Από τη Συνθήκη της Μπολόνιας μέχρι την απόρριψη μιας Κοσμήτορα: ο πρoσχηματικός Λόγος για την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης στη

Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο έχουν γίνει πολλαπλές προσπάθειες αναδόμησης στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, σε επίπεδο λειτουργίας, σχέσεων, καθηγητών, υπαλληλικού προσωπικού και σπουδαστών. Εχουν γίνει σημαντικές αλλαγές σε θεσμικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και ιδεολογικά επίπεδα. Οι μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή ανώτατη εκπαίδευση διαφοροποιήθηκαν από χώρα σε χώρα, αλλά σε γενικές γραμμές βαδίζουν σταθερά προς αυτό που λέμε Ενιαίος Χώρος Ανώτατης Εκαπίδευσης (ΕΧΑΕ). Μολονότι πολλοί υποστηρίζουν  τη σχετικά αυτόνομη φύση της διαδικασίας της Μπολόνια και την ανεξαρτησία της από τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αυτή εντάσσεται στην ευρύτερη διακήρυξη του «εξευρωπαϊσμού» και υπόκειται σε σημαντικές ερμηνείες κι επιδράσεις από την ευρύτερη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης (Nikolakaki & Pasias, 2010). Ειδικότερα, το περιεχόμενο και οι άξονες που διέπουν τη γενική διακήρυξη της Μπολόνια (συμβατότητα, συγκρισιμότητα, διαφάνεια, αξιοπιστία, ελκυστικότητα) κινούνται παράλληλα με τη στρατηγική της συνθήκης της Λισσαβώνας (ποιότητα, δυνατότητα πρόσβασης, ειλικρίνεια, σύγκλιση, ανταγωνιστικότητα, κινητικότητα). Παρ’ όλ’ αυτά, οι συνθήκες σε Μπολόνια και Λισσαβώνα προέρχονται κυρίως από «καθεστώτα της αλήθειας» (παγκοσμιοποίηση, οικονομίες της γνώσης, κοινωνίες κινδύνου, ευρωπαϊκή ολοκλήρωση) και είναι βασισμένες σε γνωστικά συστήματα (ελεύθερη αγορά, οικονομική αποτελεσματικότητα, επιχειρηματική λογική) που απορρέουν από το πεδίο της οικονομίας και της αγοράς, ελεγχόμενα από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και καθορισμένα από έννοιες όπως: αγοραιοποίηση, ιδιωτικοποίηση, επιτελεστικότητα, εκτίμηση/αποτίμηση, ρύθμιση, τεχνοκρατία, λογοδοσία, Ανοικτή Μέθοδος Συντονισμού.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είναι μια «ευκαιρία» για το πολιτικό σύστημα. Υπό το καθεστώς της «χρεοκρατίας», πολλά νεοφιλελεύθερα μέτρα που πριν από μερικά χρόνια θα θεωρούνταν απαράδεκτα, εφαρμόζονται χωρίς ουσιαστικά ν’ ανοίξει μύτη. Ετσι, η κρίση και η δυσφήμιση του πανεπιστημίου, οδηγούν στον περιορισμό του ακαδημαϊκού του χαρακτήρα ως δημόσιου αγαθού. Τα τελευταία 3 χρόνια, οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές της τρόικα και της κυβέρνησης εφαρμόζονται σε τρία επίπεδα: Πρώτα, σε εσωτερική μεταρρύθμιση, στη βάση του νεοφιλελεύθερου τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού κυρίως δομικών-λειτουργικών χαρακτηριστικών της ανώτατης εκπαίδευσης. Στη συνέχεια, στην ικανοποίηση των απαιτήσεων και την αφομοίωση της εδραίωσης ενός σύγχρονου “Panopticon” και τέλος στην κατά 40% μείωση του προϋπολογισμού για την ανώτατη εκπαίδευση. Με αυτόν τον τρόπο, θεωρείται πως η στέρηση ουσιαστικών λειτουργιών από τα πανεπιστήμια θ’ ανοίξει ευκολότερα το δρόμο στην αντικατάστασή τους  από ιδιωτικά συμφέροντα.
Στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση, όλα τα πανεπιστήμια είναι δημόσια και η όποια ιδιωτικοποίησή της απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ακόμη κι έτσι, οι προηγούμενες κυβερνήσεις προσπάθησαν για αρκετά χρόνια να τροποποιήσουν το Σύνταγμα, ώστε να επιτραπεί η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και να διευκολυνθούν αλλαγές στο πλαίσιο των δημόσιων πανεπιστημίων, τέτοιες που να επιτρέπουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις να χρηματοδοτούν τη δημόσια εκπαίδευση, υπονομεύοντας έτσι και την αυτονομία τους. Καθώς στο παρελθόν ο ακαδημαϊκός κόσμος (καθηγητές, υπαλληλικό προσωπικό και σπουδαστές) κέρδισε πολλές μάχες, ο σκληροπυρηνικός νεοφιλελευθερισμός δεν είχε μπορέσει να βρει σταθερή βάση. Πολλές αποφάσεις παρθηκαν σύμφωνα με τη διακήρυξη της Μπολόνια, αλλά ποτέ δεν θεσπίστηκαν δίδακτρα και τα πανεπιστήμια ήταν αυτοδιοικούμενα. Ολα τα νεοφιλελεύθερα σχέδια απέτυχαν με τη μαζική διαμαρτυρία σπουδαστών και προσωπικού την άνοιξη του 2006 και το χειμώνα του 2007, όταν έγινε προσπάθεια να καταργηθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος που διακηρύσσει τον ελεύθερο και δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ηταν μια νίκη με περαιτέρω επιπτώσεις, καθώς μέχρι σήμερα η κυβέρνηση όσο κι αν θέλει, δεν μπορεί να ζητήσει δίδακτρα από τους φοιτητές της ανώτατης εκπαίδευσης ούτε και να πάρει σημαντικές αποφάσεις για τη λειτουργία των πανεπιστημίων.
Αυτό έπρεπε ν’ αλλάξει σύμφωνα με το πολιτικό καθεστώς που επέβαλε η τρόικα, παρά το γεγονός ότι υπήρξε αντίσταση για περισσότερο από ένα έτος. Η προσπάθεια για μια νεοφιλελεύθερη ανώτατη εκπαίδευση μέσω του νόμου 4009/11 έγινε με τη θέσπιση Συμβουλίων Ιδρύματος στα οποία θα είχε ουσιαστική εκπροσώπηση ο επιχειρηματικός κόσμος. Αυτή η πρόταση απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών, που αντιστέκονταν επί μήνες. Μολαταύτα, περισσότεροι από 250 σε σύνολο 300 βουλευτών ψήφισαν υπέρ του νόμου. Οι Ελληνες ακαδημαϊκοί αντέδρασαν αμέσως, ξεκινώντας μια διεθνή έκκληση ενάντια στο συγκεκριμένο νόμο και περισσότεροι από 900 διανοούμενοι από 46 χώρες τη στήριξαν. Νόαμ Τσόμσκι, Σλαβόι Ζίζεκ, Χένρι Ζιρού, Ντέιβ Χιλ, Τζούθντιθ Μπάτλερ και άλλοι δάνεισαν τη φωνή τους γι΄ αυτόν το σκοπό τον Αύγουστο του 2011.
Ο νέος νόμος θέσπισε την ανάμιξη του επιχειρηματικού κόσμου στη διοίκηση των πανεπιστημίων. Για να παρακαμφθεί η επιταγή του Συντάγματος περί αυτοδιοικούμενων ιδρυμάτων, ο νόμος προέβλεπε τη σύσταση Συμβουλίων Ιδρύματος (ΣΙ)  από ανθρώπους του πανεπιστημίου, η οποία θα εκλέγει τους επιχειρηματίες από τους οποίους θ’ αποτελείται το ΣΙ. Το κάστρο έπρεπε να πέσει από μέσα. Ετσι, τα ΣΙ έπρεπε να εκλεγούν από τους καθηγητές σε κάθε πανεπιστήμιο. Οι καθηγητές αρνήθηκαν να παραδώσουν το δημόσιο αγαθό του πανεπιστημιόυ σε ιδωτικά συμφέροντα κι αντιστάθηκαν με κάθε μέσο. Αυτού του είδους οι εκλογές απορρίφθηκαν σε όλη τη χώρα. Η στάση των σπουδαστών υπήρξε ιδιαιτέρως ενεργή και υποστήριξαν την αντίσταση. Η αντίδραση στην ανακοίνωση της θέσπισης των επιτροπών τον Αυγουστο του 2011 ήταν μαζική. Για περισσότερο από ένα μήνα, περισσότερα από 300 πανεπιστημιακά τμήματα τελούσαν υπό κατάληψη. Το συμβούλιο των ενώσεων καθηγητών και πρυτάνεων επανειλημμένα αποφάσισε να μην υιοθετήσει τη μεταρρύθμιση.
Αυτό ήταν το πρώτο επίπεδο αντίδρασης. Τότε ο νόμος αναθεωρήθηκε και με τον 4074 του Απριλίου του 2012 έγινε υποχρεωτική η ηλεκτρονική ψηφοφορία (ή επιστολική-αν και προτιμήθηκε η ηλεκτρονική) υπέρ ή κατά των ΣΙ. Με τη δυνατότητα του ηλεκτρονικού ελέγχου, παραβιάστηκαν κατάφωρα δημοκρατικές αρχές όπως η μυστική ψηφοφορία κι έτσι τελικά ο νόμος εφαρμόστηκε.
Σημαντικό ζήτημα που προέκυψε με το νέο νόμο ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Καθώς στην Ελλάδα η στρατιωτική χούντα είχε πέσει από το φοιτητικό κίνημα, το πανεπιστήμιο κρίθηκε χώρος ασύλου στον οποίο δεν επιτρεπόταν η είσοδος των αστυνομικών αρχών. Για το πολιτικό σύστημα ήταν ζωτικής σημασίας να εκλείψουν οι ελεύθεροι χώροι καθώς επιχειρούσε επίθεση στη δημοκρατία. Ομοίως, για τους πανεπιστημιακούς ήταν ζωτικής σημασίας να προστατέψουν τη δημοκρατία. Δυστυχώς, ο νέος νόμος 4009.2011 κατάργησε την αρχή του πανεπιστημιακού ασύλου.
Επειτα από την εφαρμογή του νόμου και τη δημιουργία των Συμβουλίων Ιδρύματος, η επόμενη φάση της αποδόμησης των πανεπιστημίων ήταν το «σχέδιο Αθηνά» (Ιούνιος του 2013), που προέβλεπε το κλείσιμο ή τη συγχώνευση πολλών πανεπιστημιακών τμημάτων, συρρικνώνοντας έτσι δραματικά την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα (αλήθεια, πόσο κυνικό να χρησιμοποιείται έτσι το όνομα της θεάς της σοφίας). Πολλοί φοιτητές αντέδρασαν, μερικοί ακόμη και με απεργίες πείνας, εξηγώντας ότι με τα νέα δεδομένα ήταν δυνατό κάποιος να έχει ξεκινήσει τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη και να είναι υποχρεωμένος να τις τελειώσει στη Χαλκίδα. Σοβαρή επίπτωση του «Σχεδίου Αθηνά» είναι το γεονός ότι θα λάβουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση λιγότεροι σπουδαστες, προερχόμενοι κυρίως από την εργατική τάξη. Προφανώς γίνεται προσπάθεια να καμφθεί το Σύνταγμα με έμμεσους τρόπους, ώστε να γίνουν αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. 
Η πιο πρόσφατη προσπάθεια αποδόμησης της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης ήταν η απόλυση 1349 διοικητικών και βοηθητικών υπαλλήλων τον Οκτώβριο του 2013, όπως βιβλιοθηκάριοι, υπάλληλοι γραφείων, τεχνικοί, φύλακες, IT managers, υπάλληλοι οικονομικών υπηρεσιών, ταχυδρόμοι. Για ανεξήγητους λόγους, αυτά συνέβησαν σε πανεπιστήμια που συγκαταλέγονται στα 200 καλύτερα του κόσμου (Θεσσαλονική, Αθήνα, Ε.Μ.Π. κλπ)
Η νέα διαχείριση στην ελληνική ανώτατη εκπαίδευση 
Τα καινούργια ΣΙ των πανεπιστημίων καθρεφτίζουν την προσπάθεια για νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση. Πιο συγκεκριμένα, άνθρωποι των αγορών τοποθετούνται σε αυτές με στόχο ν’ αποφασίζουν για το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Αυτή η μεγάλη αλλαγή στη διοίκηση της ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να εμηνευτεί και ως παράδοση των πανεπιστημίων και των πολυτεχνικών σχολών στις αγορές. Σε επίπεδο εσωτερικών μεταρρυθμίσεων, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις επιρροής από μια οικονομία βασισμένη στην τεχνοκρατία, που χαρακτηρίζεται από α) την ιδεολογία του νεοφιλελεύθερου προτύπου αγοράς, β) την προώθηση της διαχείρισης βάσει του «επιχειρηματικού μοντέλου» και γ) την τεχνοκρατία αναφορικά με τις διαδικασίες αξιολόγησης και λογοδοσίας.
Ο μεγαλύτερος όγκος της κριτικής για τις αλλαγές/μεταρρυθμίσεις της Τρόικας στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναφέρεται σε διαδικασίες που προάγουν τη σταδιακή αποδόμηση του ακαδημαϊκού χαρακτήρα και την παρακμή του πανεπιστημίου ως δημόσιου αγαθού μέσω της προώθησης ενός νεοφιλελεύθερου, τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού βασισμένου στο «επιχειρηματικό μοντέλο» και την «οικονομική αποδοτικότητα».
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον υπονομευτικό ρόλο των ΣΙ προέκυψε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όταν το ΣΙ, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του νόμου 4009/2011 σχετικά με την επιλογή Κοσμήτορα για τη Φιλοσοφική Σχολή, επέλεξε να απορρίψει τη μοναδική υποψηφιότητα. Η απόφαση αυτή δεν περιείχε ουσιαστικό σκεπτικό και γινόταν απλώς μια αναφορά στα πρακτικά των σχετικών συνελεύσεων της επιτροπής αξιολόγησης της υποψηφιότητας. Από μόνο του κάτι τέτοιο δημιουργεί πρόβλημα μιας κι ο νόμος προβλέπει ότι το Συμβούλιο πρέπει να διαμορφώσει άποψη βάσει των «προσόντων» των υποψηφίων. Μια επισήμανση: Η υποψήφια καθηγήτρια Ελένη Καραμολέγκου, παρότι ψηφοφόρος της συντηρητικής παράταξης, είχε αντισταθεί στην καταστροφή της ανώτατης εκπαίδευσης, ενώνοντας τη φωνή της με αυτές άλλων πολιτικών χώρων.
Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι ο νόμος δίνει στα Συμβούλια Ιδρύματος  δύναμη που είναι φανερά αντιδημοκρατικού και απολυταρχικού χαρακτήρα. Είναι αδιανόητο να μπορεί ο καθένας να υποβάλει υποψηφιότητα για τη θέση του πρωθυπουργού, αλλά οι υποψήφιοι κοσμήτορες ή πρυτάνεις να χρειάζονται την έγκριση των ΣΙ. Η απόρριψη σημαίνει πως οι διοικούντες δεν έχουν εμπιστοσύνη στην εκλογική διαδικασία και θέλουν να την ελέγξουν. Κάτι τέτοιο είναι σφόδρα προσβλητικό για το εκλογικό σώμα. Αν οι υποψήφιοι κοσμήτορες και πρυτάνεις είναι εκλεγμένοι από τους πανεπιστημιακούς, ποιος ο λόγος να απορριφθούν από τα ΣΙ; Φαίνεται πως τα «ώριμα μέλη» των Συμβουλίων  δεν εμπιστεύονται τους καθηγητές πανεπιστημίων σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των ικανοτήτων των υποψηφίων και προτιμούν να λειτουργούν εξ’ ονόματός τους.
Δεν είναι όμως η μοναδική περίπτωση που τα Συμβούλια Ιδρύματος έδειξαν  απολυταρχικό  πρόσωπο. Τα ίδια κάλεσαν την αστυνομία για να καταστείλει φοιτητικές κινητοποιήσεις, τα ίδια επεδίωξαν να σταματήσει ο ηρωικός και δίκαιος αγώνας των διοικητικών υπαλλήλων ενάντια στις απολύσεις και τη διαθεσιμότητα, ενώ επικρότησαν την παραπομπή του πρύτανη του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Καθηγητή Πελεγρίνη σε πειθαρχικό συμβούλιο. Συνολικά, είναι προφανές για οποιονδήποτε παρατηρητή που διαθέτει κριτικό πνεύμα και οξυδέρκεια, ότι ο ρόλος των επιτροπών είναι βαθειά αντιδραστικός.
Συμπεράσματα
Σχετικά με την αντίσταση στη νεοφιλελευθεροποίηση του ελληνικού πανεπιστημίου, ο ακαδημαϊκός κόσμος έχει θέσει τα ακόλουθα κρίσιμα ερωτήματα και ζητήματα: Η ευθύνη της Πολιτείας δεν είναι δυνατό να περιορίζεται στη σωστή λειτουργία της αξιολόγησης, της παρακολούθησης και των μηχανισμών απόδοσης ευθυνών. Η Πολιτεία δεν είναι δυνατό να μετατρέπεται σε επόπτη, αλλά πρέπει να αποτελεί εγγυητή σταθερότητας της λειτουργία του πανεπιστημίου ως δημόσιου αγαθού, προς όφελος και των δύο πλευρών. Με άλλα λόγια, βασικό ζήτημα που προκύπτει για τους ακαδημαϊκούς σχετικά με το ρόλο των ΣΙ είναι η εμφάνιση κι επικράτηση μιας ιδεολογίας «επιστημο-τεχνοκρατικού υβριδισμού» και η δημιουργία ενός διαχειριστή/τεχνοκράτη που θα ανήκει σε μία νεο-τεχνοκρατική ελίτ. Αυτό σχετίζεται ευθέως με τις δραστικές αλλαγές στις σχέσεις «εξουσίας – γνώσης» που αφορούν σε θέματα διοίκησης της ανώτατης εκπαίδευσης, τι/ ποιος χρειάζονται τα πανεπιστήμια να υπηρετούν, την κοινωνία, τα άτομα ή την αγορά.
Αυτή η νέα τεχνοκρατία πρόκειται να εγκαθιδρύσει «καθεστώτα αλήθειας» (ευθύνη, επιτελεστικότητα κλπ), που νομιμοποιούν και προάγουν ένα εκπαιδευτικό “Panopticon” – κυβερνολογική βασισμένη στην παρακολούθηση μέσω ενός πλαισίου διεθνών κανόνων, αξιολόγηση από τεχνοκράτες-διαχειριστές βασισμένη στην επιτελεστικότητα, λογοδοσία σύμφωνα με την αποτελεσματικότητα στην επίτευξη στόχων, ενδεχόμενη αμοιβή ανάλογα με την επίδοση (Nikolakaki & Pasias, 2010). Αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή στη σημασία της ανώτατης εκπαίδευσης για την κοινωνία, που μέχρι τώρα είχε να κάνει με τη διαμόρφωση ενός ανθρώπου με κριτικό πνεύμα και ευρεία μόρφωση, ο οποίος εκπληρώνει τις προοπτικές και δυνατότητες του και συμβάλλει για να έχει νόημα ο δημόσιος βίος, κοινωνικος και οικονομικός. 
Με δεδομένο ότι οι αντιδημοκρατικές νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές είναι σχεδιασμένες για να αποσταθεροποιήσουν τη δημοκρατία με το πρόσχημα της ιδωτικοποίησης, ευθύνης κι «επιστημονικής» προσέγγισης της εκπαίδευσης, οι πανεπιστημιακοί πρέπει ν’ ανταποκριθούν στην έκκληση για μια δημοκρατική εκπαίδευση. Οχι μόνο σαν αντίμετρο για την τρέχουσα επίθεση που δέχεται οτιδήποτε έχει δημόσιο χαρακτήρα, αλλά και σαν μέσο για μεγαλύτερη συμμετοχή στην εφαρμογή της δημοκρατίας. 
Παραπομπές
1. L. Vatikiotis & M. Nikolakaki (2013). Debt, crisis and resistance in Greece in Dave Hill, in: Immiseration capitalism and Education: Austerity, Resistance and Revolt, London: IEPS, pp. 120-144.
2. M. Nikolalaki & G. Pasias (2010). Greek Higher Education Area and the Bologna Panopticon: Processes of Governmentality, Performativity and Surveillance in Joao Paraskeva, in: The Unaccomplished Utopia: Neo-Conservative Dismantling of Public Higher Education in European Union, Rotterdam/Boston/Taipei: Sense Publishers, pp. 65-94.