Ανανεώνοντας την Ευρώπη: για μια κοινή κοινωνική και οικολογική βιομηχανική πολιτική

Όσο η κρίση συνεχίζεται και η μέση βιομηχανική παραγωγή της ΕΕ παραμένει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα προ κρίσης, το «Πακέτο Εργασιών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στερούνται αξιώσεων για να σταθούν στο ύψος των δραματικών προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η ΕΕ. Στον ΣΥΡΙΖΑ δόθηκε καθαρή εντολή να αμφισβητήσει τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης από την ΕΕ και να προτείνει ένα νέο δόμο για την Ευρώπη – ανοίγοντας τον δρόμο για ένα οικολογικά βιώσιμο και κοινωνικά χρήσιμο νέο μοντέλο ανάπτυξης.
Με πρωτοβουλία του μέλους της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής, Άξελ Τρόοστ, και με τη συμμετοχή οικονομολόγων ενός ευρέως φάσματος, συνδικαλιστών και πολιτικών από όλη την Ευρώπη, αυτή η έκκληση στοχεύει στο να αποτελέσει μια βάση για να ανοίξει ένας διάλογος πάνω σε αυτό το ζήτημα στην Ευρώπη.

Η Ευρώπη παραμένει σε κατάσταση κρίσης. Από την μεγάλη κρίση του 2007, η υποτονική οικονομική μεγέθυνση έχει κοστίσει την απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, αυξάνοντας το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, εντείνοντας την ανισότητα της κατανομής των εισοδημάτων και του πλούτου εντός χωρών μελών και μεγεθύνοντας τις διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ κρατών μελών. Αυτή η κρίση έχει ήδη επηρεάσει τις πολιτικές και τη διαμόρφωση των κομμάτων: κόμματα με εθνικιστική και αντιευρωπαϊκή ατζέντα αυξάνουν την στήριξή τους. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το δεξιό λαϊκιστικό κόμμα ΚΑΗΒ* ασκεί πίεση για έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Με εξαίρεση την Γερμανία, οι χώρες της ζώνης του Ευρώ περιθωριοποιούνται όλο και περισσότερο με όρους βιομηχανικής ανάπτυξης και οικονομικής μεγέθυνσης. Η αρνητική οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη παράλληλα με τον σημαντικό κίνδυνο μιας εντεινόμενης ύφεσης θέτουν το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό αμφισβήτηση. Οι νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις – αποδιοργάνωση της αγοράς εργασίας και περαιτέρω περικοπές του κοινωνικού κράτους – ενισχύουν κι άλλο τις τάσεις στασιμότητας και την όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων. Δεν προσφέρουν καμία επαρκή απάντηση στις επείγουσες οικολογικές προκλήσεις που ανακύπτουν.
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν χάσει σημαντικό μερίδιο της συνολικής παραγωγής πλούτου και του εμπορίου. Αυτό οδηγεί σε τρομακτικά υψηλά επίπεδα ανεργίας στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ζώνη. Η παγκόσμια μετατόπιση ισχύος αντικατοπτρίζεται επίσης στην υποτίμηση και την υποβάθμιση των δημοσίων υποδομών και  στη συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων, καθώς και στον όγκο των καταγραφών άμεσων επενδύσεων. Οι ξένες επενδύσεις εξυπηρετούν στρατηγικούς στόχους διείσδυσης σε αγορές παρότι η μερίδα του λέοντος στις επενδύσεις εξακολουθεί να πηγαίνει προνομιακά στην εγχώρια αγορά. Αυτή η κατάσταση απαιτεί πολιτική μετατόπιση φυσικά και ριζοσπαστική ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Μια πολιτική μετατόπιση προς επενδύσεις σε υποδομές, βιώσιμη παραγωγή και δημιουργία ευκαιριών αξιοπρεπούς απασχόλησης είναι άμεσα αναγκαία!
Όμως η ευρωπαϊκή πολιτική καθυστερεί. Οι αρχηγοί των κυβερνήσεων μπλοκάρουν τις οικονομικές διαπραγματεύσεις της ΕΕ: το Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως, αρνείται μια επέκταση των οικονομικών πόρων στον προϋπολογισμό του 2015. Η Γερμανία εμποδίζει την αξιοποίηση των αχρησιμοποίητων δισεκατομμυρίων του ταμείου διάσωσης του ΕΜΣ*. Συνεπώς ο σκοπός για χρηματοδότηση καθυστερημένων επενδύσεων και λήψη δραστικών μέτρων ενάντια στη μαζική ανεργία μειώνεται ακόμα περισσότερο.
Παρά τις αρνητικές συνθήκες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να εκπληρώσει την υπόσχεσή της για ενίσχυση της οικονομικής μεγέθυνσης και ενδυνάμωση του μεταποιητικού τομέα. Οι ανισότητες σε εισοδήματα και πλούτο πρέπει να αντιμετωπιστούν και να εισαχθεί ένα άλλης ποιότητας κανονιστικό πλαίσιο. Οι δημόσιες επενδύσεις στην ευρωπαϊκή οικονομική ζώνη θα μπορούσαν να ελαττώσουν τις υπάρχουσες ανισότητες και να εφαρμόσουν μια νέα οικονομική διάρθρωση. Η κρίση στην Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με έναν κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμο τρόπο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι όλες οι χώρες μέλη θα ενσωματωθούν περισσότερο στο «παραγωγικό δίκτυο της Ευρώπης», και πως τα βιομηχανικά δίκτυα στην Ευρώπη θα επεκταθούν και θα προσανατολιστούν προς νέα αναπτυξιακή τροχιά. Μια πανευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική θα μπορούσε να μειώσει τις ανισότητες μεταξύ των χωρών και των περιοχών της ΕΕ εστιάζοντας στο ξεκίνημά της σε πληγμένες οικονομικά περιοχές. Η μεταποιητική παραγωγή στην ΕΕ προσμετράται στην Γερμανία (30 τοις εκτατό), και την Ιταλία, την Γαλλία, την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο (χοντρικά στο 40 τοις εκατό όλες μαζί). Το υπόλοιπο 30 τοις εκατό μοιράζεται μεταξύ των υπόλοιπων 23 χωρών μελών της ΕΕ.
Η τρέχουσα κατάσταση υπογραμμίζει την ανικανότητα των πολιτικών αρχηγών να οργανώσουν μια οικονομική ανάπτυξη που θα διασφαλίζει την συντήρηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού μέσω αξιοπρεπούς απασχόλησης και επαρκούς χρηματοδότησης κοινωνικών μεταβιβάσεων.
Παρατηρούμε τα νεοφιλελεύθερα δεινά κάθε μέρα: η ανεργία στην Ευρώπη φτάνει σε νέα ιστορικά υψηλά επίπεδα, η νεανική ανεργία στερεί σε μια ολόκληρη γενιά στις χώρες της κρίσης ένα αξιοπρεπές μέλλον. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, 5,1 εκατομμύρια άνθρωποι κάτω των 25 στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι άνεργοι. Τα υψηλότερα επίπεδα απαντώνται στην Ισπανία (53,5 τοις εκατό), την Ελλάδα (49,8 τοις εκτατό), την Κροατία (45,5 τοις εκατό) και την Ιταλία (43,9 τοις εκατό). Πάνω από το ένα τέταρτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού – 125 εκατομμύρια άνθρωποι – ζουν κάτω από το όριο ή βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας. Ούτε οι μισοί άνθρωποι δεν δουλεύουν με αορίστου χρόνου, συλλογικά συμφωνημένες συμβάσεις. Η επισφάλεια τσακίζει τις κοινωνίες μας.
Αυτό οδηγεί σε μια αυξανόμενη και νομιμοποιημένη κοινωνική δυσαρέσκεια. Όμως μέσα στην κρίση, αυξάνει επίσης και η αντίσταση: Στην Ελλάδα, η εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιριών για την πολιτικοοικονομική ανανέωση της χώρας κι ολόκληρης της ευρωζώνης, επίσης.
Οι απαντήσεις στην κρίση από την Τρόικα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, διαμέσου της αποκλειστικής εμμονής τους στην λιτότητα και την νομισματική σταθερότητα δεν έλυσαν αλλά επιδείνωσαν τα ανεξέλεγκτα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.
Η κρίση χρέους των πληγμένων κρατών έχει οικονομικά και πολιτικά αίτια και δεν είναι αποτέλεσμα ανεύθυνων κυβερνητικών δαπανών ή φορολογικών πολιτικών. Αυτό φαίνεται από την ανάπτυξη του συνολικού δημοσίου χρέους το οποίο εκτοξεύθηκε μετά το 2008, συγκεκριμένα εξαιτίας των επιχειρήσεων διάσωσης των τραπεζών. Συμπεραίνεται ότι η κρίση χρέους μπορεί να επιλυθεί μέσω της βελτίωσης των οικονομικών βάσεων και μιας θεμελιακής πολιτικής αλλαγής φυσικά. Οι νομισματικές και οικονομικές πολιτικές από μόνες τους δεν επαρκούν για να ξεπεραστεί η κρίση.
Οι οικονομίες της ΕΕ έχουν υποβληθεί σε μια μακροπρόθεσμη τάση αποβιομηχανοποίησης που έχει – σε κάποιες περιοχές δραματικά – ενισχυθεί από την τρέχουσα κρίση. Γι’ αυτό το λόγο, η Ελλάδα και άλλες χώρες έχουν υποστεί την διάλυση των βιομηχανικών αξιακών αλυσίδων και την πλήρη εξαφάνιση της βιομηχανίας και των παραγωγικών δικτύων.
Η συρρίκνωση της κατασκευής διαβρώνει τα θεμέλια της παραγωγής αξίας, καταστρέφει την ειδικευμένη εργασία και δημιουργεί αυξανόμενη εξάρτηση σε εισαγωγές. Οι υποσχόμενες ανταμοιβές για επέκταση του τομέα των υπηρεσιών και απελευθέρωση του χρηματοοικονομικού τομέα δεν υλοποιήθηκαν.
Για να σπάσει αυτή η θανατηφόρα τάση, η οποία είναι εμφανής εδώ και κάποιο διάστημα, πρέπει η νομισματική πολιτική να συμπληρωθεί από μια οικονομική πολιτική που να ενισχύει τη ζήτηση. Μόνο αν ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις και η καταναλωτική ζήτηση μπορεί να αναμένεται μια αναζωογόνηση της οικονομίας, και η νομισματική πολιτική να διατηρήσει την αποτελεσματικότητά της. Μια τέτοια ανάκαμψη μπορεί να στηριχθεί από μια αύξηση σε μισθούς η οποία θα έδινε νέα ώθηση στον πληθωρισμό σε μια κατεύθυνση σταθερότητας των τιμών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να ισοσταθμίσει την αποπληθωριστική κίνηση με την επεκτατική νομισματική πολιτική της.
Η ενίσχυση της καταναλωτικής ζήτησης σε όλη την Ευρώπη μπορεί να πετύχει την μετάβαση σε μια κοινωνικά και οικολογικά βιώσιμη διαρθρωτική πολιτική.
Η Ευρώπη χρειάζεται ανανέωση της βιομηχανικής της βάσης και μια νέα κοινωνική κατανομή της εργασίας. Σχεδιάζοντας σε νέες τεχνολογίες (Βιομηχανία 4.0) και αξιακές αλυσίδες που υπόσχονται να παραμείνουν βιώσιμες στο μέλλον, πρέπει να διενεργηθεί μια διαρθρωτική κοινωνικο-οικολογική αλλαγή πανευρωπαϊκά η οποία θα υπερνικήσει τα σημερινά επίπεδα ανεργίας και θα προσφέρει αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας ειδικά για τη νέα γενιά. Ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη, αυτή η νέα κατανομή της εργασίας αντιμετωπίζεται ως παραγωγική ανασυγκρότηση και μετασχηματισμός. Αυτό σε κάποιο βαθμό μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στις υπάρχουσες οικονομικές παραδόσεις και δομές.
Από το 2008, η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και η ήπειρος έχει πολωθεί ακόμα περισσότερο. Εκτός από την Πολωνία όπου η μεταποιητική παραγωγή το 2013 αυξήθηκε κατά 18 τοις εκατό σε σχέση με το 2008, η βιομηχανική παραγωγή έχει φτάσει στα επίπεδα προ κρίσης μόνο στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία.
Απέναντι σε αυτό το υπόβαθρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε ως στόχο να αυξήσει το μερίδιο του μεταποιητικού τομέα ξανά στο 20 τοις εκατό της συνολικής παραγωγή αξίας. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γιούνκερ παρουσίασε ένα επενδυτικό πρόγραμμα το οποίο έχει σκοπό να συμβάλει στην επίλυση της κρίσης προωθώντας επενδύσεις 315 δισεκατομμυρίων με την ενίσχυση του δημοσίου. Η μερίδα του λέοντος των χρημάτων πρόκειται να προέλθει από ιδιωτικούς επενδυτές αλλά τα κριτήρια καταλληλότητας των προτάσεων δεν έχουν γνωστοποιηθεί ακόμα. Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC) η οποία είχε παρουσιάσει νωρίτερα το δικό της σχέδιο ανασυγκρότησης εκφράζει δυσπιστία. Ακόμη κι αν το προτεινόμενο ποσό μπορούσε να αυξηθεί, θα κάλυπτε μόλις το 40 τοις εκατό της μείωσης των επενδύσεων από την αρχή της κρίσης. Γι’αυτό η  ETUC θεωρεί πως είναι απαραίτητο τουλάχιστον το διπλάσιο μέγεθος επενδύσεων κάθε χρόνο – και όχι μόνο μέχρι το 2017 αλλά μέχρι το 2020.
Η λίστα των προγραμμάτων που έχουν κατατεθεί στις Βρυξέλλες για χρηματοδότηση από τα μέλη κράτη εγείρει αμφιβολίες. Ούτε η οικολογική ούτε η κοινωνική ή η ευρωπαϊκή διάσταση δείχνει να έχει ληφθεί υπόψη στην επιλογή των προτάσεων. Ο οικονομικός και εθνικός ομφαλοσκοπισμός κυριαρχεί. Ζητούνται εννέα δισεκατομμύρια για αυτοκινητόδρομους, τρία εκατομμύρια για το Αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης αλλά καθόλου για σιδηρόδρομους και σχεδόν καθόλου για δίκτυα συνδυασμένων μεταφορών.
Δεδομένων των οικονομικών και κοινωνικών κινδύνων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή, οι πολιτικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι εντελώς ανεπαρκείς. Το Πακέτο Γιούνκερ δεν αντιμετωπίζει τα αίτια της υποτονικότητας των επενδυτικών δραστηριοτήτων και αποτυγχάνει να εκκινήσει μια αλλαγή στην οικονομική πολιτική.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια πολιτική που θα προωθεί ενεργά την επανα-εκβιομηχάνιση, και μια πολιτική δημοσίων επενδύσεων που θα σταματά και θα αντιστρέφει την υποβάθμιση των δημοσίων υποδομών, το οποίο αποτελεί πρόβλημα για πολλές χώρες της ΕΕ. Με μια χρηματοδότηση της τάξης του 2 τοις εκατό του ΑΕΠ της ΕΕ, όπως προτείνουν και οι ευρωπαϊκές ομοσπονδίες συνδικάτων, μια τέτοια πολιτική θα έδινε τον παλμό που θα μπορούσε να ωθήσει την οικονομική ανάπτυξη μακριά από τη στασιμότητα.
Μια νέα πανευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική θα μπορούσε να αντιστρέψει τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις των προηγούμενων δεκαετιών. Οι νέες δραστηριότητες θα μπορούσαν απευθείας να παράγουν δημόσια αγαθά όπως η γνώση, η οικολογική προστασία, η ποιότητα ζωής, η κοινωνική ενσωμάτωση και η εδαφική κυριαρχία.
Μια νέα πανευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική μπορεί να αποτελέσει ένα κρίσιμο εργαλείο για την προώθηση του οικολογικού μετασχηματισμού της Ευρώπης, μειώνοντας την κατανάλωση μη ανανεώσιμων πηγών, αναπτύσσοντας ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή αποδοτικότητα, προστατεύοντας τα οικοσυστήματα, τα τοπία και τη βιοποικιλότητα, μειώνοντας τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου καθώς επίσης και τα απόβλητα, επεκτείνοντας την ανακύκλωση και καταπολεμώντας τις πρόσφατες στρατηγικές αγροτικής οικονομίας όπως η αρπαγή γης και ψαριών. Χρειάζεται ένας συνδυασμός άμεσης κρατικής παρέμβασης, πρόνοιας περιβαλλοντικών υπηρεσιών, και απαραίτητων διατάξεων για τις ιδιωτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης και της περιβαλλοντικής φορολογίας, των κινήτρων, των δημοσίων συμβάσεων και της ρύθμισης των νέων αγορών.
Ένα ευρωπαϊκό επενδυτικό πακέτο θα μπορούσε να επιφέρει την παύση των πολιτικών λιτότητας στην Ευρώπη. Αυτή η πολιτική αντιστροφή σημαίνει ένα σταδιακό ξεπέρασμα της στασιμότητας και για τα περισσότερα μέλη κράτη μια σταδιακή μείωση των τεράστιων ποσοστών ανεργίας.
Εκτός από μια ξεκάθαρη αλλαγή φυσικά προς μια ενεργή παρέμβαση ώστε να ενισχυθεί η παραγωγή και η οικονομική δραστηριότητα γενικότερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση απειλείται από τη συνέχιση μιας ανάπτυξη που θέτει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, υπονομεύει περαιτέρω το κοινό αίσθημα της ΕΕ και, σε βάθος χρόνου, θέτει σε κίνδυνο την ίδια της τη συνοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να αντιμετωπίσει την κρίση που πλήττει αυτή και τις χώρες μέλη της, ενεργά και προς το συμφέρον της πλειοψηφίας του λαού.
Απαραίτητες προϋποθέσεις μιας προοδευτικής βιομηχανικής και οικονομικής πολιτικής της οποίας τα κριτήρια και οι προτεραιότητες πρέπει να συζητηθούν δημόσια είναι:
·         Το τέλος της λιτότητας η οποία έχει επιφέρει τις πιο καταστροφικές κοινωνικές επιπτώσεις στις οικονομικά εξασθενημένες χώρες και η οποία δεν προσφέρει καμία λύση στην κρίση χρέους
·         Το τέλος των ιδιωτικοποιήσεων οι οποίες εφαρμόζονται πιο έντονα στις χώρες της κρίσης, επιφέρουν περαιτέρω περικοπή θέσεων εργασίας και σε βάθος χρόνου υπονομεύουν τη δυνατότητα της κυβέρνησης να δράσει
Βασικά στοιχεία και στόχοι μιας προοδευτικής ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής να είναι:
·         Η ενίσχυση της παραγωγής πανευρωπαϊκά και όχι μόνο στα παραδοσιακά βιομηχανικά κέντρα
·         Η μείωση των ενδοευρωπαϊκών ανισοτήτων, συμπεριλαμβανομένων και των εμπορικών ανισορροπιών. Αυτές έχουν οδηγήσει στην τρέχουσα κρίση και εμποδίζουν την επίλυσή της
·         Ο εκδημοκρατισμός του τρόπου λήψης αποφάσεων σε μίκρο και μακροοικονομικό επίπεδο. Οι σχετικοί ενδιαφερόμενοι παράγοντες σε συνδικαλιστικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο πρέπει να συμπεριλαμβάνονται πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πρωτοβουλιών της ΕΕ
·          Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με συμβάσεις αορίστου χρόνου και μισθούς που να επιτρέπουν μια ανεξάρτητη ζωή απαλλαγμένη από τη φτώχεια
·         Η αύξηση του κύρους και της αξίας της εργασίας μέσω ολοκληρωμένων και συνεχόμενων προγραμμάτων κατάρτισης και ευκαιριών απασχόλησης για τους νέους, πολλοί εκ των οποίων είναι υψηλής ειδίκευσης
·         Η οικολογική βιωσιμότητα, ειδικά στους τομείς της ενέργειας και της αποδοτικότητας των πόρων
·         Η ανάπτυξη ερευνητικών προγραμμάτων και τεχνολογίας (Βιομηχανία 4.0) που προάγουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό στην Ευρώπη ανεξαρτήτως απαίτησης οικονομικής αποδοτικότητας
·         Η παροχή δανείων και η ενεργοποίηση επενδύσεων που διευκολύνουν μια βιώσιμη παραγωγική ανασυγκρότηση σε ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η Ευρώπη πρέπει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών της, αντί να συναινεί στην στασιμότητα, την ανεργία και την απώλεια προοπτικών, ιδιαιτέρως για τους νέους ανθρώπους.
Οι πρώτες υπογραφές στην έκκληση «Ανανεώνοντας την Ευρώπη: για μια κοινή κοινωνική και οικολογική βιομηχανική πολιτική»
Έλμαρ Αλτφάτερ (Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Γερμανία)
Μπερντ Μπελίνα (Καθηγητής Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Γκαίτε Φρανκφούρτης, Γερμανία)
Χάιντς Μπίρμπαουμ (Μέλος του Κοινοβουλίο του Ζάαρλαντ, Γερμανία)
Γιόακιμ Μπίσοφ (πρώην Μέλος του Κοινοβουλίου, εκδότης του περιοδικού SOZIALISMUS, Γερμανία)
Φρεντερίκ Μπουρζέ (συνδικαλιστής, Γαλλία)
Κωστής Χατζημιχάλης (Ομότιμος Καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, Ελλάδα)
Αλέξης Χαρίτσης (Μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, συντονιστής του τμήματος ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Ελλάδα)
Γκαμπριέλ Κολετίς (Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης, Γαλλία)
Μπερνάρ Ντεβέρ (συνδικαλιστής, Γαλλία)
Κορνήλια Ερνστ (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, DIE LINKE, Ευρωομάδα της Αριστεράς-GUE/NGL, Γερμανία)
Τρέβορ Έβανς (Καθηγητής Οικονομικών στην Σχολή Οικονομικών και Δικαίου του Βερολίνου, EuroMemo Group, Γερμανία)
Μαρίκα Φραγκάκη (οικονομολόγος, Μέλος του ΔΣ του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, EuroMemo Group, Ελλάδα)
Ματτέο Γκάντι (οικονομολόγος, Punto Rosso, Ιταλία)
Φραντσέσκο Γκαριμπάλντο (Κοινωνιολόγος της Βιομηχανίας, Διευθυντής του Ιδρύματος Κλαούντιο Σαβαττίνι, Ιταλία)
Αλμπέρτο Γκαρθόν (οικονομολόγος, Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ενωμένη Αριστερά, Ισπανία)
Ελιζαμπέτ Γκοτιέ (transform! europe, Γαλλία)
Τόμας Χέντελ (Μέλος τους Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Πρόεδρος της Επιτροπής Εργασίας και Κοινωνικών Σχέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Γερμανία)
Λιεμ Χοάνγκ Νγκος (πρώην Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Γαλλία)
Γιοχάνες Γιέγκερ (Καθηγητής Οικονομικών και Διευθυντής του Τμήματος Οικονομικών του Πανεπιστημίου Εφαρμοσμένων Επιστημών στη Βιέννη – bfi, Αυστρία)
Γιούργκεν Κλούτε (πρώην Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Γερμανία)
Πιερ Λοράν (Πρόεδρος του ΚΕΑ, Γενικός Γραμματέας του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, Γαλλία)
Πατρίκ Λε Ιαρίκ (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, Ευρωομάδα της Αριστεράς-GUE/NGL, αρχισυντάκτης της εφημερίδας l’Humanité, Γαλλία)
Παλόμα Λόπεζ Βερμέχο (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ενωμένη Αριστερά, Ευρωομάδα της Αριστεράς-GUE/NGL, Ισπανία)
Φρανσέσκο Λούσα (Καθηγητής Οικονομικών της Σχολή Οικονομίας και Διοίκησης, Λισαβόνα, Πορτογαλία)
Μπιργκίτ Μάνκοπφ (Καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Πολιτικής στη Σχολή Οικονομικών και Δικαίου του Βερολίνου, Γερμανία)
Μαρίζα Ματίας (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μπλόκο της Αριστεράς, υπεύθυνη οικονομικών σχέσεων της Ευρωομάδας της Αριστεράς-GUE/NGL, Πορτογαλία)
Μαριάνα Μορτάγκουα (Μέλος του Πορτογαλικού Κοινοβουλίου, Μπλόκο της Αριστεράς, Πορτογαλία)
Αλαίν Ομπαντιά (Πρόεδρος του Ιδρύματος Γκαμπριέλ Περί, μέλος του Οικονομικού, Κοινωνικού και Περιβαλλοντικού Συμβουλίου, Γαλλία)
Δημήτρης Παπαδημούλης (Μέλος και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ΣΥΡΙΖΑ, Ευρωομάδα της Αριστεράς-GUE/NGL, Greece)
Χάικι Πατομάκι (Καθηγητής Παγκόσμιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, Φινλανδία)
Μάριο Πιάντα (Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο, Ιταλία)
Κριστιάν Πιλισόβσκι (συνδικαλιστής, Γαλλία)
Βίγκο Πλουμ (Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Ροσκίλντε, Δανία)
Αλβέρτ Ρέθιο (Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, Ισπανία)
Μπερντ Ρίξινγκερ (Πρόεδρος του DIE LINKE, Γερμανία)
Άξελ Τρόοστ (Μέλος του Γερμανικού Κοινοβουλίου, αντιπρόεδρος του DIE LINKE, Γερμανία)
Μαρί Κριστίν Βερζιά (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ευρωομάδα της Αριστεράς-GUE/NGL, Αριστερό Μέτωπο, Γαλλία)
Χάραλντ Βολφ (Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Βερολίνου, πρώην Γερουσιαστής του Βερολίνου για τις Οικονομικές Σχέσεις, Γερμανία)
Γκάμπι Τσίμερ (Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και Πρόεδρος της Ευρωομάδας της Αριστεράς-GUE/NGL, Γερμανία)
*Κόμμα Ανεξαρτησίας Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP)
*Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM)