Αναλύοντας την Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία: η στάση της Αριστεράς

Το εργαστήριο αφορούσε την κατάσταση της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας και τη σχέση της με την παρούσα κρίση και την αποξήλωση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, αναλύσαμε την ήττα της σοσιαλδημοκρατίας από το πρίσμα της μεταδημοκρατικής πολιτικής, αλλά και από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας.

Είκοσι άνθρωποι από δέκα διαφορετικές χώρες συμμετείχαν στο εργαστήριο το οποίο συνδιοργανώθηκε από το δίκτυο transform!, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ (γραφείο Βρυξελλών) και το Αριστερό Φόρουμ (Vasemmistofoorumi) στις 14 και 15 Νοεμβρίου. Πραγματοποιήθηκε στο συνεδριακό κέντρο Παασιτόρνι που βρίσκεται στο «Εργατικό Κέντρο» του Ελσίνκι, ένα ιστορικό κέντρο των Φιλανδών σοσιαλδημοκρατών, κατασκευασμένο το 1908.  
Και τις δύο ημέρες εξετάσαμε ειδικές περιπτώσεις μελέτης των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και συγκεκριμένα: το SPD, τα κόμματα της περιφέρειας της Κεντρο-ανατολικής Ευρώπης, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ιταλία, το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, το SAP στην Σουηδία και το Εργατικό κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για το πρόγραμμα πατήστε εδώ http://www.transform-network.net/el/imerologio/calendar-2016/news/detail/Calendar/analysing-european-social-democracy-the-stance-of-the-left.html

Η σοσιαλδημοκρατία σε κρίση
Από το 2005, η υποστήριξη προς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στις εθνικές εκλογές στης Δυτικής Ευρώπης έχει μειωθεί και η συνολική στήριξη έχει πέσει, από το παραδοσιακό επίπεδο του 30-35%, κάτω του 25%. Στο ευρωκοινοβούλιο, η αναλογία των σοσιαλδημοκρατών έχει εξίσου πέσει από το παραδοσιακό επίπεδο του 30-35%, κάτω από το 25%. Μόνη εξαίρεση είναι το «Δημοκρατικό Κόμμα» στην Ιταλία που δεν χαρακτηρίζεται ως ένα τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά ως ένα μοντέρνο λαϊκιστικό κόμμα που συνδυάζει τον λαϊκιστικό λόγο με τα κοινωνικά ζητήματα. Κατά ένα μέρος, αυτή η πτώση μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η Ε.Ε. έχει επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει χώρες στις οποίες οι σοσιαλδημοκράτες έχουν χαμηλότερα επίπεδα υποστήριξης απ’ ότι στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες. Παρόλο που η υποστήριξη προς τη ριζοσπαστική αριστερά έχει αυξηθεί, δεν έχει αντισταθμιστεί με τις απώλειες των σοσιαλδημοκρατών. Αυτό, έχει επίσης οδηγήσει σε αυξημένη στήριξη προς τα λαϊκιστικά κόμματα. Στη Σκανδιναβία συγκεκριμένα, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχουν την πολιτική δυνατότητα να αποτρέψουν την άνοδο της ακροδεξιάς.
  Μέρος της κρίσης είναι ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι διχασμένα: πρώτον, σε σχέση με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σε αντιδιαστολή με μια πιο εθνικιστική πολιτική και δεύτερον, σε σχέση με την παραδοσιακή βιομηχανία σε αντιδιαστολή με νέες μορφές εργασίας (και νέες σχέσεις εργασίας). Τα αδιέξοδά τους είχαν προδιαγραφεί από τον σοσιαλδημοκρατικό «εκσυγχρονισμό» του Μπλερ, του Σρέντερ και του Κλίντον, όπως σημείωσε ο Ρίτσαρντ Ντέντγιε από το περιοδικό Sozialismus.
Διαφορετικές αντιλήψεις σε διαφορετικές χώρες
Ο Πέτερ Νίλσον από τη Σουηδία υπερθεμάτισε ότι η σουηδική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να κατανοηθεί με όρους μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής που ήταν ένας στρατηγικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό με σταδιακά εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις. Αυτή η μεταρρυθμιστική αφήγηση θεωρεί την οικονομική δημοκρατία ως το αποτέλεσμα της καθιέρωσης της πολιτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, μετά από αντεπιθέσεις της επιχειρηματικής κοινότητας και πίεση προερχόμενη από τις πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς, οι σουηδοί σοσιαλδημοκράτες συνειδητοποίησαν τα ιδεολογικά αποτελέσματα της συμμετοχής στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς: Ο στόχος της νίκης στις εκλογές οδήγησε σε κρίση αναφορικά με την ταυτότητα μέλους, αφού οι συμμαχίες με άλλες δυνάμεις εμφανίζονται ως αναγκαιότητα. Συνεπώς, οι σοσιαλδημοκράτες έκαναν συμβιβασμούς ως προς τους πολιτικούς στόχους του κόμματος, μια απόφαση που ακινητοποίησε την συμμετοχή.
Στην Ιταλία, η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας προκλήθηκε από την «καθαρή νίκη του κεφαλαίου υπέρ της εργασίας» καταλήγοντας σε ανισομερείς σχέσεις εξουσίας μεταξύ των τάξεων και η κύρια αιτία αυτού του «κοινωνικού συμβιβασμού που σημάδεψε τις προηγούμενες δεκαετίες, εξαφανίστηκε», όπως ανέφερε ο Μάρκο Ρεβέλι. Από την οικονομική κρίση του 2008, το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία συγκροτείται σχεδόν ολοκληρωτικά από οργανώσεις που χρησιμοποιούν μια λαϊκιστική προσέγγιση. Η Κορνίλια Χίλντεμπραντ, από το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Βερολίνο, υπογράμμισε πως η άνοδος του λαϊκισμού οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής οργάνωσης.
Η συζήτηση στο στρογγυλό τραπέζι, στην οποία συμμετείχε ο γενικός γραμματέας της φιλανδικής Αριστερής Συμμαχίας Γιοόνας Λεπένεν, επικεντρώθηκε στην εγγύτητα ή μη των σοσιαλδημοκρατών με τη ριζοσπαστική αριστερά. Ο Λεπένεν έδωσε έμφαση στο ότι η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να τοποθετείται ανεξάρτητα από τους σοσιαλδημοκράτες, όχι μόνο ως κάτι πολύ πιο αριστερό από τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά με έμφαση στην δημοκρατία –όχι από τα πάνω, αλλά από τα κάτω- αφουγκραζόμενη τους ανθρώπους και διαχέοντας τα αιτήματα που σχετίζονται με την προοπτική των ανθρώπων.
Η Χάνα Λίχτενμπεργκερ, αυστριακή πολιτική επιστήμονας, εστίασε στην Αυστρία όπου η θέση της ριζοσπαστικής αριστεράς είναι αδύναμη και ορατή μόνο σε εξωκοινοβουλευτικά κινήματα. Οι σοσιαλδημοκράτες ορίζουν εαυτούς ως το μόνο κίνημα που μπορεί να αναμετρηθεί με τη λαϊκιστική δεξιά.
Στην Ισπανία, οι σοσιαλδημοκράτες είχαν μια πιο ριζοσπαστική πολιτική ατζέντα, αλλά οι πρόσφατες πολιτικές αλλαγές οδήγησαν σε πολιτική συνεργασία με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα. Αυτή η συνεργασία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο προκύπτει από την ανοχή, από πλευράς των σοσιαλδημοκρατών, σε μια οικονομική πολιτική την οποία η ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί παρά να πολεμήσει, όπως σημείωσε ο Βίκτορ Αλόνσο Ρόκαφορτ από την Eνωμένη Αριστερά Ισπανίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ελέγχεται από μια γραφειοκρατική ελίτ που έχει εγκαταλείψει τους πολιτικούς στόχους του παρελθόντος. Η ριζοσπαστική αριστερά στοχεύει στον μετασχηματισμό, όχι απλά την αλλαγή, και τοποθετεί τον εαυτό της ενάντια στον καπιταλισμό. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική είναι εξαντλημένη κατά πολλές έννοιες. Η Χίλαρυ Γουέινραϊτ, συνεκδότρια του περιοδικού Red Pepper από το Ηνωμένο Βασίλειο, υποστήριξε πως η ριζοσπαστική αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να είναι κοντά μα ανεξάρτητες η μία από την άλλη, ώστε η ριζοσπαστική αριστερά να μπορεί να συνεργαστεί με τους σοσιαλδημοκράτες, δίχως να χάσει τις ρίζες της.
Δημιουργώντας και διατηρώντας την ενότητα
Στην τελική συζήτηση, ο Χάρης Γολέμης, διευθυντής του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και επιστημονικός σύμβουλος του δικτύου transform!, κατέληξε πως δεν υπάρχει ενιαία σοσιαλδημοκρατία και δεν υπάρχει ενότητα στη ριζοσπαστική αριστερά. Η αριστερά μπορεί να συνεργαστεί με την σοσιαλδημοκρατία, όπως επίσης και με τους Πράσινους, αλλά σε αυτήν τη συνεργασία πρέπει να συμπεριληφθούν και τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα. Σε άλλη περίπτωση, οι αριστερές πτέρυγες της σοσιαλδημοκρατίας θα απομονωθούν. Η στρατηγική της αριστεράς δεν πρέπει να είναι ίδια σε όλες τις περιφέρειες της Ευρώπης, για παράδειγμα η εμπειρία της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι τελείως ξεχωριστή. Κατά συνέπεια, υποστήριξε ότι καθώς προσπαθούμε να κρατήσουμε την ενότητά μας ως προς την στρατηγική μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πρέπει να είμαστε πολύ συγκεκριμένοι στη στρατηγική μας σε περιφερειακό επίπεδο, επειδή ο αντίπαλος κάνει το ίδιο. Όπως υποστήριξε ο Ρίτσαρντ Ντέτγιε, πρέπει να αναλογιστούμε την καπιταλιστική περίοδο στην οποία ζούμε, ώστε να συζητήσουμε τις ταξικές δομές της κοινωνίας. Ο Βάλτερ Μπάγιερ, πολιτικός συντονιστής του δικτύου transform!, τόνισε το «καθήκον» της αριστεράς να οικοδομήσει ένα σχέδιο εκδημοκρατισμού του κράτους, των ευρωπαϊκών θεσμών και των συνθηκών.