Ρόζα Λούξεμπουργκ: Ουτοπίστρια ή εξερευνήτρια;

Διαβάστε το δεύτερο κείμενο της σειράς άρθρων του transform! europe για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, με την ευκαιρία της 100ής επετείου της δολοφονίας της.

Ομιλία του Βάλτερ Μπάιερ, στις 12 Μαρτίου 2019, για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Την εκδήλωση διοργάνωσαν το transform.at! και η Κεντρική Ένωση Συνταξιούχων Αυστρίας (Zentralverband der Pensionistinnen und Pensionisten Österreichs  – ZVPÖ).

Ναι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι μια από τις μεγάλες ιστορικές φυσιογνωμίες. Είναι ένα πρότυπο, και η ανάμνησή της έχει σημαδευτεί από τη δολοφονία της που την έκανε μάρτυρα του σοσιαλιστικού κινήματος.  

Σε αυτό η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε την τύχη του Αντόνιο Γκράμσι και του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, η ζωή και το έργο των οποίων τελείωσαν εξίσου βίαια και πρόωρα, με συνέπεια να προσφέρονται σε διαφορετικές ερμηνείες.

Το πιο διάσημο παράδειγμα σε σχέση με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ είναι η -μετά θάνατον- έκδοση του έργου της The Russian Revolution. Ξεκινά ως εξής: «Η ρωσική επανάσταση είναι το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός του Παγκοσμίου Πολέμου». Ακολουθεί, ωστόσο, μια ευφυής κριτική στις πολιτικές που εφάρμοσαν οι μπολσεβίκοι, η οποία κλιμακώνεται με τη διάσημη φράση:

«Η ελευθερία μόνο για τους οπαδούς της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του μοναδικού κόμματος -όσο πολυάριθμα και αν είναι- δεν είναι ελευθερία. Ελευθερία σημαίνει αποκλειστικά και πάντα: ελευθερία εκείνου που σκέφτεται διαφορετικά».

Εξίσου μεγάλης σημασίας είναι το επιχείρημα που προσθέτει στα παραπάνω: «Όχι εξαιτίας κάποιας φανατικής αντίληψης περί ‘δικαιοσύνης’, αλλά γιατί η εκπαιδευτική, η ολοκληρωτική και εξαγνιστική λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας εξαρτάται από αυτό το ουσιώδες χαρακτηριστικό, και η δύναμή της χάνεται όταν η ‘ελευθερία’ γίνεται ειδικό προνόμιο». Για να το πούμε αλλιώς, το σημείο αυτό αποτελεί τη διαλεκτική αντίθεση της πρώτης φράσης. Ωστόσο, η αντίθεση ξεπερνιέται με μια νέα αντίθεση και γενικεύεται σε μια σύνθεση. Δηλαδή, στις τελευταίες φράσεις του βιβλίου, η Ρόζα Λούξεμπουργκ επανέρχεται σε ό,τι έλεγε στην αρχή, αναγνωρίζοντας για άλλη μια φορά το ιστορικό κατόρθωμα των μπολσεβίκων, προσθέτοντας, όμως, τα κριτικά της σχόλια:

«Με αυτή την έννοια, τους ανήκει η αθάνατη ιστορική προσφορά να έχουν ηγηθεί του διεθνούς προλεταριάτου κατακτώντας την εξουσία και θέτοντας στην πράξη το ζήτημα της υλοποίησης του σοσιαλισμού […]. Στη Ρωσία, το πρόβλημα μπόρεσε μόνο να τεθεί. Δεν ήταν δυνατό να επιλυθεί εκεί. Με αυτή την έννοια, το μέλλον του κόσμου ανήκει στον μπολσεβικισμό».

Άρα, η Λούξεμπουργκ δεν μας παρουσιάζει την Οκτωβριανή Επανάσταση ως την αρχή μιας νέας εποχής, ως μεσσιανικό γεγονός αλλά, κάπως ξερά στην αρχή, ως ένα γεγονός, το πιο σημαντικό, όντως, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια, η κριτική που ασκεί στους μπολσεβίκους, δεν είναι από την πλευρά των φιλελευθέρων που σοκαρίστηκαν με την επανάσταση, αλλά από την πλευρά της ίδιας της επανάστασης, που κατάφερε, εντέλει, να προσδιορίσει τη θέση της στην ιστορία: έθεσε το πρόβλημα του σοσιαλισμού, χωρίς όμως να το επιλύσει. Με αυτή την έννοια, ότι έθεσε το πρόβλημα που δεν μπόρεσε να επιλυθεί στη Ρωσία, το μέλλον ανήκει στον σοσιαλισμό, έγραφε. Και μόνο με αυτή την έννοια! Πόσο διαφορετική είναι αυτή η κραυγή από τα παιδιάστικα εγκώμια στη «Μεγάλη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση», που παραδοσιακά έκαναν επί Στάλιν, και συνέχισαν να κάνουν μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, τα κομμουνιστικά κόμματα, -και που σε κάποια μέρη κάνουν ακόμη και σήμερα! Η θέση της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι η μόνη θέση που θα μπορούσε να πάρει μια πραγματική επαναστάτρια, μια θέση απολύτως μετέωρη.

Οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες δεν μπορούσαν να είναι ικανοποιημένοι με την ξεκάθαρη αφοσίωσή της στην επανάσταση, όπως δεν μπορούσαν και οι απολιθωμένοι κομματικοί κομμουνιστές της δεκαετίας του 1920 με την κριτική της στην πολιτική των μπολσεβίκων. Έτσι, το 1928, και στο γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα και στην Κομμουνιστική Διεθνή η έννοια «λουξεμβουργισμός» έγινε ύβρις, και οι αποδέκτες της απαξιώνονταν και εξοστρακίζονταν. Αυτό, κορυφώθηκε με τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πολωνίας, το 1937, και τη φυσική εκκαθάριση των στελεχών της στη Σοβιετική Ένωση.

Αλλά, ας πάμε πίσω στην ίδια τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.

Όταν εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, το 1898, ήταν ήδη διάσημη μαρξίστρια. Έγινε γνωστή

στους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες από την αντιπαράθεσή της με τον Έντουαρντ Μπερνστάιν, την αποκαλούμενη «διαφωνία για τον ρεφορμισμό». «Αυτό που συνήθως αποκαλείται τελικός στόχος του σοσιαλισμού για μένα δεν είναι τίποτα. Το παν είναι το κίνημα», έλεγε ο Μπερνστάιν. Ο στόχος είναι το παν και το κίνημα τίποτα, αν το δεύτερο δεν υποτάσσεται στο πρώτο, απαντούσε η Λούξεμπουργκ. Για τους κομμουνιστές, το καλό και το κακό μοιάζουν να είναι αδιαμφισβήτητα διακριτά. Αλλά τίποτα στην ιστορία και την πολιτική δεν είναι αδιαμφισβήτητο. Ο Μπερνστάιν, για παράδειγμα, ήταν μεταξύ αυτών που το 1914 αντιτάχθηκαν, μαζί με τη Λούξεμπουργκ, στη στήριξη του πολέμου από την κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας. Ακόμη πιο σημαντικό, ο Μπερνστάιν εξέφρασε αυτό που για καιρό απασχολούσε τους Γερμανούς σοσιαλιστές και δεν μπορούσε να επιλυθεί με τα διανοητικά εργαλεία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου:

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η βιομηχανική πρόοδος και η πάλη των τάξεων επέτρεψαν στην εργατική τάξη να κάνει μερικά αργά βήματα κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου. Οι πολλοί εργάτες εξακολουθούσαν να φυτοζωούν μέσα στη μιζέρια, υπήρχαν όμως και άλλοι, που είχαν-σε αντίθεση με την περιγραφή του Μαρξ μισό αιώνα πριν- να χάσουν περισσότερα πράγματα «από τις αλυσίδες τους».

Και, σε αντίθεση με την άποψη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο στόχος της σοσιαλιστικής επανάστασης δεν φαινόταν να είναι προ των πυλών. Μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, το 1871, κανένας σοσιαλιστής δεν πίστευε στην επιτυχία μιας ένοπλης εξέγερσης σε κάποια από τις ανεπτυγμένες χώρες. Από την άλλη, μετά την ανάκληση, το 1890, των αντισοσιαλιστικών νόμων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας κατάφερε να αποκτήσει ένα εκλογικό σώμα εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Η νίκη φάνταζε πιθανή, μέσα από τη σταδιακή του ανάπτυξη. Όσοι, σαν τον Μπερνστάιν, ζητούσαν την αναθεώρηση των προηγούμενων θέσεων μπορούσαν, ως εκ τούτου, να ισχυρίζονται ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας είχε, στην πράξη, σταματήσει από καιρό να είναι επαναστατικό. Μπορούσαν, πράγμα ακόμη πιο σημαντικό, να επικαλούνται τον Φρίντριχ Έγκελς που είχε γράψει, το 1891, ότι η παλαιά κοινωνία θα ενσωματωνόταν ειρηνικά στη νέα στην οποία, το αντιπροσωπευτικό σώμα του λαού θα είχε συγκεντρώσει όλη την εξουσία και θα μπορούσε ο καθένας, συνταγματικά, να κάνει ό,τι θέλει, αν είχε τη στήριξη της πλειοψηφίας του λαού.

Πέρα από αυτό, η αναθεώρηση που ζητούσε ο Μπερνστάιν έγινε το εσωτερικό σκάνδαλο του κόμματος. Ωστόσο, ο Μπερνστάιν και οι ορθόδοξοι από την ηγεσία, που του ασκούσαν κριτική, κυρίως ο Καρλ Κάουτσκι, ήταν στην ουσία ενωμένοι: κανένας δεν σκεφτόταν με όρους ένοπλης επανάστασης. Αλλά, ενώ ο Μπερνστάιν την επικαλούνταν, λέγοντας τα παραπάνω και προσαρμόζοντας τη θεωρία στη ρεφορμιστική πρακτική, οι ορθόδοξοι προτιμούσαν να συνεχίζουν να αποκρύπτουν τη ρεφορμιστική πρακτική με τη λεκτική προσφυγή στον στόχο του σοσιαλισμού.

Στο σημείο αυτό επενέβη η Λούξεμπουργκ. Σε αντίθεση με τον Μπερνστάιν, εκείνη ερμήνευε την άνοδο του μονοπωλιακού κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, όχι ως εξασθένιση, αλλά ως όξυνση των ταξικών ανταγωνισμών. Και, σε αντίθεση με τον Κάουτσκι, σιχαινόταν τον επαναστατικό βερμπαλισμό. Για τη Λούξεμπουργκ, η κατάκτηση θέσεων εξουσίας στα κοινοβούλια και η ανάπτυξη της οργάνωσης δεν ήταν στόχοι καθαυτοί, αλλά αποκτούσαν αξία μόνο στο βαθμό που αποτελούσαν συστατικά μιας πολιτικής στρατηγικής η οποία υπηρετούσε τον γενικό στόχο του κινήματος. Το σημαντικό για εκείνη -που παραμένει και σήμερα σημαντικό- ήταν η πεποίθηση ότι χωρίς παρεμβάσεις σε ζητήματα της καθημερινότητας, η σοσιαλιστική πολιτική υποβαθμίζεται σε λατρεία νεκρών τύπων. Τα σοσιαλιστικά κόμματα, όμως, δεν είναι εκλογικές οργανώσεις. Η πολιτική της καθημερινότητας, η εκπροσώπηση συμφερόντων και ο ρεφορμισμός δεν είναι στόχοι καθαυτοί. Δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη συμμετοχή ενός σοσιαλιστικού κόμματος στις μείζονες και γενικές πολιτικές συγκρούσεις. Η απουσία από την πολιτική δεν μπορεί να αντισταθμιστεί με τετριμμένες επαναστατικές φράσεις που απαγγέλλονται σε επίσημες περιστάσεις, με την ταυτόχρονη αποστασιοποίηση από τον πολιτικό διάλογο, για να μην τρομάξουν οι τυχόν ψηφοφόροι.

Πάνω απ’ όλα, η σκέψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν διεθνιστική. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην καταγωγή της, από την Πολωνία, η οποία είχε μοιραστεί ανάμεσα στις τρεις αντιδραστικές μεγάλες δυνάμεις -Αυστρία, Γερμανία και Ρωσία- στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1814. Όταν η πολωνική σοσιαλδημοκρατία ιδρύθηκε, το 1870, θεωρούσε τον εαυτό της εθνικό κίνημα, εντάσσοντας στο έμβλημά της τον αγώνα για την ενότητα της Πολωνίας και την εθνική ανεξαρτησία. Η Λούξεμπουργκ είπε «όχι»: ένα εργατικό κόμμα δεν μπορεί ποτέ να είναι πρωτίστως εθνικό κίνημα. Απηύθυνε έκκληση στο νέο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα: «Καλείστε να μην εφαρμόσετε το δικαίωμα των εθνών στον αυτοπροσδιορισμό, αλλά μόνο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της εργατικής τάξης, της τάξης που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και καταπίεσης: του προλεταριάτου».

Κατά καιρούς, η προτεραιότητα που έδινε στα ταξικά συμφέροντα έναντι των εθνικών συμφερόντων απαξιωνόταν ως «αστικός κοσμοπολιτισμός». Τίποτε, όμως, στο επιχείρημα της Λούξεμπουργκ δεν είναι αστικό. Αυτό που επί της ουσίας έλεγε ήταν ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν γνωρίζει εθνικά σύνορα. Επομένως, δεν μπορεί οι σοσιαλιστές να πρέπει να συμμαχούν με τις πιο οπισθοδρομικές κοινωνικές δυνάμεις για να πολεμήσουν ενάντια στην πρόοδο του καπιταλισμού. Αντ’ αυτού, καλεί τους συντρόφους της να συγκροτήσουν τη στενότερη δυνατή συμμαχία με τους εργάτες των άλλων εθνών και, όσον αφορά στην Πολωνία, «να αγωνιστούν πάνω απ’ όλα για την κατοχύρωση της συνταγματικής ελευθερίας στη ρωσική αυτοκρατορία, γιατί συνδέεται με την παραχώρηση ελευθεριών στην Πολωνία».

Το πολωνικό εθνικό κράτος γεννήθηκε το 1918, μέσα από τα συντρίμμια του Παγκοσμίου Πολέμου. Η άποψη της Λούξεμπουργκ φάνηκε να διαψεύδεται. Διαψεύστηκαν όμως, και οι απόψεις όλων των επαναστατών που ανέμεναν μια ευρωπαϊκή σοσιαλιστική επανάσταση το 1918, και οι μπολσεβίκοι έμειναν μόνοι. Το πρόβλημα που έθεσαν δεν μπόρεσε να επιλυθεί. Στην Κεντρική Ευρώπη οι αυτοκράτορες έπεσαν, και οι εθνικές επαναστάσεις που δημιούργησαν τα νέα κράτη παρέμειναν στα όρια του αστικού κράτους. Η Λούξεμπουργκ περιέγραψε με πικρία το εθνικιστικό κύμα που ξέσπασε με την κατάρρευση των πολυεθνικών κρατών στην έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο, το λάθος του Λένιν, που διακήρυσσε χωρίς όρους το δικαίωμα κάθε έθνους να ιδρύσει το κράτος του, μου φαίνεται σήμερα πιο μοιραίο από εκείνο της Λούξεμπουργκ. Το κεντροευρωπαϊκό σύστημα κρατών που δημιουργήθηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τις συνθήκες των Βερσαλλιών, του Σαιν Ζερμαίν και του Τριανόν, που στηρίχθηκαν στην αρχή της εθνικότητας, αποδείχθηκε μη βιώσιμο και οδήγησε στο επόμενο στάδιο του «Παγκόσμιου Εμφυλίου Πολέμου». Είκοσι χρόνια μετά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος, ξεπέρασε δραματικά τον Πρώτο, σε θύματα και βαρβαρότητα.

Αυτός είναι ο λόγος που, μετά από τον πιο τρομερό από όλους τους ευρωπαϊκούς πολέμους, το απεριόριστο δικαίωμα των κρατών στην εθνική κυριαρχία περιορίστηκε μέσω της στρατιωτικής και οικονομικής ενοποίησης και στην Ανατολή και στη Δύση. Και θα οδηγήσει τους λαούς σε ανυπολόγιστες ζημιές αν, τρία τέταρτα του αιώνα μετά, και ύστερα από την κατάρρευση της παγκόσμιας τάξης που αποφασίστηκε στη Γιάλτα από τους συμμάχους-νικητές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ξαναζήσουμε άλλη μια «εθνικιστική Βαλπουργία νύχτα στο Φαλακρό Βουνό», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της Λούξεμπουργκ.

Της προσάπτουν ότι οι προβολές που έκανε στο μέλλον ήταν πολύ μπροστά από τον καιρό τους. Μπορούμε να το δεχτούμε για την υπόθεσή της ότι ο καπιταλισμός θα κατέρρεε σύντομα, εξαιτίας των οικονομικών αντιθέσεών του. Όπως και για την «πλήρη εξαφάνιση των γλωσσών των μικρότερων εθνών», που θα οδηγούσε στην «τελική ενοποίηση του συνόλου της πολιτισμένης ανθρωπότητας σε μια γλώσσα και μια εθνικότητα».

Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε «ουτοπία». Με την ίδια έννοια, όλοι οι μεγάλοι εξερευνητές, όπως π.χ. ο Χριστόφορος Κολόμβος, ήταν ουτοπιστές, ικανοί να δείξουν τη γενική κατεύθυνση του ταξιδιού, είχαν όμως πέσει έξω σε κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες και, πάνω απ’ όλα, στον υπολογισμό της απόστασης του στόχου. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, η Ρόζα Λούξεμπουργκ μας έδειξε τον δρόμο, όσο δύσκολος και κοπιαστικός κι αν είναι, όχι προς τα πίσω, στον ιστορικά παρωχημένο εθνικισμό, αλλά προς τα εμπρός, στην κατεύθυνση μιας κοσμοπολίτικης και ενωμένης ανθρωπότητας. Είναι, όμως, η μόνη απάντηση στο δίλημμα: «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».

Talk by Walter Baier, 12 March 2019, on the occasion of the centenary of Rosa Luxemburg’s death – organised by transform.at! and the Austrian Central Association of Pensioners (Zentralverband der Pensionistinnen und Pensionisten Österreichs  – ZVPÖ).