Αλλαγή και συνέχεια στην κυβέρνηση της Πολωνίας

Μετά από δυο χρόνια διακυβέρνησης, το κυβερνόν Κόμμα Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) έκανε ορισμένες σημαντικές αλλαγές στα κυβερνητικά του στελέχη. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές σχεδιάστηκαν περισσότερο για να ισχυροποιήσουν τη θέση της κυβέρνησης, παρά για να σηματοδοτήσουν οποιαδήποτε σημαίνουσα αλλαγή στην πολιτική της τροχιά.

Κατ’ αρχάς, ο Ματέους Μοραβιέτσκι ανέλαβε τη θέση του Μπεάτα Σίντλο στην πρωθυπουργία. Ο κ. Μοραβιέτσκι αντικατέστησε, στη συνέχεια, κάποιους από τους πιο αμφισβητούμενους υπουργούς του, σε τομείς όπως η άμυνα, οι εξωτερικές σχέσεις και το περιβάλλον.

Επιφανειακά, φαίνεται παράξενη η στιγμή της αλλαγής της σύνθεσης της Πολωνικής κυβέρνησης. Το PiS διατηρεί μακράν την πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις και η αντιπολίτευση είναι αδύναμη και διχασμένη. Ωστόσο, αυτός ο ανασχηματισμός επιχειρεί, τουλάχιστον μερικώς, να αλλάξει τη δημόσια εικόνα του κόμματος: στη θέση της σύγκρουσης και της αλλαγής, επιθυμεί να προβάλλει την εικόνα της σταθερότητας και της συνέχειας. Τα δυο πρώτα χρόνια της θητείας της, η κυβέρνηση του PiS επέφερε μια σειρά ριζικών μεταρρυθμίσεων που ουσιαστικά επεδίωκαν να αποκτήσουν τον έλεγχο σε διάφορους μοχλούς του κράτους, όπως τα δικαστήρια και τα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, εφάρμοσε σημαντικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της κοινωνικής ευημερίας -όπως η χορήγηση ενός γενναιόδωρου επιδόματος τέκνων και η αύξηση του κατώτατου μισθού- που διατήρησαν τη δημοφιλία της σε πολύ ψηλό επίπεδο και (σε μια περίοδο που δεν υπάρχει αριστερό κόμμα στο κοινοβούλιο) την βοήθησαν να απομονώσει κι άλλο τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση.

Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση αντιμετώπισε μεγάλες διαδηλώσεις εξαιτίας κάποιων άλλων μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η ΕΕ ενεργοποίησε το Άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης κατά της Πολωνίας, για “παραβίαση των αξιών της ΕΕ”, που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια του δικαιώματος ψήφου της χώρας στην ΕΕ. Οι αλλαγές στην κυβέρνηση επιχειρούν να αλλάξουν την εικόνα της και να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα του εγχώριου και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ο πρωθυπουργός Μοραβιέτσκι είναι πρώην τραπεζίτης και ο πρώτος Πολωνός πρωθυπουργός που μιλάει καλά αγγλικά. Σε αντίθεση με τον Σίντλο, που ήταν περισσότερο αρεστός στη συντηρητική και πιο ώριμη ηλικιακά εκλογική βάση.   

Ο Μοραβιέτσκι έχει ήδη αρχίσει να μετριάζει τον κίνδυνο της επιβολής μιας ποινής από την ΕΕ. Πρώτα απ’ όλα, συναντήθηκε με τον Ούγγρο ομόλογό του, Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος δήλωσε ότι η Ουγγαρία θα ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε απόπειρα της ΕΕ να αφαιρέσει το εκλογικό δικαίωμα της Πολωνίας. Είχε και μια πρώτη συνάντηση με τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά την οποία οι τόνοι ήταν πιο συμφιλιωτικοί από προηγούμενες επικοινωνίες μεταξύ Βρυξελών και Βαρσοβίας.

Παρά ταύτα, είναι εξαιρετικά απίθανο η Πολωνική κυβέρνηση να υποχωρήσει από τις μεταρρυθμίσεις που έκανε στη δικαιοσύνη ή να δεχθεί να αναλάβει το ποσοστό προσφύγων που είχε συμφωνηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και την ΕΕ. Επίσης, ο Μοραβιέτσκι δεν θα ανατρέψει τη συντηρητική και εθνικιστική στρατηγική της κυβέρνησης, διότι δήλωσε, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ότι το όνειρό του είναι να “εκχριστιανίσει ξανά” την Ευρώπη. Οι κοινωνικές συγκρούσεις θα παραμείνουν και θα ενταθούν στην Πολωνία, γιατί το κοινοβούλιο απέρριψε ένα νομοσχέδιο για τη φιλελευθεροποίηση του νόμου κατά των αμβλώσεων (κυρίως επειδή το καταψήφισαν όλοι οι βουλευτές της αντιπολίτευσης), ενώ πρόκειται να ψηφιστεί ένα άλλο νομοσχέδιο που θα τις απαγορεύει πλήρως. Επιπλέον, η οικονομική ανάπτυξη της χώρας επιτρέπει σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων να ζητούν υψηλότερους μισθούς και αύξηση των δημόσιων δαπανών. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η φασαρία που έκαναν κάποιοι νεαροί γιατροί που ζητούσαν από την κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες στην υγεία και τους μισθούς τους.    

Στόχος του Μοραβιέτσκι θα είναι η διατήρηση της ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης της Πολωνίας μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, το 2019. Αυτό μάλλον είναι εφικτό, λόγω της συνεχιζόμενης εισροής στη χώρα μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων από την ΕΕ που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει ένα υψηλό ποσοστό δημόσιων επενδύσεων. Παρά την ισχυρή θέση του Μοραβιέτσκι (εξακολουθεί να ασκεί καθήκοντα Υπουργού Οικονομικών και Ανάπτυξης, παράλληλα με την πρωθυπουργία), ως μη εκλεγμένος βουλευτής δεν διαθέτει μια δυνατή και ανεξάρτητη πολιτική βάση,ενώ και στο PiS προσήλθε πρόσφατα. Ο ηγέτης του κόμματος Γιαροσλάβ Καζίνσκι, παραμένει το ισχυρότερο πρόσωπο στην πολιτική σκηνή της Πολωνίας και διατηρεί τη δύναμη να κάνει νέο κυβερνητικό ανασχηματισμό αν αισθανθεί ότι ο Μοραβιέτσκι έχει συγκεντρώσει πολλή δύναμη ή αν η κυβέρνηση απομακρυνθεί πολύ από την πολιτική τροχιά που εκείνος επιθυμεί. 

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου