρατισμό θα λειτουργήσει προς όφελος κάποιων χωρών και εις βάρος άλλων.  

[14] Transparency International EU, Vanishing Act: The Eurogroup’s Accountability, February 2019

https://transparency.eu/eurogroup/

[15]https://www.lemonde.fr/idees/article/2019/03/10/thomas-piketty-aimer-l-europe-c-est-la-changer_5433971_3232.html

[16]https://www.lemonde.fr/idees/article/2019/03/11/que-les-multinationales-paient-leurs-impots-la-ou-elles-font-leur-chiffre-d-affaires_5434216_3232.html

[17]http://www.seuil.com/ouvrage/changer-l-europe-c-est-possible-manon-bouju/9782757879313

[18]https://www.liberation.fr/planete/2019/05/05/thomas-piketty-l-europe-peut-etre-synonyme-de-justice-sociale_1725166

[19] Ο συγκεκριμένος όρος μαρτυρεί την ημιεπίσημη συμμαχία οκτώ ευρωπαϊκών μελών κρατών (της Δανίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας, της Ιρλανδίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας) τα οποία έχουν κυβερνήσεις με παρόμοιες συντηρητικές θέσεις για το μέλλον της ΕΝΕ  

https://www.economist.com/europe/2018/12/08/northernmemberstatesuniteoneurozonereform

[20] Οι συγγραφείς της TDEM τονίζουν τη σημασία αυτών των διαφορών σε ένα άρθρο τους στο Social Europe

https://www.socialeurope.eu/democratisingeurope