Ελλάδα: Επιστροφή στην κανονικότητα μετά από 10 χρόνια

Την 21η Αυγούστου 2018, το τρίτο και τελευταίο ελληνικό μνημόνιο έφτασε στο -προσυμφωνημένο- τέλος του.

Σήμερα, ο πλήρης απολογισμός των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων των τελευταίων έξι μηνών αποδεικνύει ότι το τέλος της εποχής των μνημονίων δεν είχε μόνο συμβολική, αλλά και ιδιαίτερη πρακτική αξία, διότι επανέφερε την Ελλάδα στην -οικονομική, κοινωνική και πολιτική- κανονικότητα.

Ελληνικό «success story»; Όχι εξαιτίας, αλλά παρά την ύπαρξη των μνημονίων

Μετά από χρόνια οικονομικής στασιμότητας και ύφεσης, η Ελλάδα μπήκε πραγματικά σε μια νέα περίοδο ανάπτυξης, με εκτιμώμενο ετήσιο ρυθμό 2,1% και 2,5% για το 2018 και το 2019 αντιστοίχως, ενώ το πρωτογενές της πλεόνασμα για το 2018 εκτιμάται σε 3,98% του ΑΕΠ, έναντι του στόχου του 3,5%. Ταυτόχρονα, το επίπεδο ανεργίας που είχε εκτοξευθεί σχεδόν στο 30% (ενώ ήταν ακόμη υψηλότερο στους νέους) αποκλιμακώθηκε αισθητά, στο 18%. 

Φυσικά, δεν πρόκειται ακριβώς για «success story» -όχι ακόμη, τουλάχιστον- στο βαθμό που πρέπει να γίνουν κι άλλα πολλά, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για πλήρη και πραγματική οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη. Παρόλα αυτά, η βελτίωση είναι σημαντική, κυρίως σε ό,τι αφορά στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και στις συνθήκες ζωής των λαϊκών τάξεων.

Ακόμη πιο σημαντική είναι η ερμηνεία αυτής της βελτίωσης. Η κυρίαρχη ρητορική, όπως εκφράζεται π.χ. από τους αξιωματούχους της ΕΕ και της Ευρωζώνης, επαινεί την ελληνική κυβέρνηση για την επιτυχή εφαρμογή όλων των μέτρων του τρίτου μνημονίου, στην οποία αποδίδονται τα θετικά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το συγκεκριμένο «success story» δεν επετεύχθη εξαιτίας, αλλά παρά την ύπαρξη των μνημονίων.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν «υιοθέτησε» πλήρως τις βασικές οικονομικές επιλογές και την πολιτική λογική που ήταν πίσω από το μνημόνιο -και επικρίθηκε σκληρά, τόσο από την τρόικα όσο και από τη νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση στην Ελλάδα για τη μη «ιδιοκτησία» του προγράμματος-. Αντ’ αυτού, οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα ήταν συνεχείς, από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι και το καλοκαίρι του 2018, για ένα σύνολο θεμάτων με στόχο, από την ελληνική πλευρά, την ελαχιστοποίηση των συνεπειών του μνημονίου. Επομένως, αυτό που εξηγεί την «επιτυχία» της Ελλάδας και απαντά στο ερώτημα γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ τα κατάφερε, εν μέρει τουλάχιστον, εκεί που οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είχαν αποτύχει, είναι το αποτέλεσμα αυτού του «bras de fer».  

Περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας στη λήψη των αποφάσεων

Πριν από έξι μήνες, μόνο κάποιος με εμπειρία στη λήψη των αποφάσεων και τη νομοθετική διαδικασία σε συνθήκες μνημονίων θα αντιλαμβανόταν πλήρως τη σημασία της δήλωσης της ελληνικής κυβέρνησης ότι «με το τέλος των μνημονίων κερδίζουμε περισσότερους βαθμούς ελευθερίας».

Όμως, το τέλος του τρίτου μνημονίου σηματοδότησε πράγματι μια αλλαγή, τόσο στην ουσία όσο και στη διαδικασία της λήψης των αποφάσεων. Την περίοδο των μνημονίων, όλες οι αποφάσεις -ακόμη και για ελάσσονα θέματα- λαμβάνονταν υπό την επίβλεψη και σε διαπραγμάτευση με την τρόικα. Σήμερα, αντιθέτως, η Ελλάδα έχει αναλάβει την υποχρέωση να επιτύχει ορισμένους δημοσιονομικούς και φορολογικούς στόχους, αλλά είναι ελεύθερη να επιλέξει τα μέσα με τα οποία θα το κάνει.

Αυτή η αλλαγή δεν είναι μόνο συμβολική, ούτε έκανε απλώς ευκολότερη και αποτελεσματικότερη τη λειτουργία της ελληνικής κυβέρνησης και της δημόσιας διοίκησης. «Περισσότεροι βαθμοί ελευθερίας» σημαίνει ότι είναι πλέον η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο -και άρα οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας- που έχουν την ευθύνη για την ιεράρχηση των εθνικών προτεραιοτήτων σε συνάρτηση με τις κοινωνικές ανάγκες. Και αυτό είναι το πρώτο βήμα για την επιστροφή της πολιτικής στο προσκήνιο. Φυσικά, η υποχρέωση επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στο εγγύς μέλλον και οι συνακόλουθοι δημοσιονομικοί περιορισμοί, εξακολουθούν να αποτελούν μείζον εμπόδιο, αλλά οι αποφάσεις διαχείρισης του περιορισμένου, έστω, δημοσιονομικού χώρου είναι, παρόλα αυτά, πολιτικές.   

Ένα σύνολο θετικών οικονομικών και κοινωνικών μέτρων

Μετά τον Αύγουστο, αποφασίστηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ένα σύνολο θετικών οικονομικών και κοινωνικών μέτρων. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ο στόχος αυτών των μέτρων είναι διπλός: αφενός η ενίσχυση της παραγωγής και της οικονομικής δραστηριότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στα μέτρα στήριξης ενός διαφορετικού μοντέλου παραγωγής (περικοπές φόρων και μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες, τις μικρές επιχειρήσεις και τους συνεταιρισμούς), αφετέρου η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, η ενίσχυση της εργασίας και των δυνάμεων της (επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, ακύρωση των νομοθετημένων περικοπών στις συντάξεις, διανομή του ποσοστού του πρωτογενούς πλεονάσματος που υπερβαίνει τον στόχο του 2018, με τη μορφή κοινωνικού μερίσματος, στα χαμηλότερα εισοδήματα και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους κάτω των 24 ετών, νέα στεγαστικά επιδόματα με οικονομικά και οικογενειακά κριτήρια, σχολικά γεύματα για όλους τους μαθητές, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού σε κοινωνικές υπηρεσίες καίριας σημασίας, όπως τα ειδικά σχολεία ή το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι» για τους ηλικιωμένους).   

Η πιο σημαντική πρωτοβουλία που αποτέλεσε και μείζον πεδίο πολιτικής σύγκρουσης για την τρέχουσα κυβέρνηση στη μεταμνημονιακή περίοδο ήταν, πέραν κάθε αμφιβολίας, μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, από τα 586 στα 650 ευρώ (αύξηση 11%) και η κατάργηση του υποκατώτατου για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, οι οποίοι πριν αμείβονταν με 511 ευρώ (αύξηση 27%). Η αύξηση αυτή -παρότι και ο νέος κατώτατος μισθός παραμένει χαμηλός σε σχέση με το κόστος ζωής στην Ελλάδα- αναμένεται να έχει θετική επίδραση, όχι μόνο στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών που θα επωφεληθούν, αλλά στο σύνολο της εγχώριας ζήτησης και στη γενικότερη οικονομική δραστηριότητα. 

Πέρα από τα παραπάνω οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, το τέλος των μνημονίων παρέχει τον απαραίτητο χώρο και χρόνο και το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να μπορέσει να ασχοληθεί με μείζονα θεσμικά και πολιτικά ζητήματα που είναι σε εκκρεμότητα, όπως:

Η αναθεώρηση του Συντάγματος

Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντική μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (στο βαθμό που θα ολοκληρωθεί μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές) είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος. Η αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή ολοκλήρωσε πρόσφατα το έργο της και κατέθεσε την πρότασή της στην Ολομέλεια, η οποία αναμένεται να λάβει τις τελικές αποφάσεις της περί τα μέσα Μαρτίου. Η πρόταση της Επιτροπής περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν:

Α) Στα πολιτικά δικαιώματα, όπως στη θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους και την ενίσχυση της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, την προσθήκη μιας ρήτρας μη διάκρισης λόγω ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ά.

Β) Στα κοινωνικά δικαιώματα, όπως: στην καθιέρωση ενός αξιοπρεπούς, εγγυημένου από το κράτος επιπέδου διαβίωσης για όλους, μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικής στήριξης, στο δικαίωμα στην υγεία και στην υποχρέωση του κράτους να παρέχει καθολική πρόσβαση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, στον δημόσιο έλεγχο των βασικών κοινωνικών αγαθών όπως το νερό και ο ηλεκτρισμός, με στόχο τη συνταγματική αναγνώριση των κοινών, στην απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων στην εργασία, στη συνταγματική προστασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, στην αναγνώριση του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση μέσω ενός δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που θα στηρίζεται στις αρχές της αλληλεγγύης και της ανταποδοτικότητας, κ.ά. 

Γ) Στην καθιέρωση θεσμών που διευρύνουν τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους και τη λαϊκή πολιτική συμμετοχή, όπως η υποχρεωτική διενέργεια δημοψηφισμάτων για την επικύρωση διεθνών συνθηκών που μεταφέρουν κυριαρχικές εξουσίες από το ελληνικό κράτος σε διεθνείς οργανισμούς, η δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων και θέσπισης νόμων με λαϊκή πρωτοβουλία, η συνταγματική προστασία της αναλογικότητας του εκλογικού συστήματος, η καθιέρωση του ορίου των τριών συνεχόμενων θητειών για τα μέλη του Κοινοβουλίου κ.ά. 

Η Συμφωνία των Πρεσπών

Η δεύτερη μείζων εξέλιξη που αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας προσοχής τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ήταν η υπογραφή και η πρόσφατη επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, με την οποία επιλύθηκε μια μακροχρόνια διαφωνία με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (FYROM) και στο εξής Βόρεια Μακεδονία, και η οποία θεωρείται πρότυπο διαχείρισης των ζητημάτων ταυτότητας, διεθνώς. Με το κλείσιμο της συμφωνίας, η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία επανακτούν το διπλωματικό τους κεφάλαιο, απαραίτητο για τη διαχείριση άλλων μεγάλων εκκρεμών ζητημάτων στην περιοχή, για την ενίσχυση της ειρήνης και της σταθερότητας και για τη διευκόλυνση των διμερών, αμοιβαία επωφελών, σχέσεων, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο.

Είναι, πράγματι, δύσκολο να καταλάβει κανείς τη λαϊκή αντίδραση που προκάλεσε η συμφωνία, αν δεν αναλογιστεί ότι τα ζητήματα ταυτότητας είναι πάντα ευαίσθητα και συνήθως δεν καθορίζονται με αντικειμενικά ορθολογικά κριτήρια. Όμως, αυτό που τροφοδότησε την αντίδραση στη συμφωνία και -δυστυχώς- νομιμοποίησε μια εθνικιστική έξαρση που περιλάμβανε τη ρητορική του μίσους («προδότες» κ.ά.), καθώς και απειλές και άσκηση φυσικής βίας κατά των βουλευτών και όσων άλλων στήριξαν τη συμφωνία, ήταν η στάση της αντιπολίτευσης. Ήταν μια ατυχής και επικίνδυνη επιλογή, όχι μόνο από την πλευρά της δεξιάς αντιπολίτευσης της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και από το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, να ταυτιστούν με μια συμμαχία υπερσυντηρητικών ομάδων και οργανώσεων, ενός τμήματος του κλήρου και, φυσικά, του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής.

Προς μια αναβίωση της διαιρετικής τομής Αριστερά/Δεξιά

Η θυελλώδης πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ο καταλύτης -και όχι η αποκλειστική αιτία- για την εκδήλωση μιας πολιτικής κινητικότητας που υποδηλώνει την ενδεχόμενη αναδιαμόρφωση του ελληνικού κομματικού συστήματος. Τα μικρότερα κόμματα, ειδικά το «κεντρώο» Ποτάμι και το λαϊκιστικό δεξιό κόμμα και πρώην κυβερνητικός εταίρος των Ανεξαρτήτων Ελλήνων (ΑΝΕΛ), αλλά και το ΠΑΣΟΚ σε ένα βαθμό, υφίστανται αυξανόμενη πίεση εξαιτίας της κλιμάκωσης της πόλωσης ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία.

Η προαναφερθείσα επιστροφή της πολιτικής στο προσκήνιο έχει δυο όψεις: Από τη μια, όλα τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα υπέρ της εργατικής τάξης και των κατώτερων στρωμάτων, της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και των συνεργατικών σχημάτων είναι ενδεικτικά των κοινωνικών συμμαχιών που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ σε ταξική βάση. Από την άλλη, οι θεσμικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, όπως η αναθεώρηση του Συντάγματος και η Συμφωνία των Πρεσπών, έθεσαν ερωτήματα σε σχέση με τα πολιτικά δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ειρηνική διεθνή πολιτική, οι διαφορετικές απαντήσεις στα οποία ανέδειξαν τα όρια ανάμεσα στις προοδευτικές και τις συντηρητικές δυνάμεις.

Στη μεταμνημονιακή εποχή, η διαιρετική τομή «μνημόνιο/αντιμνημόνιο», αλλά και η ιδέα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις «νέες» πολιτικές δυνάμεις και το «παλαιό κατεστημένο» έχασαν την πολιτική τους αξία και ξεθώριασαν. Αντ’ αυτών, αυτή τη στιγμή αναβιώνει μια διπλή διαιρετική τομή που ανατρέχει στα «κλασικά» δίπολα: «λαϊκές/ανώτερες τάξεις» αφενός, και «προοδευτικοί/συντηρητικοί» αφετέρου. Η διαίρεση αυτή αναβιώνει και επαναπροσδιορίζει τη διαιρετική τομή Αριστερά/Δεξιά στην Ελλάδα. Μόνο αυτή η διπλή διαίρεση είναι ικανή να αποτελέσει μια σταθερή βάση για πολιτικές πρωτοβουλίες και κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που μπορούν να εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο σταθερότητας για το ελληνικό πολιτικό και κομματικό σύστημα.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου